Οι Θέσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ για το 20ο συνέδριο του κόμματος περιέχουν πλήθος διαπιστώσεων, αλλά λείπουν τα κρίσιμα «γιατί;» έγινε το ένα ή το άλλο. Το αποτέλεσμα είναι να μην τίθενται για συζήτηση ούτε το γιατί το κόμμα δεν μπόρεσε να ενισχυθεί στις πρωτοφανείς συνθήκες της προηγούμενης οκταετίας ούτε η ορθότητα των πολιτικών κατευθύνσεων.
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Την Τρίτη 14 Μάρτη 2017 ολοκληρώθηκε ο δημόσιος προσυνεδριακός διάλογος για το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ, το οποίο ξεκινά την επόμενη βδομάδα. Τα συνέδρια της Αριστεράς διεξάγονται με γνώμονα την υπηρέτηση του κινήματος. Απαιτούν επομένως έναν απολογισμό, τη γνώση και ερμηνεία της συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία με τη σειρά τους πλουτίζουν.
Τα αστικά επιτελεία κάνουν δημόσια τον απολογισμό της τελευταίας οκταετίας, σχεδιάζουν τις κινήσεις τους. Συνασπισμένοι. Η Καθημερινή στις 19 Μάρτη, δια του Παπαχελά κάνει απολογισμό της εφταετίας 2009-2016.
Εκφράζει ευχαριστίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σημερινή κυβέρνηση γιατί «στα χρόνια της μεταπολίτευσης το εκκρεμές πήγε πάρα πολύ αριστερά» και «χρειάστηκε μια “αριστερή” κυβέρνηση για να σπρώξει το εκκρεμές προς το Κέντρο, εκεί όπου έπρεπε να είναι εξαρχής». Κάνει ένα συνολικό πολιτικό απολογισμό. «Κανείς μας, συνεχίζει, όσο και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να το πετύχει αυτό τα τελευταία σαράντα και κάτι χρόνια. Όποιος το δοκίμασε γεύθηκε την πικρία εκείνου που παλεύει μόνος του απέναντι στις μυλόπετρες της Ιστορίας… Καμία δεξιά ή κεντρώα κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να σκεφθεί Πάσχα με το Στρατό στο Σύνταγμα ή επανάληψη της εκπομπής “Αρετή και Τόλμη”. Συνέβη όμως επί αριστερής διακυβέρνησης. Τα ίδια με τις ιδιωτικοποιήσεις και την ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων.
Ακόμη ένα ταμπού που γκρεμίσθηκε είναι ο αντιαμερικανισμός. Σήμερα έχουμε μια αριστερή κυβέρνηση που επιδιώκει ανοικτά, και χωρίς περιστροφές, τη στενή σχέση με τις ΗΠΑ, είτε με Ομπάμα πρόεδρο είτε με Τραμπ. Ο μόνος φόβος, σε μια κοινωνία χωρίς σταθερές, είναι να ξεφύγει το εκκρεμές και να πάει πολύ, πολύ δεξιά…».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και οι «θεσμοί», εφτά χρόνια από το ξέσπασμα της πρωτοφανούς, κανιβαλικής πολιτικής, συζητούν για το μίγμα μιας σφοδρότερης επίθεσης σε βάρος των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων και του απεργιακού δικαιώματος. Η επίθεση επαναλαμβάνεται γιατί οι «θεσμοί» εκτιμούν πως με τη στάση της κυβέρνησης και τους υπάρχοντες κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, αυτή μπορεί να έχει αποτελέσματα για το κεφάλαιο.
Τα παραπάνω αποτελούν απλή περιγραφή της πραγματικότητας, τίποτα περισσότερο. Το ζήτημα όμως είναι όχι γιατί συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν, αλλά γιατί φτάσαμε να μπορούν και συμβαίνουν. Τέτοια «γιατί» δεν τίθενται στην εισήγηση της ΚΕ προς το 20ο συνέδριο. Όπως και στο προηγούμενο γίνονται αξιόλογες καταγραφές και περιγραφές, αλλά αποτιμήσεις και ερμηνείες (κυρίως) δεν δίνονται.
