του Γιώργου Παυλόπουλου
Έχω πολύ Μακρόν στις προτάσεις μου», είπε την περασμένη Τετάρτη ο Γιούνκερ στην ετήσια ομιλία του για την ΕΕ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι βρίσκεται σε πλήρη σύμπνοια με το Παρίσι. Ο πρόεδρος της Κομισιόν ισχυρίστηκε πως τα πράγματα είναι σήμερα πολύ καλύτερα από ότι πριν ένα χρόνο, επικαλούμενος τη θετική πορεία της οικονομίας σε όλες τις χώρες-μέλη, καθώς οι δείκτες και το ΑΕΠ αυξάνονται. Έδωσε, έτσι, το σύνθημα για την εκπόνηση ενός νέου μεγάλου σχεδίου για το μέλλον της «ευρωπαϊκής ιδέας» και ολοκλήρωσης. Ένα μέλλον που, όπως είπε, θα περιλαμβάνει 30 χώρες, οι οποίες θα έχουν έναν κοινό ισχυρό πρόεδρο, έναν ακόμη πιο ισχυρό υπουργό Οικονομικών και ένα πανίσχυρο ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, το οποίο θα διαφεντεύει μια ανεξάρτητη (δηλαδή ανεξέλεγκτη) κεντρική τράπεζα. Λίγες ώρες μετά, ο Σόιμπλε δήλωνε ικανοποιημένος με τις γενικές κατευθύνσεις του Γιούνκερ, αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι πριν ανέβει στο βήμα της Ευρωβουλής είχε επικοινωνήσει με τη Μέρκελ, προκειμένου να πάρει το πράσινο φως. Την Πέμπτη, επίσης, ο ιταλός πρωθυπουργός Τζεντιλόνι και ο ημέτερος Τσίπρας, οι οποίοι συναντήθηκαν στην Κέρκυρα, συμφώνησαν με τα όσα είχε πει ο Γιούνκερ, έστω κι αν έσπευσαν να βάλουν μερικούς …αστερίσκους για το περιεχόμενο που θα πρέπει να έχει η περαιτέρω ολοκλήρωση της ΕΕ και της ευρωζώνης, ψελλίζοντας κάτι περί ισοτιμίας. Όσο για τον Ισπανό Ραχόι, προφανώς δεν έχει την πολυτέλεια να μην συμφωνήσει με τον Γιούνκερ, μπροστά στην «καταλανική απειλή» και το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου που απειλεί να προκαλέσει καταστάσεις τύπου Brexit στην καρδιά της Ευρώπης.
Έτσι, σε κυβερνητικό επίπεδο τουλάχιστον, από τους «παλιούς» της ΕΕ μόνο η Αυστρία βρέθηκε να διαφωνεί δημοσίως με τα όσα ειπώθηκαν στην Ευρωβουλή —μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι αυτό συνέβη κυρίως επειδή επίκεινται βουλευτικές εκλογές (στις 15 Οκτωβρίου) και οι κυβερνώντες του μεγάλου συνασπισμού φοβούνται το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας. Επί της ουσίας, όμως, τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες είπαν κάτι με το οποίο συμφωνούν όλοι οι προαναφερθέντες.
Είπαν, δηλαδή, ότι δεν μπορεί κανείς να γίνει μέλος ούτε της ΕΕ ούτε του ευρώ χωρίς να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια. Με άλλα λόγια, χωρίς η κυβέρνηση κάθε υποψήφιας προς ένταξη χώρας να έχει προηγουμένως «στίψει» τον λαό της, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του «εθνικού» κεφαλαίου — αλλά και συνολικά του ευρωπαϊκού, που καλείται να τα βγάλει πέρα σε ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον όπου οι ανταγωνισμοί οξύνονται διαρκώς.
Ώστε, λοιπόν, κάπου εδώ τελειώνουν οι αναλύσεις για την κρίση του μέχρι στιγμής πιο φιλόδοξου εγχειρήματος ολοκλήρωσης στην παγκόσμια ιστορία του καπιταλισμού; Άραγε, οι εκλογικές ήττες της Ακροδεξιάς και του «λαϊκισμού» στις εκλογές του 2017 έστειλαν το μήνυμα ότι το σύστημα είναι πολύ δυνατό για να απειληθεί και σκληρό για να πεθάνει; Τελικά, η ραγδαία ενσωμάτωση σε αυτό της κυβερνητικής Αριστεράς (τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Podemos και Πορτογαλίας) έδειξαν πως η αμφισβήτηση και η ανατροπή δεν είναι εφικτή σε αυτή την Ευρώπη; Και μήπως, ό,τι και να λέμε εμείς, οι αστικές τάξεις, αντιλαμβανόμενες τον κίνδυνο, αποφάσισαν τελικά να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους;
Ειδικά όσον αφορά στο τελευταίο, η απάντηση είναι απολύτως αρνητική: Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, έχοντας όντως αισθανθεί κάπως μεγαλύτερη σιγουριά, με τη βοήθεια και του χρήματος που τυπώνει ο Ντράγκι, επιχειρούν ένα αντιδραστικό άλμα προς τα εμπρός, εφαρμόζοντας το σχέδιο περί της «ΕΕ των πολλών ταχυτήτων» — τόσο ανάμεσα στα κράτη-μέλη (όπως προαναγγέλει η κατάργηση του βέτο στους πιο κρίσιμους τομείς και η συνεχής επιτροπεία των αδυνάμων) όσο και εντός των κοινωνιών της κάθε χώρας. Η δε έφοδος του Μακρόν στα εργασιακά δικαιώματα των Γάλλων αποδεικνύει ότι δεν είναι η ώρα των παραχωρήσεων, αλλά του νέου γύρου της λεηλασίας υπέρ του κεφαλαίου!
Υπάρχουν, αλήθεια, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να ανακόψουν αυτή την πορεία; Σίγουρα, δεν είναι η ΓΣΕΕ και η πλειοψηφία των ξεπουλημένων ευρωπαϊκών συνδικάτων. Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι ούτε οι κάθε λογής Τσίπρες που βάζουν τα καλά τους, έστω και χωρίς γραβάτα, για να στρώσουν το τραπέζι στους «επενδυτές». Και αναμφίβολα, ποτέ δεν ήταν η κάθε λογής ακροδεξιά, από τη Λεπέν μέχρι τη Χρυσή Αυγή, που αποτελεί το «μακρύ χέρι» του συστήματος για τις …ειδικές και βρόμικες δουλειές.
Αλλά, τότε, ποιες είναι και πού; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα της εποχής. Και η απάντηση βρίσκεται πολύ πιο κοντά μας από ό,τι ίσως νομίζουν (ή φοβούνται) οι περισσότεροι.