Το άρθρο της δασολόγου Εύης Λ. καταγράφει με συγκεκριμένο τρόπο τις αιτίες που καίνε τα δάση μας και οι οποίες βρίσκονται στα συμφέροντα και στην εμπρηστική πολιτική των κυβερνήσεων.
ΕΥΗ Λ., δασολόγος
Πλήθος εγκυκλίων για τον εύκολο αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων. Οι εμπρηστές έχουν στόχο…
Όσο πλησίαζε ο Αύγουστος ήταν κοινό μυστικό στους δασικούς ότι «φέτος θα καούμε». Από την αρχή της χρονιάς μετρήσαμε τριάντα περίπου Εγκυκλίους, Υπουργικές Αποφάσεις εφαρμοστικές του μνημονιακού δασικού νόμου 4280/14, αυτού των δασικών χαρτών 4467/17 και πολλών άλλων. Συνεχείς, αποσπασματικές προσπάθειες με στόχο κυρίως την κατοχύρωση -με fast track διαδικασίες- των ιδιωτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων σε βάρος των δημόσιων κοινωφελών. Νομικοί που ασχολούνται με τα δασικά μιλάνε για «αναμφίβολη αντισυνταγματικότητα μεγάλου μέρους των σύγχρονων νομοθετικών ρυθμίσεων»:
Δάση εκχερσωμένα μέχρι και το 2007(!), αλλάζουν χρήση για γεωργική καλλιέργεια με οικίσκο, αποθήκη, ρεύμα (βλέπε κατοπινές βίλλες) με καταβολή εξευτελιστικού ανταλλάγματος. Αυθαίρετη ανάκληση πράξεων κήρυξης αναδασωτέων, που συχνά υποκρύπτει νομιμοποίηση καμένων και εκχερσωμένων, αντίθετα στο άρθρο 117 του Συντάγματος. Αίρεση της απαγόρευσης νομιμοποίησης εκχερσώσεων σε δάση προστατευόμενων περιοχών, εθνικούς δρυμούς, Νατούρα.
Αποχαρακτηρισμός τεχνητών δασικών φυτειών (στο Ελληνικό ήταν το κύριο επιχείρημα), ενώ τέτοιες είναι τα περιαστικά δάση σε Υμηττό-Πάρνηθα κλπ. Απλή ένορκη βεβαίωση ως απόδειξη κατοχής δασικής έκτασης. Εξαίρεση από τους δασικούς χάρτες των «οικιστικών πυκνώσεων» αυθαίρετα, κατά δήλωση των δήμων, οδηγώντας σε ελαττωματικούς αντισυνταγματικούς δασικούς χάρτες, αυτοί σε ημιτελές δασολόγιο, κι αυτό σε κτηματολόγιο σύμφωνα με τα συμφέροντα.
Ο καταιγισμός δασικών νομοθετημάτων των τελευταίων χρόνων, από την μια αίρει ακόμα και την συνταγματική προστασία της δημόσιας δασικής περιουσίας, παραχωρώντας ξεκάθαρα δασική γη και δικαιώματα εκμετάλλευσης στο μεγάλο κεφάλαιο κι από την άλλη συνεχίζει το φαύλο κύκλο της από χρόνια ακολουθούμενης δασικής κρατικής πολιτικής, που μέσα από ένα κυκεώνα εγκυκλίων, εξαιρέσεων και παραθύρων, χαϊδεύει στην πλάτη και μικρότερα συμφέροντα, προκαλώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Γιατί λοιπόν, μεγάλα συμφέροντα να μην οπλίσουν το χέρι του εμπρηστή, όταν ξέρουν ότι πλέον χωρίς δασική βλάστηση με γρήγορες διαδικασίες, θα αποχαρακτηριστεί η έκταση και θα κατασκευάσουν άμεσα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ΑΠΕ, αυτοκινητόδρομοι ή και εγκαταστάσεις μελλοντικών αγωγών;
Γιατί μικρότερα συμφέροντα να μην οπλίσουν το χέρι του εμπρηστή, όταν βλέπουν ότι σε δέκα χρόνια θα έχουν νομιμοποιηθεί οι αυθαίρετες κατασκευές τους σε εκχερσωμένα ή καμένα δάση;
Έτσι, η ακολουθούμενη δασική πολιτική, κυρίως μέσω της πρόσφατης νομοθεσίας, αποτελεί μία σημαντικότατη αιτία της ιδιαίτερα μεγάλης φετινής καταστροφής.
