Αυτός ο γύρος, εκτός απροόπτου, μοιάζει να λήγει με το θρίαμβο της Μαδρίτης έναντι της Βαρκελώνης στο ένα μέτωπο και με την επικράτηση της τάσης της υποταγής και του συμβιβασμού έναντι εκείνης της πολιτικής ανυπακοής και της σύγκρουσης μέχρι τέλους στο άλλο. Όμως, το ρήγμα της Καταλονίας δεν πρόκειται να κλείσει εδώ.
του Γιώργου Παυλόπουλου
Μέχρι τη Δευτέρα (με δυνατότητα παράτασης δύο-τριών ημερών) έχει διορία ο πρόεδρος της Καταλονίας για να απαντήσει στο τελεσίγραφο του Ραχόι και της Μαδρίτης και να δηλώσει ξεκάθαρα εάν κήρυξε ή όχι ανεξαρτησία. Εάν απαντήσει «ναι», τότε είναι βέβαιο ότι θα ενεργοποιηθεί πλήρως το άρθρο 155 του συντάγματος του 1978, το οποίο καταλύει κάθε είδος αυτονομίας της Καταλονίας και κηρύσσει την περιφέρεια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα εκτεθεί πλήρως, δικαιώντας την Ελ Παΐς και όλους όσοι τον χαρακτήρισαν χρησιμοποιώντας τον απολύτως ελληνικό όρο «κωλοτούμπας», που έγινε διεθνώς γνωστός με τα όσα έκανε ο Τσίπρας μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.
Προφανώς, ο Πουτζντεμόντ δεν είναι επαναστάτης ούτε έχει καμία πρόθεση να περάσει μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του σε μια ισπανική φυλακή. Όπως δεν ήταν επαναστάτης ούτε ο προκάτοχος και μέντοράς του Μας, ο οποίος το 2014 και υπό την απειλή αντίστοιχης καταστολής, είχε μετατρέψει το τότε δημοψήφισμα σε μια μη δεσμευτική έκφραση γνώμης – για να τιμωρηθεί με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Απλώς, ο νυν πρόεδρος εκτίμησε ότι έπρεπε και μπορούσε να πάει ένα βήμα πιο πέρα, ελπίζοντας να κερδίσει κάποιους πόντους στη διαπραγμάτευση με τη Μαδρίτη.
Έπεσε, όμως, έξω και πλέον όλα δείχνουν ότι βρίσκεται σε απόγνωση και απειλείται με άτακτη υποχώρηση. Το κράτος και το παρακράτος της Ισπανίας, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του κεφαλαίου και της αστικής της τάξης (της καταλανικής συμπεριλαμβανομένης, καθώς 540 μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει την έδρα τους εκτός Καταλονίας μετά την 1η Οκτωβρίου), η Κομισιόν και όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ, οι οίκοι αξιολόγησης και το ΔΝΤ που επέσεισαν το φάσμα της χρεοκοπίας, συγκρότησαν μια τρομακτική και πανίσχυρη ιερή συμμαχία. Διαμηνύοντας στον Πουτζντεμόντ ότι δεν θα του επέτρεπαν να κάνει ρούπι χωρίς να έχει τεράστιο κόστος – ακόμη και σε αίμα εάν χρειαζόταν. Μόλις δε έκανε την πρώτη υποχώρηση, διαψεύδοντας όσους είχαν πιστέψει ότι θα κήρυττε την ανεξαρτησία από τη βήμα της βουλής την περασμένη Τρίτη και επιβεβαιώνοντας εκείνους που είχαμε πει εξαρχής ότι επιδιώκει έναν καλύτερο συμβιβασμό, σάλπισαν γενική επίθεση. Μετέτρεψαν το μπαλάκι που επιχείρησε να τους πετάξει σε μπούμερανγκ το οποίο απειλεί να τον αποκεφαλίσει πολιτικά και τον εξευτέλισαν ακόμη και σε επικοινωνιακό επίπεδο, καλώντας τον αν τολμάει να πει ανοιχτά αυτό που θέλει. Έσφιξαν τον δικαστικό κλοιό γύρω από όλα τα βασικά στελέχη της κυβέρνησής του, απειλώντας τα με παραπομπή για εσχάτη προδοσία. Ταυτόχρονα, με την ευκαιρία της εθνικής εορτής της Ισπανίας στις 12 Οκτωβρίου (την ημέρα που ο Κολόμβος πάτησε το πόδι του στην Αμερική ανοίγοντας τον δρόμο στους κονκισταδόρες), έστειλαν στη Βαρκελώνη ορδές παρακρατικών «ούλτρας», νεοφασιστών και νοσταλγών του Φράνκο που φορούσαν τις φανέλες της Ρεάλ και της Εσπανιόλ.
