της Μαριάννας Τζιαντζή
Η Ζενί, μια όμορφη γιατρός γύρω στα 30, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στο «Άγνωστο κορίτσι», την όγδοη και μια από τις ωραιότερες ταινίες των αδελφών Νταρντέν. Η Ζενί φαίνεται από πρώτη ματιά μάλλον άχρωμη: χαμηλών τόνων, λιγόλογη, διόλου φιλάρεσκη, τυπική, ευσυνείδητη. Ένα τυχαίο γεγονός θα αλλάξει τη ζωή της. Κι αυτό το γεγονός είναι κάτι που δεν έκανε: δεν άνοιξε την πόρτα της όταν της χτύπησε κάποιος άγνωστος.
Η Ζενί, την οποία υποδύεται έξοχα η Αντέλ Ενέλ, εργάζεται σε ένα συνοικιακό ιατρείο του ΕΣΥ σε μια βιομηχανική πόλη του Βελγίου κοντά στη Λιέγη. Έχει εδώ και ώρα τελειώσει τη βάρδια της, είναι ξεθεωμένη κι έτσι δεν ανοίγει την πόρα του ιατρείου της ξέροντας ότι με τόση κούραση δεν θα μπορούσε να κάνει σωστή διάγνωση. Δεν είναι κάτι που το συνηθίζει, αφού αργότερα τη βλέπουμε να σηκώνεται από το κρεβάτι της μες στη νύχτα για μια κατ’ οίκον επίσκεψη.
Την άλλη μέρα μαθαίνει από την αστυνομία ότι αυτός που χτύπησε την πόρτα της δεν ήταν κάποιος ασθενής, αλλά μια νεαρή Αφρικανή σε κατάσταση υστερίας, όπως έδειξε η κάμερα ασφαλείας του ιατρείου. Το πτώμα της βρέθηκε πάνω σε έναν τσιμεντένιο ογκόλιθο στην όχθη του ποταμού Μεύση απέναντι από το ιατρείο. Η νεκρή είναι το «άγνωστο κορίτσι» που έδωσε τον τίτλο της ταινίας. Ένα πτώμα αγνώστου ταυτότητας. Και η Ζενί, συντετριμμένη από το βάρος της ενοχής, κινεί γη και ουρανό για να μάθει το όνομα της νεκρής ώστε να ειδοποιήσει τους συγγενείς της. Έτσι ξετυλίγεται η ταινία, με τη Ζενί σε ρόλο ντετέκτιβ, την αστυνομία αδιάφορη και τα στόματα ντόπιων και μεταναστών κλειστά.
«Αν θέλεις να είσαι καλός γιατρός, πρέπει να είσαι πιο δυνατός από τα συναισθήματά σου», λέει η Ζενί στον πολύ νέο μαθητευόμενο βοηθό της όταν εκείνος παραλύει όταν βλέπει ένα αγοράκι να παθαίνει κρίση επιληψίας.
Παρεμπιπτόντως: κάτι παρόμοιο είχε συμβεί σε έναν Έλληνα γιατρό στην πρώτη αποστολή του με τους «Γιατρούς του Κόσμου» στην Αφρική, όταν σχεδόν έβαλε τα κλάματα μπροστά στη δυστυχία που αντίκριζε. Ο παλαίμαχος Γάλλος επικεφαλής της αποστολής τον πήρε κατά μέρος, πίσω από το πρόχειρο ιατρείο, κι εκεί του έδωσε ένα χαστούκι και του είπε: «Εδώ που ήρθες, οι άνθρωποι χρειάζονται τις γνώσεις, την πείρα και την ψυχραιμία σου. Όχι τα δάκρυά σου. Κλάψε όσο θες το βράδυ, μόνος σου στη σκηνή. Όχι μπροστά τους».
Η Ζενί δεν κλαίει μπροστά μας. Την ευφυϊα, το πείσμα και την ψυχραιμία της επιστρατεύει με σκοπό να βρει ένα όνομα. Απορρίπτει τη χρυσή επαγγελματική ευκαιρία που της παρέχεται, δηλ. να εργαστεί σε μια χάι ιδιωτική κλινική, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως παθολόγος σε μια εργατική γειτονιά. Αν και το συναίσθημα είναι η κινούσα αιτία της μεταστροφής της, η ταινία παρακολουθεί με χειρουργική ακρίβεια τις πράξεις της. Πράξεις πεζές, όπως η φροντίδα του τραύματος ενός μετανάστη χωρίς χαρτιά, μέσα από τις οποίες όμως αναδύονται η γλυκύτητα, η χάρη, η ανθρωπιά. Χωρίς σιροπιαστό περιτύλιγμα.
Η ευθύνη, το ηθικό χρέος είναι το θέμα της ταινίας, η οποία ταυτόχρονα είναι μια αλληγορία για τους μετανάστες, γι’ αυτούς που δεν τους ανοίγουμε την πόρτα μας. Η Αντιγόνη δεν ήθελε να αφήσει άταφο τον αδελφό της τον Πολυνείκη, ενώ η Ζενί δεν θέλει να μείνει χωρίς όνομα το πτώμα μιας «άγνωστης κοπέλας».