Με βάση το νόμο Γαβρόγλου για τα πανεπιστήμια, που ψηφίστηκε, ως συνήθως, Αύγουστο, θα ανθίσει η επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων, με περαιτέρω εμπορευματοποίηση εκπαίδευσης και έρευνας. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση μετατρέπεται σε έναν καμβά διάφορων μορφών εκπαίδευσης και κατάρτισης επί πληρωμή. Η κρατική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων περιορίζεται όλο και περισσότερο.
ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Βασικός άξονας του νόμου Γαβρόγλου για τα ΑΕΙ είναι η «οικονομική ανεξαρτησία των ιδρυμάτων», δηλαδή η καθιέρωση διδάκτρων και η απόκτηση πόρων μέσω της πώλησης υπηρεσιών
Η νέα ακαδημαϊκή χρονιά αρχίζει κι αν κάτι απειλεί περισσότερο το μέλλον του πανεπιστημίου και των φοιτητών είναι ο νόμος Γαβρόγλου για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς αυτή αποτελεί στρατηγικής σημασίας παράγοντα για το κεφάλαιο στην προσπάθεια να ξεπεράσει την κρίση του. Ένας νόμος που ψηφίστηκε μια Αυγουστιάτικη νύχτα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ και ήρθε να εξειδικεύσει τις πάγιες κατευθύνσεις της διαδικασίας της Μπολόνια της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΙΟΒΕ για «εξορθολογισμό» και οικονομική αποκέντρωση των πανεπιστημίων. Αποτελεί συνέχεια προηγούμενων νομοσχεδίων και έχει ως στόχο να ολοκληρώσει το πλαίσιο πάνω στο οποίο θα ανθίσει η επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων. Βασικοί άξονες του νόμου είναι η «οικονομική ανεξαρτησία των ιδρυμάτων», δηλαδή η καθιέρωση διδάκτρων και η απόκτηση πόρων μέσω της πώλησης υπηρεσιών με περαιτέρω εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και της έρευνας, καθώς και η μεγαλύτερη σύνδεση πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων με επιχειρήσεις. Με την καθιέρωση των κύκλων σπουδών της Μπολόνια, τα πτυχία του πρώτου κύκλου ισοτιμούνται με τα bachelor των τριετών σπουδών άλλων χωρών. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση μετατρέπεται σε έναν καμβά διάφορων μορφών εκπαίδευσης και κατάρτισης επί πληρωμή και εναρμονίζει τη λειτουργία της με βάση τα επιχειρηματικά πρότυπα.
Η κρατική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων περιορίζεται όλο και περισσότερο, εωσότου αντικατασταθεί πλήρως, από δωρεές, παροχές, κληροδοτήματα, πόρους από ερευνητικά προγράμματα ευρωπαϊκών ή άλλων διεθνών οργανισμών, καθώς και τα έσοδα από τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ). Όσον αφορά τους τελευταίους, αυτοί λειτουργούν πλέον σαν αυτόνομο όργανο επιχειρηματικής διαχείρισης με βάση το ιδιωτικό δίκαιο (αποκτούν ΑΦΜ). Αυτό συνεπάγεται τη διαχείριση της περιουσίας που προκύπτει από τα έργα του ΕΛΚΕ καθώς και των εργαζομένων που εμπλέκονται σε αυτά. Οι ΕΛΚΕ αποκτούν βασικό και κυρίαρχο ρόλο διαχείρισης της οικονομικής λειτουργίας του Πανεπιστημίου και κομμάτι των ταμειακών τους διαθεσιμοτήτων μεταφέρονται στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου μαζί με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους διαχειρίζονται αυτά τα αποθεματικά. Καταλαβαίνουμε, δηλαδή, ότι τα αποθεματικά συνδέονται, πλέον, άμεσα με τη χρεομηχανή.