του Παναγιώτη Μαυροειδή
Ναι» ή «Όχι» λοιπόν στην ανεξαρτησία της Καταλονίας από την Ισπανία; Με το αίτημα εθνικής αυτοδιάθεσης της Καταλονίας ή με τον επιθετικό εθνικισμό της Μαδρίτης;
Φαίνεται σαν ειδικό θέμα, καθώς οι Καταλανοί αποτελούν ένα αρχαίο έθνος με ξεχωριστή κουλτούρα και γλώσσα, ενώ και η διαμάχη έχει και διαχρονικό χαρακτήρα.
Εντελώς πρόσφατα, όμως, η Μεγάλη Βρετανία, μια ιμπεριαλιστική δύναμη, με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στη ΕΕ, αποφάσισε με δημοψήφισμα την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή η Σκοτία διεκδικεί την αποχώρηση από τη Βρετανία! Ο πλούσιος Ιταλικός Βορράς ζητάει αυτονομία. Στο Βέλγιο, οι αντιθέσεις Βαλόνων και Φλαμανδών οδηγούν συχνά σε αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης.
Υπάρχει, συνεπώς, μία εκ νέου ανάδυση του εθνικού ζητήματος, όχι μόνο εκεί όπου υπάρχει θέμα εθνικής ολοκλήρωσης, όπως στην περίπτωση των Κούρδων ή των Παλαιστινίων. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί η ένταση που παίρνει ειδικά μέσα στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου.
Έχουμε ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο, που συνίσταται στη βαθιά κρίση και σαφή απονομιμοποίηση στη λαϊκή συνείδηση τόσο υπερεθνικών υπερκρατικών «ολοκληρώσεων», όπως αυτή της ΕΕ όσο και ξεχωριστών εθνών-κρατών, δηλαδή και των δύο μορφών ενοποίησης που γέννησε η ανάδυση και ηγεμόνευση της αστικής τάξης.
Το έθνος-κράτος όριζε ένα σαφή τόπο/χώρο εξουσίας της αστικής τάξης άρα και άσκησης κυριαρχίας και οικονομικής δραστηριότητας. Αποτελούσε καταφύγιο αλλά και ορμητήριο εξόρμησης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η πολιτική του νομιμοποίηση απαιτούσε ένα κάποιο κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο με τις υποτελείς τάξεις, δηλαδή εγγυήσεις κοινωνικής προστασίας και διαφύλαξης ιστορικής συνέχειας.
Στο σύγχρονο καπιταλισμό έχουμε ανάπτυξη όχι μόνο μορφών καπιταλιστικής οικονομικής διεθνοποίησης αλλά και (πάντα ατελών) μορφών πολιτικής ολοκλήρωσης με κυρίαρχο παράδειγμα αυτό της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό τροποποιούνται σημαντικά οι όροι πολιτικής κυριαρχίας των ξεχωριστών εθνών-κρατών, γεγονός που επιφέρει τεράστιες αλλαγές.
Στη λαϊκή συνείδηση των πολιτών τους, τα κράτη δεν προσφέρουν πλέον τις εγγυήσεις που ιστορικά είχε υποσχεθεί το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο συγκρότησής τους. Αντίθετα, μπροστά στις εργαζόμενες μάζες όλο και περισσότερο εμφανίζονται δύο παράλληλες κινήσεις που ροκανίζουν τις παλιές κοινωνικές και πολιτικές συμβάσεις.
Από τη μια, υπάρχει μια κίνηση «από τα μέσα προς τα έξω», με ηθελημένη (συχνά εξαναγκαστικά ηθελημένη, αλλά ηθελημένη) μεταφορά εξουσιών από τα κράτη-έθνη προς υπερεθνικά κέντρα, τις αποφάσεις των οποίων φυσικά αδυνατούν ακόμη και τυπικά να ελέγξουν οι λαοί των πρώτων. Από την άλλη, αναπτύσσεται μια παράλληλη κίνηση «από τα κάτω προς τα πάνω», στο ίδιο των εσωτερικό των κρατών-εθνών, με περιστολή ακόμη και αυτής της κολοβής αστικής δημοκρατίας και αναβάθμιση αδιαφανών, εξωκοινοβουλευτικών μορφών διακυβέρνησης.
