του Άρη Χατζηστεφάνου
«Οι αυτονομιστές παίζουν την καλύτερη μουσική μέχρι τη στιγμή που τα όπλα του ρεαλισμού κάνουν τα όργανά τους να σιγήσουν», έγραφε στον Γκάρντιαν ο πάντα ψύχραιμος αρθρογράφος Σάιμον Τζένκινς, για να συμπληρώσει αμέσως μετά με ισχυρές δόσεις αγγλικού φλέγματος: Αν η ηγεσία τους θέλει ένα ακόμη δημοψήφισμα «ας τους το δώσουμε και ας τους αφήσουμε να βράσουν στο ζουμί τους».
Ο Τζένκινς αποτελούσε μάλλον την εξαίρεση στον βρετανικό Τύπο, που αντιμετώπισε με υστερικές τσιρίδες το αίτημα της πρωθυπουργού της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζιον, για τη διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος για ανεξαρτητοποίηση. Καθώς το αγγλικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο και η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι προσπαθούσαν να καθορίσουν τους όρους της διαδικασίας εξόδου από την ΕΕ, η επιστροφή του δημοψηφίσματος φάνταζε σαν μια νέα απειλή για τη σταθερότητα που ζητούσαν οι χρηματιστές στο Σίτι του Λονδίνου. Τελικά, σαν μια κακοστημένη αρχαία ελληνική τραγωδία, ο απομηχανής θεός που έφερε την αποκλιμάκωση της κρίσης ήταν η τρομοκρατική επίθεση στο Λονδίνο, εξαιτίας της οποίας αναβλήθηκε για την επόμενη Τετάρτη η σχετική ψηφοφορία που βρισκόταν σε εξέλιξη στο σκωτσέζικο κοινοβούλιο…
Το πρόβλημα που συνδέει τις παράλληλες πλέον διεργασίες για το Brexit και το αίτημα δεύτερου δημοψηφίσματος στη Σκωτία, είναι ότι η βρετανική Αριστερά άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στους πολιτικούς εκπροσώπους των αστικών τάξεων των δυο περιοχών του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην Αγγλία δίνεται η μάχη ώστε να διατηρηθεί η πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά και να κερδηθεί η συνεργασία με τις οικονομίες Ασίας και ΗΠΑ, χωρίς τις διαμεσολαβήσεις των Βρυξελλών και τον έλεγχο του Βερολίνου. Αντίστοιχα, η οικονομική ελίτ της Σκωτίας αναζητά τρόπους για να παραμείνει στην ΕΕ στη μετά Brexit εποχή. Αν και η ΕΕ έχει ξεκαθαρίσει ότι οι Σκωτσέζοι θα πρέπει να περιμένουν στην ουρά, ξεκινώντας σχεδόν από το μηδέν νέες ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αρκετοί στο Δουβλίνο πιστεύουν ότι η ανεξαρτητοποίηση, πριν την ολοκλήρωση του Brexit στο τέλος της δεκαετίας, θα βοηθήσει τα σχέδιά τους.
Καμία από αυτές τις μάχες, βέβαια, δεν αφορά τα εργατικά στρώματα της Αγγλίας και της Σκωτίας, τα οποία και στις δυο περιπτώσεις βλέπουν στα δημοψηφίσματα μια ευκαιρία να εκφράσουν την οργή τους στις πολιτικές λιτότητας και την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι στο σκωτσέζικο δημοψήφισμα του 2014 το 55.3% ψήφισε «Όχι», τα μεγαλύτερα ποσοστά του «Ναι» καταγράφηκαν στις φτωχότερες περιοχές, που μαστίζονται από την ανεργία. Σήμερα δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα ποσοστά υπέρ και κατά της ανεξαρτησίας βρίσκονται στο 50-50.
Το πρόβλημα για τη σκωτσέζικη Αριστερά, δηλαδή κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Εργατικό και το Σκωτικό Σοσιαλιστικό, είναι πώς θα στηρίξουν το αίτημα της ανεξαρτητοποίησης χωρίς να ταυτιστούν με τον εθνικιστικό λόγο της Στέρτζιον. Ακόμη και έτσι, βέβαια, δίνουν ένα πολύ πιο καθαρό και ριζοσπαστικό αγώνα σε σχέση με τις κυρίαρχες δυνάμεις της βρετανικής Αριστεράς, που είδαν την ΕΕ σαν σωτηρία στην άνοδο της Ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα, ακόμη και σήμερα, ο Τζέρεμι Κόρμπιν των Εργατικών να σέρνεται πίσω από τις αποφάσεις των αντιπάλων του. Αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του επικρίνοντας την ΕΕ, τελικά στήριξε στο δημοψήφισμα την παραμονή της Βρετανίας σε αυτήν και τώρα ζητά από τους συντηρητικούς (δια)κοσμητικές βελτιώσεις.