του Γιάννη Φωτίου
Απολογισμό της τελευταίας διετίας επιχείρησε να κάνει στην εισηγητική ομιλία του ο Δημήτρης Κουτσούμπας, στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο πλαίσιο της 82ης ΔΕΘ.
Τόνισε ότι τώρα που έκλεισαν δύο χρόνια της κυβέρνησης η οποία αυτοδιαφημίστηκε ως «πρώτη φορά Αριστερά», ήρθε η ώρα να κάνουν «ταμείο» όλοι οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα κ.λπ. Βασικές αιχμές της ομιλίας του ήταν ότι ο λαός πρέπει να «διδαχτεί από την πείρα του» και να «βγάλει συμπεράσματα».
Ο γ.γ. του ΚΚΕ προχώρησε σε μια ζοφερή περιγραφή της εφιαλτικής πραγματικότητας που βιώνουν σήμερα όσοι ζουν και προσπαθούν να εργαστούν στην Ελλάδα και με την οποία δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς όπως και με την πρόβλεψε πως τα χειρότερα έρχονται: «Τα λόγια περιττεύουν. Η πολιτική που εφαρμόζουν ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μιλά από μόνη της», συμπλήρωσε.
Επίσης ανέλυσε αρκετά αναλυτικά τη σημερινή κατάσταση και λιγότερο διεξοδικά την πρόταση του ΚΚΕ. Ο γ.γ. απεύθυνε κάλεσμα στον ελληνικό λαό να συμπορευτεί με το ΚΚΕ και να παλέψει μαζί του για την οικοδόμηση ενός «μαχητικού, ταξικού, εργατικού- λαϊκού τείχους αντίστασης» με φιλολαϊκά αιτήματα.
Το καίριο ερώτημα στο οποίο στάθηκαν και αρκετοί δημοσιογράφοι στις ερωτήσεις τους ήταν γιατί οι εργαζόμενοι, που μπορούν πλέον να κρίνουν βασισμένοι στην πείρα τους και βλέπουν τη θέση τους διαρκώς να επιδεινώνεται και τα δικαιώματα τους να διαλύονται, δεν πείθονται από την πρόταση του ΚΚΕ. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας έριξε το μπαλάκι στο «εργατικό-λαϊκό κίνημα» το οποίο πρέπει να «μεταφράσει την απογοήτευση» σε «ώριμη πείρα». Μια ορατή αδυναμία της συγκεκριμένης πρότασης ότι είναι αρκετά αυτοαναφορική και συμπυκνώνεται σε δύο κεντρικούς πυλώνες: τη «μεγάλη άνοδο της δύναμης του ΚΚΕ παντού» ως «μοναδική ελπιδοφόρα επιλογή για τους εργαζόμενους» και τη συμπόρευση με το ΚΚΕ στο δρόμο του αγώνα. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, διευκρίνισε: «Υπάρχει και μια δύναμη, το ΚΚΕ, όπως υπάρχουν κι άλλες ριζοσπαστικές, πολιτικές, κοινωνικές δυνάμεις, μέσα στο λαό, που δρουν μέσα στο κίνημα που έχουν όχι μόνο οράματα, αλλά έχουν και προτάσεις, έχουν και σχέδιο». Θα είχε ενδιαφέρον να μας ξεκαθαρίσει ο γ.γ. του ΚΚΕ ποιες ακριβώς είναι αυτές οι «άλλες ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις», αλλά αν επιχειρούσαμε μια εκτίμηση, προφανώς αναφέρεται στα ημι-αυθόρμητα κοινωνικά στρώματα που από διαφορετική αφετηρία βλέπουν ότι τα συμφέροντα τους κινούνται στην ίδια κατεύθυνση με τους στόχους του ΚΚΕ και το ακολουθούν στο ΠΑΜΕ και τις υπόλοιπες μετωπικές του κινήσεις (ΕΕΔΥΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ, ΟΓΕ) και «ας μη συμφωνούν σε όλα». Σε ερώτηση για την πιθανότητα κοινής συμπόρευση με άλλες αριστερές δυνάμεις όπως π.χ. τη ΛΑΕ. ο Δημήτρης Κουτσούμπας δήλωσε ανοιχτός σε συμμαχία –όχι με την ηγεσία– αλλά με απλούς εργαζόμενους που ακολουθούν τώρα άλλους σχηματισμούς. Αρκεί οι εργαζόμενοι αυτοί να συμπορευτούν με το ΚΚΕ. Επιβεβαιώνεται έτσι η εκτίμηση ότι το πρόβλημα με την ιδιοκτησιακή στάση του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα είναι η υποβάθμιση και απαξίωση κάθε κοινωνικού σκιρτήματος το οποίο δεν ελέγχει. Είναι χαρακτηριστική η αντιφατική στάση του ΚΚΕ στο θέμα του κινήματος κατά της επένδυσης της Eλντοράντο καθώς επιμένει να μην κλείσει το εργοστάσιο στις Σκουριές και τάσσεται υπέρ της «αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου» με κοινωνικό έλεγχο.
Λίγο πολύ ο Δημήτρης Κουτσούμπας χαρακτήρισε –αρκετά υποτιμητικά για το κίνημα– τη διαμάχη μεταξύ των κατοίκων της Χαλκιδικής και του ομίλου Ελντοράντο ως «διαμάχη μονοπωλιακών ομίλων και κλάδων του κεφαλαίου είτε στη Χαλκιδική είτε αλλού, που έχουν τα δικά τους συμφέροντα».
Σε ερώτηση του συντάκτη του Πριν Χρήστου Αβραμίδη γιατί το ΠΑΜΕ δεν ενώνει τις δυνάμεις του με τις άλλες συλλογικότητες ενάντια στον κοινό εχθρό προκειμένου να ακυρωθούν οι πλειστηριασμοί ο Δ. Κουτσούμπας ζήτησε από τον δημοσιογράφο της εφημερίδας μας να απευθύνει το ερώτημα στα συνδικάτα και στην Κομματική Οργάνωση Θεσσαλονίκης. Επίσης σε ερώτημα σχετικά με την εναντίωση του ΚΚΕ στην επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, ο Δ. Κουτσούμπας απάντησε ότι η κύρια ένσταση του ΚΚΕ αφορά την τεκνοθεσία ομοφυλόφιλων ζευγαριών από τη σκοπιά της «σωστής ανάπτυξης του παιδιού».