Οι συνέπειες αυτών των δύο αναπτυσσόμενων τάσεων είναι όλο και πιο φανερές όσο και δραματικές: Μεγάλη υποβάθμιση των κοινωνικών πολιτικών που αφορούν την πλειοψηφία, όσο και κάθε μορφής λαϊκού ελέγχου και τυπικής έστω κυριαρχίας.
Οι αποσχιστικές τάσεις φορούν εθνικά ενδύματα, αλλά δεν είναι στενά εθνικές. Αποτελούν μορφές διεκδίκησης ή ανάκτησης κυριαρχίας ή έστω αίσθησης κυριαρχίας και δυνατότητας ελέγχου πάνω στις συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών τάξεων σε ένα δοσμένο χώρο, που πλέον δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τα σύνορα του παλιού κράτους τους. Όπως πάντα, η αναζήτηση της απαραίτητης ταυτότητας, συχνά δανεισμένη από το παρελθόν, στην εθνική γλώσσα ή/και την θρησκεία, έρχεται να προσφέρει μια νέου τύπου νομιμο ποίηση που αναπτύσσεται παρά και ενάντια στο νόμο του όποιου «κέντρου».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αποσχιστικές τάσεις κάθε είδους, ειδικά στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, αναπτύσσονται ακόμη πιο γρήγορα μετά την μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 2008 και ακόμη ειδικότερα με την συνεχόμενη κρίση της ΕΕ. Συνδέονται πολύ στενά με την πολιτική διαπάλη και τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας (στην κυβερνητική διαχειριστική μορφή). Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το κίνημα για ανεξαρτησία της Καταλονίας πήρε φτερά, αμέσως μετά την κατάρρευση της ελπίδας «πολιτικής αλλαγής» στο κεντρικό Ισπανικό κράτος μέσω των Podemos, με την προσδοκία πως «εμείς εδώ στην Καταλονία ίσως μπορούμε». Το συνολικό πλέγμα των σύγχρονων αντιθέσεων καταρρίπτει τους μύθους περί μιας απόλυτης παγκοσμιοποίησης χωρίς αντιθέσεις που «αντικειμενικά» επιφέρει η καπιταλιστική ανάπτυξη και η οποία δήθεν απλά επιζητεί αριστερό τιμονιέρη για να αποκτήσει προοδευτικό πρόσημο. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση είναι πράγματι αναπτυσσόμενη τάση, που όμως προσκρούει στον ενδο-καπιταλιστικό ανταγωνισμό και στα εθνικά κεφάλαια που έχουν ως σταθερή αφετηρία τα χωριστά κράτη.
Η εποχή μας μυρίζει ανταγωνισμό, πόλεμο, αίμα, διάσπαση, προσφυγιά και φόβο, παρά ενοποίηση. Πρέπει να ερμηνεύσουμε και να καλοδεχτούμε την αποσύνθεση των αστικών ενοποιήσεων, είτε στην μορφή των εθνών-κρατών είτε στη μορφή των «ολοκληρώσεων». Οφείλουμε να προβάλουμε το δικό μας στρατηγικό πρόταγμα για μια νέα διεθνιστική κομμουνιστική ενοποίηση η οποία καταργώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, υπερβαίνει τους εθνικούς, θρησκευτικούς, φυλετικούς ή άλλους διαχωρισμούς μεταξύ των ανθρώπων. Όραμα μας δεν είναι ένας κονιορτοποιημένος κόσμος αντιμαχόμενων εθνικών ή θρησκευτικών ψηφίδων, που θα αναζητούν μάταια επιβίωση μέσω της αλληλοεξόντωσης. Ούτε ένας αλεσμένος ανθρώπινος πολτός ομοιόμορφα απλωμένος κατά τα γούστα της παγκόσμιας «κουλτούρας» της «αγοράς» που ενοποιεί τον κόσμο με τα εμπορικά σήματα και τους εξισώνει τεχνητά με την κατανάλωση των συμβόλων και σκουπιδιών της.
