Λεπέν και Μακρόν μοιάζουν να έχουν ξεχωρίσει για τον δεύτερο γύρο, με τον δεύτερο να θεωρείται το μεγάλο φαβορί. Την ίδια στιγμή, τέσσερις (από τους συνολικά 11) υποψήφιοι παρουσιάζονται ως οι γνήσιοι εκφραστές της γαλλικής Αριστεράς — από τον «Σάντερς της Γαλλίας» Αμόν και τον Μελανσόν (που στηρίζεται και από το ΚΚ) μέχρι τους εκπροσώπους της Εργατικής Πάλης και του NPA.
της Δανάης Μαραγκουδάκη
Συνολικά 11 είναι οι υποψήφιοι για τη γαλλική προεδρία στις 23 Απριλίου με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις να δείχνουν πως Λεπέν και Μακρόν δίνουν μάχη για την πρωτιά με ένα ποσοστό της τάξης του 24-27%, ενώ ο Φιγιόν είναι τρίτος στο 19% με τη δημοτικότητά του να φθείρεται λόγω των αλεπάλληλων σκανδάλων, ενώ Αμόν και Μελανσόν φαίνεται να δίνουν μάχη για την τέταρτη θέση με ποσοστά που κυμαίνονται στο 12%. Για την ώρα δε, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει κριθεί ποιος (ή ποια) θα είναι πρόεδρος της Γαλλίας μετά το δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου και πολλά φαίνεται πως θα κριθούν στην προσέλευση των Γάλλων στις κάλπες. Σε κάθε περίπτωση, οι «εξισώσεις» με τις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία είναι αυθαίρετες, μιας και ανάμεσα στις δύο χώρες και τις κοινωνίες τους υπάρχουν σημαντικές διαφορές — ανάμεσα στα άλλα, η νεολαία που φαίνεται πως στη μία περίπτωση έδωσε τη νίκη στον Ρούτε, στη Γαλλία τάσσεται σε ποσοστό άνω του 40% υπέρ της Λεπέν…
Ούτε η πρώτη τηλεμαχία των πέντε επικρατέστερων υποψηφίων, στις αρχές της εβδομάδας, δεν ξεκαθάρισε το τοπίο, καθώς οι περισσότεροι φάνηκαν προσεκτικοί στις θέσεις τους — είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η Λεπέν απέφυγε να ταχθεί σαφώς υπέρ του λεγόμενου Frexit, δηλαδή της εξόδου της Γαλλίας από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Σε αυτό το τοπίο, πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται πως η Αριστερά χάνει μια μεγάλη ευκαιρία να μπει «σφήνα», κάτι που θα μπορούσε να γίνει –όπως λένε– με μια συνεργασία ανάμεσα στον Αμόν και τον Μελανσόν. Υπενθυμίζεται ότι ο πρώτος, ο οποίος θεωρείται εκπρόσωπός της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων Σοσιαλιστών και από αρκετά ξένα Μέσα (κυρίως αμερικανικά) αποκαλείται ως ο «Μπέρνι Σάντερς της Γαλλίας», κατάφερε να κάνει την έκπληξη να να κερδίσει το χρίσμα του υποψηφίου από τον πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς.
Σε μια εποχή που η απήχηση του κόμματος φθίνει –γεγονός που αποτυπώθηκε στην προσέλευση των ψηφοφόρων για την εκλογή προέδρου, με σχεδόν 1 εκατ. λιγότερους (περίπου 2 εκατ. ψήφισαν φέτος σε αντίθεση με τα 2,9 εκατ. το 2011)– ο Αμόν δηλώνει ότι επιδιώκει να «κάνει την καρδιά της Γαλλίας να χτυπάει δυνατά». Υπόσχεται 750 ευρώ κατώτατο μισθό, αυξήσεις στους φόρους για τους πλούσιους και για τα εργοστάσια που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα, αλλά και νομιμοποίηση της κάναβης. Αναφέρεται στην Αριστερά λέγοντας πως είναι «η οικογένειά του, η ταυτότητά του, η ζωή του και η περηφάνια του». Ασκεί κριτική στο κυβερνών «Κόμμα του Χρήματος» και στους φιλελεύθερους, τονίζοντας πως δεν μπορούν να αντιπαλέψουν την Ακροδεξιά και αυτό γιατί εξαιτίας των φιλελεύθερων έχει σαρώσει την Ευρώπη.