Η κρίση γεννά αντιφατικές κοινωνικές συμπεριφορές. Η κίνηση των μαζών εμφανίζεται, υποχωρεί και επανεμφανίζεται πολλές φορές με απρόσμενες μορφές. Εξ ου και το κίνημα γύρω από τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, η παρουσία στο Brexit των εργατικών-λαϊκών μαζών, το φαινόμενο Κόρμπιν στη Βρετανία, το ιταλικό δημοψήφισμα, οι μεγάλες κινητοποιήσεις στην Πολωνία για τις αμβλώσεις, το αποτυχημένο ενάντια στους πρόσφυγες δημοψήφισμα στην Ουγγαρία, το κίνημα ενάντια στον Τραμπ αλλά και η σχετική αναταραχή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που προκαλεί η πολιτική του.
Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπαίνει καν στον κόπο να τα ερμηνεύσει. Όλα είναι αναχώματα ενός καλοσχεδιασμένου σχεδίου από παντοδύναμα αστικά επιτελεία. Αλλά καταμεσής της κρίσης η αστική τάξη είναι σε κατάσταση δύναμης ή αδυναμίας και γι αυτό, επειδή δεν μπορεί να εντάξει με ομαλούς τρόπους την εργατική τάξη στην πολιτική της, χρησιμοποιεί την πολεμική, δικαστική, οικονομική και εξωοικονομική βία; Ο εγκλωβισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ σε απλουστευτικά πολιτικά σχήματα την οδηγεί στην υποτίμηση των αντιφατικών και σύνθετων διεργασιών που πραγματοποιούνται στη συνείδηση των λαϊκών μαζών. Το 2009 η εισήγηση της ΚΕ προς τους συνέδρους του 18ου συνεδρίου «διαπιστώνει ότι το Κόμμα είναι σε φάση προόδου και ωρίμανσης, περισσότερο ατσαλωμένο και έμπειρο». Λίγα χρόνια αργότερα, από το 2013 και μετά καταγράφεται η υποχώρηση της πολιτικής και εκλογικής του επιρροής, η υποχώρηση και του συνδικαλιστικού κινήματος. Γιατί; Πως συμβαίνει να είναι σε άνοδο το κόμμα και τελικά να υποχωρεί, να συνεχίζει την κάθοδο το κίνημα;
Τα ντοκουμέντα των συνεδρίων σημειώνουν πως οι αποφάσεις «παρά τις επιμέρους αδυναμίες και κενά» δείχνουν γενικά τη σωστή κατεύθυνση. Μέχρι πότε όμως θα συνεχίζεται αυτό το μόνιμο μοτίβο; Έως πότε οι «αδυναμίες και καθυστερήσεις στη δράση κομμουνιστών και κομμουνιστριών που δουλεύουν στο κίνημα», η «λειψή κατανόηση της στρατηγικής σημασίας κοινωνικής συμμαχίας, αλλά και η υποτίμηση της συνθετότητας και δυσκολίας» θα αποτελούν το ερμηνευτικό θεμέλιο της «γραμμής»; Τέτοιες λογικές αργά ή γρήγορα εκπνέουν, συμπαρασύροντας και το μόνιμο στόχο κάθε συνεδρίου για ατσαλένιο και αναπτυσσόμενο κόμμα.