Η ομορφιά στη φύση βρίσκεται ακριβώς στην ποικιλία και όχι στην μονοχρωμία. Την ίδια ώρα, δε χρειάζεται και δεν υπάρχει κανένα απολύτως σύνορο μεταξύ των θαυμάτων της. Αυτή η ασύνορη ποικιλία είναι που κάνει ένα θαυμαστό ενιαίο κόσμο που πάλλεται. Ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν αντιστοιχεί «στη φύση του ανθρώπου», αλλά, αντίθετα, είναι ακριβώς «παρά φύσει» κοινωνικό σύστημα. Άλλωστε: «πρώτα μπήκαν τα αμπέλια και μετά τα σύνορα»…
Η στρατηγική αυτή αφετηρία, παρά την «αντικειμενική» ωριμότητα πραγμάτωσής της σήμερα, απέχει σημαντικά από μια δυνατότητα άμεσης υλοποίησης. Έτσι το σύνθημα για ένα κόσμο χωρίς σύνορα, σε μια πραγματικότητα όπου τα σύνορα φτιάχνονται και αλλάζουν με αίμα και όπου η πολιτική και στρατιωτική υπεροπλία των ηγεμονικών καπιταλιστικών δυνάμεων δίνει τον τόνο, δε θα βρίσκει δρόμο για ηγεμονία, χωρίς την αναγκαία τακτική απέναντι στα εθνικά κινήματα. Απαιτείται «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», χωρίς δογματισμούς.
«Ναι στον χωρισμό, ναι στην ανεξαρτησία της Καταλονίας, ως προϋπόθεση για μια νέα ενοποίηση». Αυτή περίπου είναι η στάση δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Καταλονία (CUP), σε επικοινωνία με το εθνικό αίσθημα, αλλά και σε αντιπαράθεση με τον φιλο-ΕΕ εθνικισμό της Δεξιάς και της εκεί Κεντροαριστεράς.
Από την άλλη, στην περίπτωση επανένωσης των δύο Γερμανιών μετά την «πτώση του τείχους» το 1989 η γερμανική ριζοσπαστική αριστερά, στάθηκε ενάντια προβάλλοντας το σύνθημα «ποτέ ξανά Γερμανία!» και μιλώντας για αποικιοκρατική προσάρτηση της ΛΔΓ. Ήταν μια σωστή πολιτική στάση, παρ’ότι δεν υπηρετούσε το κριτήριο της «εθνικής ολοκλήρωσης» που για τις επαναστατικές κομμουνιστικές δυνάμεις ούτε θέσφατο είναι, ούτε σύνθημα παντός καιρού…
Αντίστοιχα, τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική κομμουνιστική Αριστερά, με πολλές αποχρώσεις και διαφορές σε κάθε χώρα, δεν θέτουν ζήτημα εθνικής ενοποίησης με διπλή ένωση με Ελλάδα και Τουρκία των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αντίστοιχα. Αντίθετα, μιλούν για ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρο χωρίς ξένα στρατεύματα και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των κοινοτήτων.
Τα κριτήρια της επαναστατικής στάσης δεν είναι καθόλου αφηρημένα και απροσδιόριστα: Από τη μια πρέπει να υπάρχει η σταθερή πυξίδα της στρατηγικής δηλαδή η προοπτική ενοποίησης που θα υπερβαίνει εθνικούς και θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Από την άλλη, είναι αναγκαίο και εντός της τακτικής, να επιδιώκεται σταθερά το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα να ηγεμονεύει του εθνικού και όχι αντίστροφα.