Το πολιτικό στοίχημα για τον σοσιαλιστή υποψήφιο, όπως δηλώνει ο ίδιος, είναι να βρει πολιτικό χώρο για να εκφραστεί η «ανανεωτική πράσινη Αριστερά», ανάμεσα στον ανεξάρτητο πρώην υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησης Ολάντ, Εμανουέλ Μακρόν, και τον αριστερό υποψήφιο Ζαν-Λικ Μελανσόν, που κατεβαίνει με το σχήμα «Ανυπότακτη Γαλλία». Ο Μελανσόν θεωρείται ικανότατος ρήτορας και ο πρώτος «YouTuber πολιτικός» στην ιστορία της χώρας, ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται πως έχει περίπου 200.000 ακόλουθους. Μάλιστα, οι υποστηρικτές του πλημμύρισαν τη Βαστίλη την περασμένη εβδομάδα, με τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης να κάνουν λόγο για μια μεγαλειώδη συγκέντρωση 130.000 ανθρώπων. «Είμαστε όλοι παιδιά της Επανάστασης», δήλωσε ο ίδιος μιλώντας στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, κάνοντας αναφορά στον Βίκτορ Ουγκό.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι χωρίς τη στήριξη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (που τον περασμένο Νοέμβριο τάχθηκε υπέρ της υποψηφιότητάς του), ο Μελανσόν πιθανότατα δεν θα κατάφερνε να συγκεντρώσει τις απαραίτητες 500 υπογραφές εκλεγμένων «αρχόντων» για να είναι υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές.
Υπενθυμίζεται ότι ο Μελανσόν ήταν γερουσιαστής του Σοσιαλιστικού Κόμματος έως ότου διαφώνησε με την πολιτική του και αποχώρησε, για να ιδρύσει το 2008 το Κόμμα της Αριστεράς. Στο πρόγραμμά του κυριαρχούν θέσεις όπως η καθιέρωση του δικαιώματος ψήφου στα 16, η ανάληψη μεγαλύτερων εξουσιών από το κοινοβούλιο, ενώ παράλληλα γίνεται λόγος για αναγκαίες φιλολαϊκές αλλαγές στα μέσα παραγωγής (χωρίς, πάντως, να τίθεται σαφώς θέμα κοινωνικής ιδιοκτησίας τους), στο εμπόριο και στην κατανάλωση. Στο ίδιο πρόγραμμα, ωστόσο, δεν γίνεται σαφής αναφορά για στη θέση του κόμματος απέναντι στα ευρωπαϊκά όργανα και τους θεσμούς, παρά μόνο μια γενικόλογη κριτική, στο πλαίσιο της οποίας ασκεί κριτική για ελλιπή δημοκρατία εντός της ΕΕ. Επίσης, ενδιαφέρον έχει και η προσωποκεντρική τάση που έχει επιβάλει στην προεκλογική του εκστρατεία ο Μελανσόν, προκαλώντας αντιδράσεις στον κόσμο της γαλλικής Αριστεράς.
Από εκεί και πέρα, η Ναταλί Αρτό είναι η υποψήφια της Lutte Ouvrière (Εργατική Πάλη) και όπως δηλώνει «δεν θέλω να με ψηφίσετε γιατί εγώ θα αλλάξω τα πράγματα, αλλά γιατί μαζί θα ακούσουμε τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας». Σύμφωνα με τη διακήρυξη του κόμματος, χρειάζεται απαγόρευση των απολύσεων και αξιοπρεπείς μισθοί, με 1.800 ευρώ καθαρά. «Οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που λειτουργούν τις επιχειρήσεις, άρα πρέπει να μπορούν και να τις ελέγξουν». Όπως τονίζει, για να γίνουν αυτά χρειάζεται αγώνας από τις δυνάμεις της εργασίας ενάντια στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.
Το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (NPA) κατέρχεται με υποψήφιο τον Φιλίπ Ποτού, εργάτη στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις τάξεις του έγινε έντονη συζήτηση για το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον Μελανσόν ή απλώς στήριξής του. Η τάση αυτή δεν επικράτησε τελικώς και ένας από τους λόγους που επικαλείται το NPA για την απόφασή του αυτή είναι ότι το πρώην στέλεχος των Σοσιαλιστών προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον λαό στρέφοντάς τον προς τον λαϊκισμό, καπηλευόμενος τις θέσεις και τις ψήφους της Αριστεράς.