Αυτό που απαιτούν τώρα από τον Πουτζντεμόντ είναι ακριβώς ό,τι απαίτησαν και οι «θεσμοί» από τον Τσίπρα, αμέσως μετά το δημοψήφισμα: Πλήρη και άνευ όρων συνθηκολόγηση, έτσι ώστε να τον περιφέρουν ως τρόπαιο και να τον αξιοποιήσουν ως παράδειγμα για το τι μπορεί να πάθει όποιος σηκώσει κεφάλι απέναντι στην κεντρική εξουσία και το κράτος.
Η αλήθεια δε είναι ότι τα περιθώρια που έχει είναι εξαιρετικά στενά και οι σύμμαχοί του έχουν λιγοστέψει. Τα εκατομμύρια των Καταλανών που αψήφισαν την τρομοκρατία της εθνοφυλακής και των ΜΑΤ του Ραχόι και συμμετείχαν στο δημοψήφισμα, οι εκατοντάδες χιλιάδες που συμμετείχαν στη μεγάλη γενική απεργία της 3ης Οκτωβρίου, όλοι τους βλέπουν πια με πολύ μεγάλη καχυποψία τον Πουτζντεμόντ και αναρωτιούνται για τους πραγματικούς του σκοπούς. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ακόμη και οι Βάσκοι, από τους οποίους ενδεχομένως θα περίμενε να τον στηρίξουν πιο επιθετικά και ενεργά, έχουν τηρήσει εξαιρετικά χαμηλούς τόνους, μην θέλοντας να διακινδυνεύσουν τα μεγάλα οικονομικά προνόμια που έχουν διασφαλίσει τα προηγούμενα χρόνια, ως αντάλλαγμα για να απομονώσουν την ΕΤΑ.
Έτσι, σε πολιτικό επίπεδο, μόνο το CUP εμμένει πλέον να στην άμεση κήρυξη ανεξαρτησίας, έστω κι αν αυτό σημαίνει την κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Μαδρίτη. Και στις τάξεις του, όμως, είναι φανερό ότι υπάρχει ταλάντευση και προβληματισμός – όπως ακριβώς είχε συμβεί και την περίοδο που αποφασιζόταν η συμμετοχή ή μη στην κυβέρνηση του Πουτζντεμόντ και είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει η πιο δεξιά τάση, που έδινε σαφές προβάδισμα στο εθνικό στοιχείο έναντι του ταξικού. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι οι βουλευτές του CUP δεν κατήγγειλαν τον πρόεδρο ούτε ήραν την υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση, κάτι που θα σήμαινε την αυτόματη πτώση της – διεκδικώντας παράλληλα την ηγεμονία ολόκληρου του ρεύματος σύγκρουσης με τη Μαδρίτη και, αντικειμενικά, με το μεγάλο κεφάλαιο.
Δεν αποκλείεται, βεβαίως, το CUP –που αναμφίβολα γνωρίζει πολύ καλύτερα την κατάσταση από εμάς– να εκτίμησε πως οι συσχετισμοί που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην καταλανική κοινωνία δεν ευνοούν ένα τέτοιο άλμα, που θα έπρεπε να συνοδεύεται και από διαφορετικές, αμεσοδημοκρατικές, μαζικές και ταξικές μορφές άσκησης εξουσίας. Να θεώρησε ότι οι δύο μεγάλες κοινωνικοπολιτικές συλλογικότητες που στήριξαν όλο το προηγούμενο διάστημα το αίτημα της ανεξαρτησίας δεν επαρκούν ή δεν αφήνουν περιθώρια διεκδίκησης της ηγεμονίας.
Ακόμη κι έτσι, όμως –και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποια έκπληξη πρώτου μεγέθους από τον Πουτζντεμόντ– αυτός ο γύρος μοιάζει να κρίνεται με τον θρίαμβο της Μαδρίτης έναντι της Βαρκελώνης στο ένα μέτωπο, αλλά και με την επικράτηση της τάσης της υποταγής και του συμβιβασμού έναντι εκείνης της πολιτικής ανυπακοής και της σύγκρουσης ως το τέλος στο άλλο.
Η υπόθεση, όμως, δεν τελειώνει εδώ και το ρήγμα αυτό δεν θα κλείσει εύκολα. Όχι μόνο επειδή το καταλανικό ζήτημα έχει πολύ βαθιές ρίζες, αλλά επειδή η κρίση του καπιταλισμού και των θεσμών του συνεχίζεται και εντείνεται.