Πλήθος κόσμου, εκατοντάδες φίλοι, σύντροφοι και συνάδελφοι έδωσαν το παρών στο κοιμητήριο της Καισαριανής την περασμένη Τρίτη 4 Απρίλη για να τιμήσουν και να αποχαιρετήσουν τον Νίκο Στεφανή.
του Μάκη Γεωργιάδη
Πλήθος κόσμου, εκατοντάδες φίλοι, σύντροφοι και συνάδελφοι έδωσαν το παρών στο κοιμητήριο της Καισαριανής την περασμένη Τρίτη 4 Απρίλη για να τιμήσουν και να αποχαιρετήσουν τον Νίκο Στεφανή.
Ο Νίκος Στεφανής, ένας από τους πιο πρωτοπόρους και ανυπότακτους αγωνιστές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της μεταπολίτευσης, έφυγε πρόωρα από τη ζωή για το «τελευταίο του μπάρκο» το προπερασμένο Σάββατο το πρωί σε ηλικία 68 ετών.
Εκεί ήταν η οικογένει του, τα αδέρφια του που ταξίδεψαν από την Αμερική και τη Λακωνία για το στερνό αντίο, οι φίλοι του, οι σύντροφοί του από τις μέρες της ΚΝΕ της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, ναυτεργάτες και εργάτες που αγωνίστηκαν μαζί του. Στην Καισαριανή, την Τρίτη, σημαντική ήταν η παρουσία αγωνιστών όχι μόνο από το ΝΑΡ και την αντικαπιταλιστική Αριστερά αλλά και από το χώρο του ΚΚΕ, του ΠΑΜΕ, της Λαϊκής Ενότητας κ.α.
«Έφυγε αλλά θα είναι πάντα εδώ, δίπλα μας, μαζί με την οικογένειά του, μαζί με τους φίλους του που χάθηκαν, με τους συντρόφους του στο Νέο Αριστερό Ρεύμα και τη νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, στο ευρύτερο κομμουνιστικό ρεύμα και όλη τη μαχόμενη Αριστερά, στο δύσκολο αγώνα για τη ριζική ανασυγκρότησή τους», είπε μεταξύ άλλων στον αποχαιρετισμό του ο Κώστας Μάρκου εκ μέρους της Πολιτικής Επιτροπής του Νέου Αριστερού Ρεύματος για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Και συνέχισε: «Θα είναι μαζί μας σε όλα τα σχέδιά μας, στις τρικυμισμένες θάλασσες που έρχονται, στις θύελλες που ετοιμάζονται να χτυπήσουν αδυσώπητα το λαό μας και την ανθρωπότητα. […] Θα είναι μαζί μας στον αγώνα ενάντιά τους για την πιο σκληρή, για την πιο ευγενική νίκη, με το κρυφό χαμόγελό του και τη λεβεντιά του Πάρνωνα. Στητό κατάρτι, όμορφος, σκεπτόμενος και λιγομίλητος, σεμνός και ασυμβίβαστος. Επαναστάτης και κομμουνιστής, όχι τόσο της παλιάς όσο της νέας εποχής».
