ΜΠΑΜΠΗΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ
Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο Ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, ο Βασίλης Λιόσης παρουσιάζει την πρόταση του για το μέτωπο που πρέπει να συγκροτηθεί σήμερα, φέροντας παραδείγματα από τον αγώνα του ΕΑΜ, ενώ αμφισβητεί τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα του προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Εθνικός ή ταξικός πατριωτισμός;
Το «πρόγραμμα» παίρνει υπόψη του το «επίπεδο της συνείδησης», αλλά κυρίως είναι εργαλείο για την αλλαγή της
Το νέο βιβλίο του Βασίλη Λιόση κάτω από τον γενικό τίτλο Ζητήματα τακτικής και στρατηγικής αναφέρεται σε πολλά ζητήματα ιστορικά και θεωρητικά, αλλά ταυτόχρονα και επίκαιρα για τη σημερινή συγκυρία στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι κι ο λαός της χώρας μας. Απορρίπτει το όραμα μιας τάχα φιλολαϊκής, προοδευτικής, φιλειρηνικής μεταρρύθμισης της ΕΕ που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όπως και το ουτοπικό όραμα για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού, ενός συστήματος που δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο αφτιασίδωτο, καθώς και την αδιαφορία του για τις ζωές των απλών ανθρώπων ακριβώς στις περιόδους κρίσης όπως σήμερα. Είναι σαφής η τοποθέτηση του συγγραφέα υπέρ της εργατικής τάξης και της κομμουνιστικής προοπτικής.
Το βιβλίο έχει θεματικές ενότητες που περιλαμβάνουν τη σχέση εθνικού-διεθνικού, ταξικής οπτικής και πατριωτισμού, τον ιμπεριαλισμό ως μονοπωλιακό καπιταλισμό και ως εξωτερική πολιτική και διεθνείς σχέσεις, τα ζητήματα του μετώπου, του πολιτικού προγράμματος και των συμμαχιών, του οπορτουνισμού και της Αριστεράς. Όλες αυτές οι θεματικές εξετάζονται στην ιστορική τους διαδρομή στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα με εκτεταμένες αναφορές στον Λένιν, στους κλασσικούς και στις ιστορικές αντιπαραθέσεις που σφράγισαν τους δύο προηγούμενους αιώνες.
Η ματιά του συγγραφέα στο παρελθόν δεν είναι αυτή του ιστορικού αλλά του ενεργού πολιτικά αγωνιστή που αναζητά διεξόδους στο σήμερα συγκεκριμένα για τη χώρα μας. Αν αυτό ίσχυε και για τα δύο προηγούμενα βιβλία του, στο τελευταίο είναι πιο φανερό. Ασχολείται με την «ελληνική ιδιαιτερότητα», δηλαδή με τις ιδιομορφίες του ελληνικού καπιταλισμού που είχαν σαν αποτέλεσμα να χτυπηθεί με ιδιαίτερη δριμύτητα από την κρίση. Ολόκληρο το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα με εκτενή και συγκεκριμένη αναφορά σε κόμματα και οργανώσεις (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Πολλές φορές, οι παραπομπές στο Λένιν είναι αποσπασματικές και αλλοιώνουν το νόημα τους. Για παράδειγμα η παραπομπή στο άρθρο για την «εθνική υπερηφάνεια των Μεγαλορώσων προλετάριων» (σελ. 138 του βιβλίου, τ. 26 Άπαντα) εμφανίζει τον Λένιν «πατριώτη», ενώ η ίδια η παραπομπή και κυρίως όλο το άρθρο τονίζουν τα σοσιαλιστικά καθήκοντα των ρώσων προλετάριων, την ανάγκη αποκήρυξης του δουλικού παρελθόντος απέναντι στον τσάρο, την άρνηση του πολέμου και της καταπίεσης ενάντια σε άλλους λαούς και την ανάγκη της επανάστασης «ενάντια στη μοναρχία, τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές της πατρίδας του» (τ. 26 σελ 106)
Αναζητώντας διεξόδους
Η ματιά ενός ενεργού αγωνιστή
Αυτό που προκρίνει ο συγγραφέας στο βιβλίο του είναι ένα πολιτικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει ένα «μίνιμουμ συνδικαλιστικό πρόγραμμα που θα απευθύνεται σ όλο τον κόσμο της εργασίας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις του καθενός». Παράλληλα με αυτό, πρέπει να υπάρχει και ένα πολιτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει «την κατάργηση των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, την εθνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων κτλ» (σελ. 107). Το πρόγραμμα χαρακτηρίζεται αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό και συνάμα «βαθιά πατριωτικό» (σελ. 108). Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι έννοιες της πατρίδας και του πατριωτισμού «συνδέονται με τη σωτηρία του ελληνικού λαού και εντός της έννοιας του λαού δεν μπορεί να συμπεριληφθεί η αστική τάξη ή στρώματά της» (σελ. 108). Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι έτσι ταχυδακτυλουργικά ταυτίζεται η εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα με την πατρίδα. Η «πατρίδα» βέβαια δεν συμφωνεί καθόλου με ένα τέτοιο ορισμό!
