«Στον τοίχο του σπιτιού μας ήταν κρεμασμένο ένα χαλί που απεικόνιζε ένα ελάφι. Μια μέρα ο πατέρας ρώτησε: Μπορείς να αγαπήσεις ένα πραγματικό ελάφι όσο αγαπάς αυτό εδώ; […] Ο πατέρας […] αφηγήθηκε την ιστορία ενός θλιμμένου νέου της Ιστανμπούλ. Ο θλιμμένος αυτός νεαρός είδε την εικόνα μιας γυναίκας και την ερωτεύτηκε, νύχτα μέρα ζούσε και είχε φαντασιώσεις για εκείνη τη γυναίκα. Όταν μια μέρα τη συνάντησε, αφού της έριξε μια ματιά, έστρεψε το βλέμμα του και δεν ένοιωσε την επιθυμία να την ξανακοιτάξει.
Εγώ αγαπώ τη γυναίκα της εικόνας, δεν αισθάνομαι τίποτα για την πραγματική γυναίκα, σκέφτηκε. Η καρδιά του νεαρού χτυπούσε όχι για την ίδια τη γυναίκα αλλά για το όραμά της. Ήταν παράξενη η αγάπη ή ο άνθρωπος; Ο πατέρας πρόσθεσε πως οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ ζούν έχοντας την ίδια ψυχική διάθεση. Οι άνθρωποι αυτοί αγαπούν περισσότερο τους πίνακες της Ιστανμπούλ που κρεμάνε στους τοίχους από τα δρομάκια στα οποία τριγυρίζουν καθημερινά […]. Πίνουν ρακί, αφηγούνται θρύλους, απαγγέλλουν ποιήματα και μετά ατενίζουν τους πίνακες κι αναστενάζουν […].
Οι πίνακες που ήταν κρεμασμένοι στα σπίτια, τα καφενεία, τους τόπους εργασίας, μπροστά αναπαριστούσαν το ορατό πρόσωπο της Ιστανμπούλ ενώ στο πίσω το αθέατο. Όλοι κοίταζαν μαγεμένοι τους πίνακες και κατόπιν έπεφταν για ύπνο γεμάτοι θλίψη. Χώριζαν στα δύο τον χρόνο όπως στον ύπνο και στην ξαγρύπνια […]. Τούτη η κουρασμένη πόλη έζησε ολοζώντανη στο παρελθόν, άσκησε μεγαλόπρεπη βασιλική εξουσία και τώρα έχει βυθιστεί στον ύπνο. Όπως τα μεγαλόπρεπα αρχοντικά έτσι και οι μεγαλόπρεπες αφηγήσεις καταπλακώθηκαν κάτω από τα ερείπια.
Οι κάτοικοι που πίστευαν σ’ αυτό λάτρευαν το παρελθόν Υπήρχε χρόνος έξω από τον παρόντα χρόνο; Αυτή εδώ η πόλη δεν ήταν ο τόπος που συγκέντρωνε όλους τους χρόνους; Ή μήπως εκείνη η πηγή ήταν μακριά από εμάς; Προτιμούσαν να ξεχάσουν τέτοιας λογής ερωτήσεις που έρχονταν στο μυαλό τους. Δεν κοίταζαν το κοντινό, αλλά το μακρινό. Χάρη στη λησμονιά άντεχαν τον πόνο, όμως δεν αντιλαμβάνονταν ότι ξεχνούσαν την παρούσα στιγμή […]. Αγαπούσαν μ’ έναν απελπισμένο έρωτα τις μακρινές εποχές, απαξίωναν την πόλη στην οποία κάθε πρωί άνοιγαν το μάτια τους […]. Γκρέμιζαν, έσπαζαν κι όταν γύριζαν κουρασμένοι στο σπίτι, τότε κοιμόντουσαν έχοντας στο προσκέφαλό τους μια ωραία εικόνα της Ιστανμπούλ»
(Από το μυθιστόρημα του Μπουρχάν Σονμέζ, Ιστανμπούλ, Ιστανμπούλ, εκδ. Καστανιώτη).