Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Παύλου Μουρουζίδη συμπεραίνουμε πως τα «Σκαρπίνια» (εκδόσεις Νησίδες) έχουν σκοπό να μας ταξιδέψουν στο παρελθόν. Πώς όμως και με τι όχημα και για ποιο λόγο και σε ποιο παρελθόν
παρουσίαση: Βασίλης Τσιράκης
Τα Σκαρπίνια ακροβατούν ανάμεσα στην νοσταλγική αναπόληση και στην οργή, στο σαρκασμό και το χιούμορ
Από το πρώτο κι όλας διήγημα παρατηρούμε μια γλώσσα εύστοχη και διεισδυτική, χωρίς πολλά επίθετα και περιττά στολίδια και ένα ύφος λιτό χωρίς κομπασμούς και μεγάλα λόγια. Κάθε λέξη δικαιολογεί το λόγο ύπαρξης της περιγράφοντας με ακρίβεια και λεπτομέρειες στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής και γεγονότα παλιότερων αλλά και νεότερων χρόνων.
Τα έντεκα διηγήματα της συλλογής καλύπτουν χρονικά την εποχή από τον εμφύλιο ως την ύστερη μεταπολίτευση και είναι γραμμένα όλα με στοργικότητα και τρυφερότητα, ακόμα κι όταν εξιστορούν γεγονότα τραγικά και επώδυνα. Αν και δεν συγκροτούν ενιαία θεματική, θα λέγαμε πως κοινός τους παρονομαστής είναι η επικέντρωση τους στον κόσμο των «κάτω», του μεροκάματου και της φτωχολογιάς. Οι ήρωες των «Σκαρπινιών» δεν είναι έξω από την κοινωνία και τα προβλήματα της, είναι άνθρωποι λαϊκοί που βιώνουν και αισθάνονται μέχρι το μεδούλι το βάρος της εποχής τους, σε αντίθεση με ουκ ολίγα ευπώλητα πεζογραφήματα όπου οι ήρωες κατά κάποιο μαγικό τρόπο δεν πηγαίνουν ποτέ στη δουλειά τους, δεν ασχολούνται με αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, σαν να ζουν σε κάποιο άλλο κόσμο.
Στην πλειοψηφία των διηγημάτων είναι παρούσα, άμεσα ή έμμεσα, η αριστερά, χωρίς όμως σε κανένα από αυτά ο συγγραφέας να πέφτει στην παγίδα του εξωραϊσμένου πολιτικού λόγου, όπου αποκαλύπτεται με τον ένα ή άλλο τρόπο η πολιτική θέση του γράφοντος. Αντίθετα ο τρόπος που υπάρχει η αριστερά στα διηγήματα επιβεβαιώνει τη ρήση πως η τέχνη δεν είναι δικαστής, δεν μένει δηλαδή στο επίπεδο της καταδίκης των κακώς κειμένων, αλλά προσπαθεί κυρίως να καταλάβει.
Ο τρόπος που τα «Σκαρπίνια» βλέπουν το παρελθόν μοιάζει με μεγεθυντικό φακό πάνω σε «ασήμαντα» γεγονότα που ίσως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τα αναδείξει. Άλλωστε η λογοτεχνία υπάρχει για να μας μιλήσει γι’ αυτά που δεν μπορεί να «δει» η πολιτική ή η επιστήμη και να μας αποκαλύψει εκτός των άλλων και απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι ο συγγραφέας χωρίς να καταφεύγει στο φολκλόρ, αφηγείται γεγονότα που άκουσε ή και έζησε, όπως ακριβώς ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος αποτυπώνει τις πινελιές του στον καμβά.
Όμως η βιωματική γραφή και πολύ περισσότερο η αυτοβιογραφική είναι δίκοπο μαχαίρι για τον γράφοντα. Από τη μια υπάρχει η ευκολία της άμεσης και αδιαμεσολάβητης προσέγγισης του γεγονότος, από την άλλη όμως ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της συναισθηματικής ταύτισης του συγγραφέα με το θέμα του, όπου ο γράφων φουσκώνοντας τα συναισθήματά του για να τα καταστήσει πειστικά μπορεί να πέσει στην παγίδα του μελό. O κίνδυνος δηλαδή να καταστεί ο συγγραφέας υποχείριο του θέματος του, αντί να αποστασιοποιηθεί από αυτό ώστε να μπορέσει να ανακαλύψει και να φιλτράρει τα καθολικά, τα οικουμενικά στοιχεία του και να τα μεταπλάσει στη γλώσσα της λογοτεχνίας. Γιατί αν δεν συμβεί το δεύτερο ο συγγραφέας γίνεται απλά ένας ιμάντας μεταβίβασης των συναισθημάτων του στο χαρτί.
Τα Σκαρπίνια ακροβατώντας ανάμεσα στην νοσταλγική αναπόληση και στην οργή, στο σαρκασμό και το χιούμορ και προκρίνοντας σε αρκετές περιπτώσεις μια ειρωνεία εκλεπτυσμένη και καμουφλαρισμένη, στέκονται με αξιοπρέπεια απέναντι και στο πιο δύσκολο στοίχημα κάθε συγγραφικής απόπειρας, δηλαδή τα βαθειά νοήματα να κρύβονται μέσα σε ανάλαφρες λέξεις, ώστε αυτές να μην πέφτουν βαριές πάνω στο κείμενο και το βουλιάξουν.
Ο Παύλος Μουρουζίδης γεννήθηκε το 1968 στην Πεντάβρυσο Καστοριάς και μεγάλωσε στην Πτολεμαίδα. Είναι χημικός μηχανικός και εργάζεται στο χώρο της ηλεκτροπαραωγής, σε εργοστάσια νέων ΑΗΣ ανά τη χώρα. Το 2015 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Συστηματική Φιλοσοφία Κοινωνικών Επιστημών. Είναι τακτικός συνεργάτης στο περιοδικό «Τετράδια Μαρξισμού», ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εβδομαδιαίες (ΠΡΙΝ) και επαρχιακές εφημερίδες.