Στη θέση 49 το κείμενο θέσεων για το 20ο συνέδριο αναφέρει ότι: «Το ΚΚΕ έχει την ικανότητα να ηγηθεί μεγάλων αγώνων». Αλλά το 2012 πάνω από τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους. Ηγήθηκε των αγώνων το ΚΚΕ; Αν όχι τι έφταιξε και δεν έγινε αυτό που είχε την ικανότητα να κάνει; Τι δεν πήγε καλά και καρπώθηκε τους αγώνες του 2010-2012 ο ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί να συνεχίζεται η λογική πως καταμεσής αυτής της κοσμοχαλασιάς είναι κάτι σαν αυτονόητο η ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και κάτι ως μοιραίο η εμφάνιση μόνο αναχωμάτων; Αλλά και μόνο «εντείνονται οι διεργασίες διαμόρφωσης νέων αναχωμάτων, από δυνάμεις της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΝΑΡ, ακόμη και φυγόκεντρες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ;». Ούτε μαχόμενες ρεφορμιστικές δυνάμεις, ούτε μικρές έστω, ανολοκλήρωτες, επαναστατικές δυνάμεις δημιουργούνται; Και τότε η διαλεκτική που πάει, ισχύει; Μπορεί να συνεχίσει ο κεντρικός στόχος της συγκρότησης της λαϊκής συμμαχίας να είναι ταυτόχρονα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο; Και μάλιστα αυτό να αποτελείται προς ώρας μόνο από τα ΠΑΜΕ, ΠΑΣΥ, ΠΑΣΕΒΕ, ΟΓΕ και ΜΑΣ και να φορτώνεται πολιτικά καθήκοντα από το σήμερα ως και τη νίκη της επανάστασης λες και τα μέτωπα είναι ένα συνεχές πλαστικό που τεντώνεται κατά το δοκούν; Μπορεί εν ολίγοις, υπογραμμίζουν μειοψηφικά άρθρα, να συνεχίζεται η ίδια γραμμή έστω συνεπέστερα;
Δεν αρκεί το «εξακολουθούμε να υπάρχουμε»
Η επιστροφή στο Στάλιν δεν είναι αριστερή στροφή
Θέλοντας να μετατοπιστούν αριστερότερα στελέχη όλης σχεδόν της κομματικής ιεραρχίας, στον εσωκομματικό διάλογο,επιστρέφουν στο Στάλιν παραθέτοντας κείμενα του. Παραβλέπουν πως το ‘44-45 ο Τολιάτι ήταν υπουργός Δικαιοσύνης της ιταλικής κυβέρνησης, το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα τέθηκε υπό τον ντε Γκωλ και οι Έλληνες κομμουνιστές υπό το Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτή η νοσταλγία για «τις παλιές καλές εποχές» δεν μπορεί να ερμηνεύσει το χθες, να φωτίσει το αύριο, να ωθήσει το σήμερα σε αριστερά, ανατρεπτικά μονοπάτια.
Στη συνέντευξη που έδωσε ο γραμματέας του ΚΚΕ στις 19 Μάρτη ενόψει του 20ου συνεδρίου τονίζει. «Το ότι “μένουμε ακόμα ζωντανοί” σαν λαός, σαν εργατικό λαϊκό κίνημα, είναι μεγάλη, μοναδική θα έλεγα, η συνεισφορά του ΚΚΕ». Αυτό είναι λοιπόν, σωθήκαμε, εξακολουθούμε να υπάρχουμε. Αλλά όπως η Ιστορία δείχνει στην Αριστερά ειδικά, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη φύση, όποια οργάνωση γεννηθεί εξακολουθεί να υπάρχει εσαεί. Το ζήτημα όμως δεν είναι να υπάρχουμε αλλά «να υπάρχουμε πάντα και την ωραία μας νιότη να ζηλεύει η Ιστορία».
Τα αστικά επιτελεία έχουν συλλάβει το ζήτημα. «Πρόκειται», γράφει η Εστία για την εισήγηση της ΚΕ προς το 20ο συνέδριο, «για μία εξαιρετική ανάλυση της εσωτερικής και της διεθνούς επικαιρότητας χωρίς παρωπίδες — τύφλα να έχουν οι προβλέψεις του Economist. Οι κομμουνιστές έχουν μικρή επιρροή στην κοινωνία αλλά διαθέτουν ισχυρή τεκμηρίωση, αναλυτική ικανότητα και άριστη πληροφόρηση».
Η αστική τάξη έφερε το ΔΝΤ, την ΕΕ, και την ΕΚΤ στην Ελλάδα με κάλεσμα της τότε κυβέρνησης για να αλλάξουν καταθλιπτικά οι συσχετισμοί σε βάρος του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Δημιούργησε μια νέα κατάσταση. Όσο το ΚΚΕ πολιτεύεται όπως πολιτεύεται, όσο η κατάσταση στην ήδη υπάρχουσα Αριστερά και το κίνημα θα παραμένουν εκεί που είναι, η αστική τάξη δεν φοβάται. Φοβάται τις τυφλές καταστροφικές κοινωνικές εκρήξεις που μπορεί να προκαλέσει η κρίση και η αντιλαϊκή πολιτική της. Υπολογίζει όμως τον κίνδυνο που περικλείει η δυνατότητα επανεμφάνισης με «νέα ρούχα και νέα πανοπλία» της Αριστεράς της εργατικής πολιτικής και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται ανάλογη συλλογική και προσωπική στράτευση.