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η δυνατότητα τους να εμπορεύονται την ερευνητική δραστηριότητα των ιδρυμάτων με αξιοποίηση πατέντων ή συμμετέχοντας στην διαχείριση των διαφόρων τύπων επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως οι εταιρείες spin off. Όλα τα παραπάνω έρχονται να ικανοποιήσουν τις επιταγές της ΕΕ για άμεση σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά. Κατά αυτό τον τρόπο. θα ενισχύονται τα κερδοφόρα για το κεφάλαιο προγράμματα και θα απονεκρώνονται όσα δεν συμβάλλουν στην κατεύθυνση αυτή. Ταυτόχρονα, με το νέο νόμο ορίζεται ότι τα εργαστήρια μίας σχολής μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του υπουργείου Παιδείας. Οποιοσδήποτε ιδιώτης δηλαδή θα μπορεί, αντί να ξοδέψει χρήματα για δικό του εξοπλισμό και έρευνα, να απευθύνεται στα εργαστήρια μίας σχολής και να εκμεταλλεύεται τον έτοιμο εξοπλισμό, αλλά και τους εργαζόμενους σε αυτά σαν φτηνό ή και απλήρωτο εργατικό δυναμικό. Έτσι, η μετατροπή των πανεπιστημίων σε ερευνητικά κέντρα για επιχειρήσεις θα γίνει πραγματικότητα, σε βάρος και του προϋπολογισμού, ο οποίος με τη δικαιολογία των χορηγιών και των ενοικιάσεων εργαστηρίων και εξοπλισμού θα μειώνεται. Αλλά και σε βάρος των σπουδών μας, καθώς ακόμα περισσότερο από σήμερα θα θεωρείται πάρεργο η εκπαιδευτική διαδικασία, για χάρη των ερευνητικών προγραμμάτων.
Παράλληλα με όλη αυτή τη διαδικασία, εισάγονται δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, ανοίγοντας το δρόμο της συνολικής επιβολής τους, τα οποία μάλιστα θα χρησιμεύουν για τη μισθοδοσία των διδασκόντων. Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης για την ύπαρξη κοινωνικών κριτηρίων που θα επιτρέπουν και στα πιο πληττόμενα στρώματα να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, ουσιαστικά αυτά τα κριτήρια αφορούν ελάχιστους φοιτητές, καθώς απαιτείται για μια οικογένεια με δύο προστατευόμενα μέλη το οικογενειακό τους εισόδημα να είναι 980 ευρώ. Εξάλλου τα κριτήρια αυτά μπορούν να τροποποιούνται κάθε φορά προ το χειρότερο. Αυτό έρχεται να εντείνει περαιτέρω τους ταξικούς φραγμούς στο πανεπιστήμιο, καθώς το κόστος σπουδών αποκόπτεται από την κρατική χρηματοδότηση και πέφτει πλέον στις πλάτες των φοιτητών.
Την πλήρη επιχειρηματικοποίηση της λειτουργίας των πανεπιστημίων έρχεται να ολοκληρώσει η δημιουργία των Α.Σ.Α.Ε.Ε (Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Έρευνας και Εκπαίδευσης), που έρχονται να αντικαταστήσουν τα Συμβούλια Ιδρύματος και να ενισχύσουν την σύνδεση των ιδρυμάτων με την τοπική οικονομία, επιχειρήσεις κλπ. Το τοπικό κράτος, πλέον, παίζει κομβικό ρόλο στην εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΕΕ με διάφορα μέσα (διαχείριση ΕΣΠΑ, προσέλκυση επενδύσεων). Επίσης, θα συμβάλλει στην ανάδειξη επιστημονικών πεδίων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις στο περιφερειακό επίπεδο. Την ίδια στιγμή, αυτό το όργανο συμβαδίζει με την εθνική πολιτική στην Έρευνα, την τεχνολογία και την Ανάπτυξη της Καινοτομίας και τη λειτουργία των Περιφερειακών Συμβουλίων. Η κυβέρνηση προάγει την ανάπτυξη της έρευνας και της εκπαίδευσης σε ζωτικό τομέα εθνικού ενδιαφέροντος. Η γνώση και η έρευνα θα συμβαδίζει πλέον με την εθνική στρατηγική και θα υπόκειται στα συμφέροντα και τις ανάγκες των τοπικών αγορών και, προφανώς, καμία σχέση δε θα έχουν με αυτές της κοινωνίας.
