του Θανάση Σκαμνάκη
Μαζεύονται χρόνια το ένα πάνω στ’ άλλο, κι άμα το δεις σαν να φορτώνεσαι το βάρος τους νοιώθεις πως γίνονται ασήκωτα κι αυτά κι εσύ κι όσα ακολουθούν. Μπορεί, όμως, να μην είναι η ποσότητα, αλλά τι περιέχουν και, προ πάντων, τι προσδοκούν. Γιατί υπάρχει πάντα το φως, που ορίζει την ελαφρότητα των ημερών και των χρόνων. Και τότε τα βάρη γίνονται λιγότερα, ίσως μάλιστα κι ασήμαντα. Λογαριασμοί, παλιοί και νέοι, είτε εξοφλήθηκαν είτε όχι, είτε ζητούν μια επιβεβαίωση είτε απλώς υπενθυμίζουν πως υπάρχουν, ξαναδιαβάζονται ως υποσχέσεις. Το παν δεν είναι η αρίθμηση, αλλά το νόημά της. Το παν δεν είναι η ζωή, αλλά η έννοια που παίρνει. Συνειρμοί για τους ανθρώπους, γενικά και ειδικά.
Από την εφηβεία μου τους παρατηρούσα. Τους έβλεπα, απροσποίητοι να περπατούν στην άκρη του ρείθρου. Τώρα θα πέσουν, τώρα σώθηκαν, σα μαγική εικόνα εναλλαγών. Αιωρούμενοι σε όλη τη ζωή τους. Ανάμεσα σε ιδέες επικίνδυνες και σε ασφαλείς διελεύσεις. Αμφισβητώντας συχνά τον εαυτό τους και ξανακερδίζοντας αυτοπεποίθηση από ασήμαντα εξωτερικά συμβάντα — μιά συγκατάνευση;
Αποχώρησαν ξέροντας και αγνοώντας. Στην ίδια αναλογία. Δεν τους έφτασε το μερίδιο της αλήθειας και της βεβαιότητας που κατακτήσανε, διεκδικούσανε και το μερίδιο της αυταπάτης. Την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας. Ποιητές, εν ολοκληρία. Πείσμονες και εύθραυστοι. Εξόριστοι — πολλές φορές στο ίδιο τους το σπίτι ή το κόμμα τους. Όχι ήρωες. Όχι πιστοί. Όχι αταλάντευτοι.
Ο κόσμος ανασαίνει με θόρυβο, κι άλλες φορές χωρίς να βγάζει άχνα. Ανάμεσα στη σιωπή και στη φασαρία υπήρχαν πάντα. Παρόντες σαν μην ήταν εκεί, σαν να ανήκαν σε ένα άλλο μέλλον, που δεν το ήξεραν, αλλά και δεν τους απασχολούσε. Εκείνοι το εδώ εκπλήρωναν. Κι ήταν φορές που μικροπιάνονταν, μικραίνοντας κι εκείνοι. Κι άλλες φορές συνήργησαν σε φτηνές απομιμήσεις του σχεδίου τους. Πώς αλλιώς να διασχίσουν τόσο πυρετό; Δεν πέρασαν από τις εποχές, όπως η υπολοχαγός Νατάσα, χωρίς να αγγιχτεί στο παραμικρό το μακιγιάζ και το χτένισμα. Άλλαζαν. Αλλά αναγνωρίζονταν πάντα από κάποια εμφανή σήματα, κάποια αστραπή στο βάθος των ματιών τους ή τις αυλακιές στο μέτωπο, που δίναν σημασία στα ελάχιστα.
Τους ζήτησα να κοινωνήσω των αχράντων τους. Δεν ήξεραν τι να μου δώσουν. Δεν είχαν επίγνωση του μεγέθους και της απλότητάς τους.
Άνθρωποι των ημερών μας. Δικοί μας και μακρινοί, ταυτόχρονα.