Ταυτόχρονα, έχουμε ανεπαρκή πρόληψη, ελλιπή χρηματοδότηση κι οργάνωση κυρίως των επίγειων δυνάμεων, έλλειψη ενιαίου φορέα δασοπροστασίας. Να προσθέσουμε και τη χρόνια ανικανότητα της διοίκησης να λύσει το απλό θέμα: η όποια χρηματοδότηση να δίνεται στην αρχή της χρονιάς κι όχι να συντηρούνται οι δασικοί δρόμοι ή να γίνεται αποψίλωση Σεπτέμβρη και Οκτώβρη.
Και γενικότερες όμως αιτίες συντείνουν στη μεγέθυνση των καταστροφικών συνεπειών των πυρκαγιών, κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Η κλιματική αλλαγή, με τα έντονα καιρικά φαινόμενα (παρατεταμένη ξηρασία, αύξηση θερμοκρασίας, ισχυροί άνεμοι, μείωση βιοποικιλότητας-ανθεκτικότητας των οικοσυστημάτων) δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν τις πυρκαγιές. Όσο αυτή επιδεινώνεται, τόσο θα αυξάνονται οι μεγάλες πυρκαγιές και τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης-πυρόσβεσης απλά θα μετριάζουν την καταστρεπτικότητά τους.
Επίσης, ο τρόπος επέκτασης των πόλεων, με αυθαίρετη κατάληψη γης μέσα σε υψηλά δάση, με σπίτια, βιομηχανίες, χωματερές, διάσπαρτα μέσα σε δασικές περιοχές, αυξάνει τις πιθανότητες τυχαίων πυρκαγιών αλλά και εμπρησμών και μειώνει τις δυνατότητες αποτελεσματικού συντονισμού και πυρόσβεσης (ρίψεις νερού, ιδιωτικοί αδιέξοδοι δρόμοι, κ.α.). Επίσης, το εκτεταμένο δίκτυο της ΔΕΗ με τα γυμνά καλώδια μέσα σε δάση και τον ελλιπή καθαρισμό του από χόρτα-κλαδιά, οδηγεί συχνά σε πυρκαγιές.
Η πρόταση από παλιά, των δασικών φορέων, υιοθετημένη απ’ τα αριστερά και όχι μόνο κόμματα, που δεν έγινε ποτέ πράξη, είναι: Ενιαίος Φορέας Δασοπροστασίας, με μόνιμο προσωπικό όλο το χρόνο, που θα έχει την ευθύνη της πυροπροστασίας, πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης.
Όσο για τη σταθερά μειούμενη κάθε χρόνο χρηματοδότηση, το θέμα είναι και ο στρεβλός προσανατολισμός της κυρίως προς την καταστολή (και ειδικά στα εναέρια μέσα σε σχέση με τα επίγεια) και όχι στην πρόληψη. Εκεί κυρίως όπου εξυπηρετούνται οικονομικά και πολιτικά (γενικά και τοπικά) μεγάλα ή μικρότερα συμφέροντα. Σήμερα, ενοικιάζεται από ιδιωτικές εταιρείες μεγάλο μέρος των εναέριων μέσων, καθώς και όλα τα βυτιοφόρα, και μηχανήματα έργου, στα πλαίσια της πολιτικής προστασίας, είτε χρησιμοποιηθούν είτε όχι. Και εδώ μιλάμε για αρκετά μεγάλα κονδύλια κι ένα κύκλωμα με ημετέρους προμηθευτές και διαπλοκή τόσο στο υπουργείο αλλά και σε περιφέρειες-δήμους. Μη ξεχνάμε το σκάνδαλο με τις μίζες για τα ελικόπτερα (ο Σμπώκος, τότε Γενικός Γραμματέας Δασών, ισόβια στον Κορυδαλλό).
Επίσης, κυριαρχεί ο λάθος προσανατολισμός με προτεραιότητα στη διαφύλαξη της ιδιωτικής περιουσίας έναντι της δημόσιας, λογική που σχεδιάζουν να περάσουν και στην αναθεώρηση του Συντάγματος (όπου μέχρι σήμερα προβλέπεται το αντίθετο). Επιλέγουν κυρίως να διαφυλαχθεί άμεσα η «περιουσία» του «κάθε πολίτη» (βλέπε ιδιοκτήτες βιλών στα δάση). Έτσι, δεν δίνεται σημασία και χρηματοδότηση στην πρόληψη που αφορά όλη τη δημόσια δασική περιουσία, αλλά στην στοχευμένη πυρόσβεση που αφορά ευθέως την ιδιωτική. Αφήνονται να καίγονται μεγάλες δασικές εκτάσεις και επικεντρώνονται εκεί που υπάρχουν σπίτια, κυρίως βίλες ή τουριστικά συμφέροντα που θα πληγούν. Χαρακτηριστικές ήταν οι εκφράσεις δημοσιογράφων και δημάρχων (Ζάκυνθος, Κύθηρα, κ.α.): «Η τουριστική ζωή συνεχίζεται κανονικά, ο κόσμος δεν φοβάται, είναι στις παραλίες, μην ανησυχείτε, δεν κινδυνεύουν βίλες και ξενοδοχεία», την ώρα που η φωτιά ανεξέλεγκτη έκαιγε τα δάση.