Κυνήγι προσόντων
με αγορά πτυχίων
ΠΑΓΙΔΑ «ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ»
Από αυτή την κατάσταση δεν ξεφεύγουν βέβαια ούτε τα προγράμματα σπουδών. Η χρόνια προσπάθεια πρόσδεσης των Ελληνικών Πανεπιστημίων στη διαδικασία της Μπολόνια και του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (KEXAE) ευοδώνεται τώρα με το νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Επιδιώκουν να «σπάσουν» τα πτυχία όχι μόνο στο αντικείμενο, αλλά και στη διάρκεια: οι σχολές να δίνουν πτυχίο στα δύο ή τρία χρόνια και τα τελευταία δύο χρόνια να αποτελούν (προαιρετικό και με δίδακτρα φυσικά) μεταπτυχιακό. Βγάζοντας με αυτόν τον τρόπο πτυχιούχους χωρίς πλήρη γνώση του αντικειμένου τους, ώστε να αναλαμβάνουν οι ίδιοι το κόστος της εκπαίδευσης που θα έπρεπε να τους παρέχει το κράτος.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι πιστωτικές μονάδες που ο λόγος ύπαρξής τους είναι να μειώνουν το χρόνο σπουδών μέσω της εντατικοποίησης και να αντικαθιστούν τα ενιαία πτυχία με ατομικούς φακέλους προσόντων. Με οδηγό τις πιστωτικές μονάδες και το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων, ο νόμος Γαβρόγλου έρχεται να κατηγοριοποιήσει περαιτέρω τις «παραδοσιακές» μορφές εκπαίδευσης (προπτυχιακές, μεταπτυχιακές, διδακτορικές σπουδές) αλλά και να ιδρύσει νέες. Ταυτόχρονα τα δια βίου προγράμματα μάθησης περνούν πλήρως στην αρμοδιότητα των πανεπιστημίων μέσω των Κέντρων Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ). Σε αυτά θα παρέχονται προγράμματα επί πληρωμή, όπως τα διετή προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για αποφοίτους ΕΠΑΛ. Χαρακτηριστική είναι και η δυνατότητα που δίνει το νομοσχέδιο στους φοιτητές να σπουδάσουν το 25% των μαθημάτων τους σε άλλες σχολές, γεγονός που προωθεί την κινητικότητα, ήδη από τη φάση της εκπαίδευσης. Βλέπουμε ότι με το κυνήγι συνεχών επανακαταρτίσεων και με τον ατομικό φάκελο προσόντων, οι φοιτητές με τη λειψή γνώση που τους παρέχεται, αντί να πατούν γερά στα πόδια τους στο αντικείμενο και στο χώρο εργασίας τους, θα μπορούν να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον κάθε εργοδότη.
Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξαπολύει την πιο σφοδρή επίθεση σε κάθε πτυχή της ζωής των φοιτητών και των εργαζόμενων εντός και εκτός πανεπιστημίου, επιλέγει να ανοίξει το ζήτημα της συμμετοχής των φοιτητών στη διοίκηση του πανεπιστημίου. Πρόκειται για μια κίνηση αποπροσανατολισμού του φοιτητικού κινήματος, «κατ’ επίφαση» δημοκρατικότητας και επιδίωξης συναίνεσης από το κίνημα. Μια κίνηση που συνδυάζεται με την επαναφορά του ακαδημαϊκού ασύλου της πρότασης Γιαννάκου, μακριά από τη θεσμοθέτηση του πάγιου αιτήματος φοιτητικού και πανεπιστημιακού κινήματος για πολιτικό άσυλο για όλο το λαό.
Η επιχειρούμενη αντιδραστική αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χρειάζεται πειθαρχημένους φοιτητές, ξεδοντιασμένους φοιτητικούς συλλόγους και κάθε μορφής συλλογικότητας, αστυνόμευση των σχολών και ιδιαίτερα των διαδικασιών έρευνας (λόγω του ειδικού τους βάρους στην επιχειρηματική κερδοφορία), αλλά και μονολιθική σκέψη, ιδεολογική χειραγώγηση, ατομισμό και ανταγωνιστικό αλληλοφάγωμα. Γι αυτό είναι βαθιά αντιδημοκρατική και ανελεύθερη και επιβάλλεται με την οικονομική ανέχεια και την επιχειρηματική αξιολόγηση.
Δεν θα τσιμπήσουμε, δεν θα υποταχθούμε, θα αντεπιτεθούμε!