Ο Δημήτρης Τσίτκανος, εργάτης μετάλλου, στον αποχαιρετισμό του επισήμανε ότι «το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας δεν θα είχε τη μορφή που έχει σήμερα αν δεν υπήρχε ο Νίκος Στεφανής. Ο σύντροφος Νίκος, με την αταλάντευτη στάση του και τη θεωρητική του συμβολή, και ας μην είχε γράψει ένα βιβλίο, και πάνω απ’ όλα με τη σεμνότητά του, μας δίδαξε ποιο είναι το ήθος της εργατικής τάξης και έδειξε ποιος είναι ο κομμουνιστικός πολιτισμός». Όπως τόνισε: «Στη δράση του συντρόφου Νίκου είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πότε πάλευε γι’ αυτά που συνήθως αποκαλούμε μικρά και πότε πάλευε για τα μεγάλα. Ανατρέχοντας στο παρελθόν η πρωτοπόρα δράση του στους ναυτεργάτες ξεκίνησε με την πάλη ενάντια στον εργοδοτικό συνδικαλισμό, ωστόσο έγραψε μια από τις πιο λαμπρές σελίδες παλεύοντας για να μπει μια ταξική σφραγίδα στην πάλη του ναυτεργατικού κινήματος. Συμμετέχοντας ενεργά τότε μέσα από το ΚΚΕ, το πέτυχε κόντρα στον καιρό που από παντού φύσαγε ενσωμάτωση, συνδιαλλαγή και ψευδαισθήσεις. Αλλά και μετά από την κατάρρευση, όταν πλέον όλα τα πλάκωνε η απογοήτευση, μέσα από το ΝΑΡ πλέον, ο σύντροφος Νίκος ήταν από τους συντρόφους που επέμειναν να κρατήσουμε τη σημαία ψηλά. Είχε βαθιά πίστη στην ταξική πάλη και την εργατική τάξη. Για αυτό επέμεινε στην κομμουνιστική επαναθεμελίωση και την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος». Επίσης, ο Δημήτρης Τσίτκανος τόνισε ότι «ο σύντροφος Νίκος πορευόταν πάντα με σεμνότητα, μακριά από κάθε ιδιοκτησιακή λογική. Δεν του άρεσαν τα μεγάλα λόγια. Ήταν εργάτης-διανοούμενος, ήταν πρωτοπόρος μαχητής γιατί αφουγκραζόταν τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία και είχε τη βαθιά πίστη ότι εκεί έπρεπε να αναζητήσουμε την υπεροχή του κόμματος του δικού μας οράματος». Και συμπλήρωσε: «Τιμάμε τη μνήμη του δηλώνοντας πως συνεχίζοντας το δρόμο που άνοιξε, συνεχίζουμε να παλεύουμε για το μερτικό από τη χαρά που μας κλέβουν για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Καλές θάλασσες, καπετάνιε».
Για τον Νίκο μίλησε και η Μαριάννα Τζιαντζή, από την παλιά φρουρά των φίλων του. «Ήταν ο Νίκος και τόσοι άλλοι. […] Ποτέ δεν θα καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, αλλά θα διάλεγε μια θέση ανάμεσα στους πολλούς. Κατά προτίμηση στη γαλαρία. Ήταν παιδί της γαλαρίας, της πλατείας, του καφενείου και όχι του πριβέ θεωρείου. Δεν ζήλεψε, δεν πόθησε την πρώτη θέση. Και πώς να ζηλέψει αφού ο ίδιος ήταν η πρώτη θέση, η πρωτοπορία όχι απλώς της τάξης αλλά του ανθρώπου».
«[…] Ο Νίκος ήταν κομμουνιστής, αλλά ποτέ δεν ήταν το χαϊδεμένο παιδί της κομματικής ηγεσίας, όπως και ποτέ δεν ήταν το χαϊδεμένο παιδί των εφοπλιστών. Κάθε άλλο. Στη μαύρη λίστα της εργοδοσίας ήταν ο Νίκος, όπως κι άλλοι σύντροφοί του ναύτες και μηχανικοί. Η κομμουνιστική, η εργατική ταυτότητα του Νίκου ήταν αυτός ο ίδιος: το πρόσωπο, το σώμα, η φωνή, η κίνησή του, η δράση του. Χωρίς να το επιδιώκει. Ήταν κάτι το αυτονόητο. Κάτι που οι απόκληροι, οι εργάτες, οι νέοι το έπιαναν στον αέρα. Ο Νίκος τους κατακτούσε χωρίς να το επιδιώκει. Όπως μας κατακτούν, μας επιβάλλονται τα τραγούδια του Βαμβακάρη. Εξάλλου, ο ίδιος ο Νίκος έμοιαζε, μοιάζει με τραγούδι του Μάρκου: λιτός, απέριττος, μάγκας με φλέβα αριστοκράτη. Γι’ αυτό και τον αγαπούσαν όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, που για το χατήρι του ήταν πρόθυμοι “θυσία να γενούνε”».