Πυρκαγιές: Διαχρονικά ελλείμματα στην αντιμετώπιση
Μια αποτελεσματική πολιτική πυροπροστασίας των δασικών οικοσυστημάτων, θα έπρεπε να προβλέπει πρώτο την πυροπροστασία-πρόληψη με διαχείριση των δασών (καθαρισμό ξερών κλάδων, υλοτόμηση δέντρων, αραίωση πυκνών νεοφυτειών και υποβλάστησης, αποψίλωση χόρτων, εμπλουτισμό φύτευσης με μη πυρόφιλα είδη), ώστε να έχουμε ελάττωση της καύσιμης ύλης, επιβράδυνση μετάδοσης της φωτιάς, μη μετατροπή μιας έρπουσας πυρκαγιάς σε επικόρυφη, διευκόλυνση πρόσβασης των πυροσβεστών. Επίσης, απαιτείται συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου και των αντιπυρικών ζωνών, δίκτυο δεξαμενών νερού κ.α.
Δεύτερο, την πυρανίχνευση από δίκτυο διάσπαρτων πυροφυλακίων-παρατηρητηρίων, στελεχωμένων με προσωπικό που θα επιτηρεί-ανιχνεύει-επεμβαίνει στο πρώτο δεκάλεπτο κάθε πυρκαγιάς, εξοπλισμένο με ελαφρού τύπου πυροσβεστικά οχήματα κατάλληλα να ελιχθούν και να φθάσουν αμέσως στη φωτιά.
Τρίτο, τη δασοπυρόσβεση-καταστολή, δηλαδή το σύνολο των μέτρων που παίρνονται (συντονισμός φορέων, ανθρώπινο δυναμικό, επίγεια και εναέρια μέσα), για την πλήρη κατάσβεση μιας πυρκαγιάς που έχει πάρει πλέον διαστάσεις.
Όμως, από τις τρείς παραπάνω πλευρές καμιά δεν λειτουργεί σύμφωνα με τις ανάγκες. Η πρώτη (πυροπροστασία-πρόληψη) έχει απομείνει πλήρως υποβαθμισμένη στη Δασική Υπηρεσία, με μηδαμινή χρηματοδότηση, αποστελέχωση από προσωπικό και προσανατολισμό σε ιδιοκτησιακά προβλήματα.
Η δεύτερη πλευρά (πυρανίχνευση-άμεση επέμβαση) έχει αφεθεί σε εθελοντές χωρίς κατάλληλα μέσα, εξοπλισμό, γνώσεις, χωρίς ασφάλιση και ασφαλείς όρους εργασίας. Εθελοντικές ομάδες δημιουργούνται σε όλο και περισσότερους δήμους. Εργαζόμενοι στην πυροσβεστική υπηρεσία καταγγέλλουν στοχευμένη απαξίωση των δημόσιων δομών και προθέσεις ιδιωτικοποίησης της πυρόσβεσης, στα πλαίσια των δήμων, μακροπρόθεσμα με ανταποδοτικά τέλη.
Η τρίτη πλευρά (δασοπυρόσβεση-καταστολή) από το 1998 ανατέθηκε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, αλλά χωρίς να μεταφερθεί η τεχνογνωσία της Δασικής Υπηρεσίας και των υπαλλήλων της για το δασικό περιβάλλον και η εμπειρία του ιδιαίτερου χαρακτήρα των δασικών πυρκαγιών. Με πυροσβεστικά οχήματα που αντί να είναι διάσπαρτα σε ετοιμότητα πάνω στα βουνά, έχαναν ώρα για να φτάσουν από τις βάσεις τους μέσα στις πόλεις, στον τόπο της φωτιάς και σε περιοχές που δεν γνωρίζουν τη γεωγραφία τους. Συνέπειες, η αύξηση της καμένης επιφάνειας ανά πυρκαγιά, αλλά και περισσότερα ατυχήματα πυροσβεστών, αφού οι ίδιοι άνθρωποι με εξαντλητικά ωράρια, καλούνται ταυτόχρονα σε αστικές και δασικές πυρκαγιές.