Αναδεικνύοντας ο συγγραφέας στο βιβλίο του τον «πατριωτισμό» και την πάλη για «εθνική ανεξαρτησία» ως αναγκαία στοιχεία της πολιτικής γραμμής και της μετωπικής πολιτικής των αριστερών και των κομμουνιστών σήμερα, φέρνει παραδείγματα από την κατοχή του 1941-44 και τον αγώνα του ΕΑΜ. Παραδέχεται βέβαια ότι οι συνθήκες τότε ήταν διαφορετικές, χωρίς όμως να δίνει την απαιτούμενη σημασία σε αυτές τις διαφορές. Τότε υπήρχε μια τριπλή, μετά από πόλεμο και ήττα, στρατιωτική κατοχή που επέβαλλε τη λαϊκή πάλη για επιβίωση και εθνική ανεξαρτησία ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς (τα στρατεύματα κατοχής), ενώ ταυτόχρονα οι κομμουνιστές έβαζαν και τους στόχους της λαοκρατίας, της κοινωνικής απελευθέρωσης των εργαζόμενων και του λαού, δηλαδή στόχους ταξικούς. Το περιεχόμενο του αγώνα έπρεπε να είναι ταυτόχρονα εθνικό-πατριωτικό (ενάντια στα στρατεύματα κατοχής) και ταξικό (ενάντια στην αστική τάξη της Ελλάδας). Το πόσο επιτυχημένα συνδυάστηκαν αυτές οι δύο πλευρές είναι άλλο θέμα. Σήμερα, η επίθεση που δέχεται ο ελληνικός λαός προέρχεται από μια συμμαχία, ανισότιμη και ετεροβαρή ανάμεσα στην ελληνική αστική τάξη και στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, συμμαχία που εκφράζεται με την πάση θυσία παραμονή της χώρας μας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη με το αστικό μπλοκ του «μένουμε Ευρώπη» όπως εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα.
Η κατεύθυνση των μνημονίων ήταν εξαρχής η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η μείωση των συντάξεων και των μισθών και στην επόμενη αξιολόγηση είναι ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας, μέτρα που δεν θίγουν όλες τις τάξεις του έθνους αλλά τους εργαζόμενους και τα μεσαία στρώματα. Από αυτή την κατάσταση (εργαζόμενοι χωρίς δικαιώματα, εργοδότες χωρίς υποχρεώσεις) άμεσα και κυρίως μακροπρόθεσμα βγαίνει ωφελημένο το κεφάλαιο, γι’ αυτό όλοι οι εκφραστές του, αστικά κόμματα, επιμελητήρια, κράτος, ακόμα και η εκκλησία είναι φανατικά στρατευμένοι στον «ευρωπαϊκό» δρόμο της χώρας όπως και στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ κτλ. Σε αυτή βέβαια την ανισότιμη συμμαχία, η ελληνική αστική τάξη παραδίδει ένα μέρος από την υπεραξία μέσω της αποπληρωμής του χρέους (16% του ΑΕΠ το χρόνο) στους εξωτερικούς «συνεταίρους» της. Σίγουρα δεν της αρέσει η μοιρασιά, αλλά η βοήθεια για τη συντριβή της εργατικής τάξης της είναι πολύτιμη. Το καθεστώς της επιτροπείας και η μετατροπή της δημοκρατίας σε «άδειο πουκάμισο» στρέφονται κατά της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Το σύγχρονο δημοκρατικό ζήτημα. επομένως, η άρση της επιτροπείας και η έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ έχει εργατικό-λαϊκό χρώμα και όχι εθνικό-πατριωτικό, από τη στιγμή που ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στη χώρα.
Ο Βασίλης Λιόσης αναφερόμενος και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν θεωρεί το προτεινόμενο πρόγραμμα στόχων αντικαπιταλιστικό, γιατί «δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη δικτατορία του προλεταριάτου» (σελ 237) «ούτε καταργεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής» (σελ. 238), πράγμα που είναι σωστό — εξάλλου, τότε θα ήταν κομμουνιστικό πρόγραμμα. Παρακάτω, παραδέχεται πως «ακόμα κι αν το κεφάλαιο ανεχόταν την εφαρμογή ενός εκ των αιτημάτων, δεν θα δεχόταν ποτέ την εφαρμογή του συνόλου των αιτημάτων. Από αυτή την άποψη, «είναι ένα ρηξικέλευθο πρόγραμμα σύγκρουσης, αλλά ούτε αυτό δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως αντικαπιταλιστικού» (σελ. 239). Μα αυτή ακριβώς η πραγματικότητα και η μηδενική ανοχή του κεφαλαίου και των μηχανισμών του το καθιστούν τέτοιο. Η άρνηση του συγγραφέα να αποδεχτεί τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του προγράμματος, όπως και της πάλης για την ανατροπή του καθεστώτος της επιτροπείας προκύπτει από την επιδίωξη «τακτικών συμμαχιών» και «συγκρότησης ενός πλατιού μετώπου» για τα οποία δεν βοηθάει η χρήση της λέξης «αντικαπιταλιστικό», με δεδομένο το επίπεδο της συνείδησης του κόσμου και το επίπεδο που σήμερα βρίσκεται το κίνημα (σελ. 239).
Το χαρακτήρα της λαϊκής πάλης και του προγράμματος τον καθορίζει ο ταξικός αντίπαλος και η στόχοι που αυτός βάζει. Το «πρόγραμμα» πρέπει να παίρνει υπόψη του το «επίπεδο της συνείδησης», αλλά κυρίως είναι ένα εργαλείο για την αλλαγή της, χωρίς το τελευταίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει! Το επιδιωκόμενο πλατύ μέτωπο, αν δεν ξέρει από πού ξεκινάει και προς τα πού κατευθύνεται, είναι τυφλό μέτωπο.