Ο μονόδρομος της ελεύθερης αγοράς, της λιτότητας και της προσήλωσης στις ακραία νεοφιλελεύθερες και αντιδραστικές πολιτικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρόκειται να απειληθεί από κανένα πιθανό κυβερνητικό συνασπισμό ο οποίος θα προκύψει με βάση τους συσχετισμούς που έβγαλε η κάλπη των εκλογών της περασμένης Τετάρτης.
του Δημήτρη Παυλόπουλου, Χάγη
Οι ολλανδικές εθνικές εκλογές ανέδειξαν ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό, με τη Δεξιά να κυριαρχεί και την Ακροδεξιά να δίνει τον τόνο. Οι Φιλελεύθεροι του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε κατέλαβαν την πρώτη θέση, έχοντας όμως χάσει περίπου το 25% της δύναμής τους σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές. Σε αντίθεση δε με την εικόνα που παρουσιάζεται από τα καθεστωτικά ΜΜΕ της δυτικής Ευρώπης, η Ακροδεξιά κάθε άλλο παρά ο ηττημένος της παρούσας πολιτικής κατάστασης είναι. Το Κόμμα Ελευθερίας του Γέερτ Βίλντερς αύξησε την κοινοβουλευτική του παρουσία κατά 5 έδρες ενώ το νεοσύστατο Φόρουμ της Δημοκρατίας του Τιερί Μποντέ – που πρωτοστάτησε στο πρόσφατο δημοψήφισμα ενάντια στη σύνδεση ΕΕ-Ουκρανίας, προβάλλοντας ξεκάθαρα ρατσιστική και ξενοφοβική λογική – κέρδισε την είσοδό του στη Βουλή με 2 έδρες. Η επικράτηση της Ακροδεξιάς όμως εκφράζεται ακόμα περισσότερο στον καθορισμό της συνολικής πολιτικής ατζέντας της χώρας.
Στην υποτιθέμενη μονομαχία του με τον Βίλντερς, ο Ρούτε αξιοποίησε την πρόσφατη διαμάχη με τον Ερντογάν για να πείσει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους ότι δεν διστάζει να κλείσει τα σύνορα της χώρας σε ανεπιθύμητους. Ο Ρούτε έχει υιοθετήσει εδώ και καιρό τη ρητορική και τις βασικές πολιτικές θέσεις του Βίλντερς προκειμένου να σταματήσει την αιμορραγία ψηφοφόρων προς την Ακροδεξιά. Κατά τη διάρκεια της τετράχρονης συγκυβέρνησής του με τους Εργατικούς, προχώρησε ενεργά τη μετατροπή της Ολλανδίας σε μια χώρα εχθρική προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. H συγκυβέρνηση Φιλελευθέρων-Εργατικών προώθησε ενεργά, μέσω και της προεδρίας της στην ΕΕ, την απάνθρωπη συμφωνία με την Τουρκία για την επαναπροώθηση προσφύγων από την Ελλάδα. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της πρόσφατης αντιπαράθεσης με τον Ερντογάν, η ολλανδική κυβέρνηση απέφυγε να κατηγορήσει την Τουρκία για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς κάτι τέτοιο θα έθετε σε αμφισβήτηση τη στήριξή της σε αυτή τη συμφωνία.
Η επικράτηση των ακροδεξιών ιδεών στην πολιτική σκηνή της Ολλανδίας δεν αφορά μόνο τη στροφή των Φιλελεύθερων προς αυτή την κατεύθυνση. Το παρακάτω γεγονός είναι αποκαλυπτικό: Δήμαρχος του Ρότερνταμ, στο οποίο εξελίχθηκαν τα επεισόδια της αντιπαράθεσης Τουρκίας-Ολλανδίας, είναι ο Αχμέντ Αμπουτάλεμπ που είναι μετανάστης από το Μαρόκο και εκλεγμένος με το Εργατικό Κόμμα. Κι όμως, η αντίδρασή του στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας των τούρκων μεταναστών ενάντια στην απέλαση της υπουργού του Ερντογάν ήταν να δώσει άδεια στις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας να πυροβολήσουν με πραγματικά πυρά εναντίον τους σε περίπτωση που το έκριναν σκόπιμο! Σε αυτή τη διαμάχη, η τουρκική κοινότητα της Ολλανδίας, που αριθμεί εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, βρέθηκε ανάμεσα στη Σκύλλα των ανοιχτών και απειλητικών παρεμβάσεων του αντιδραστικού καθεστώτος της Άγκυρας και στη Χάρυβδη της ακροδεξιάς ρητορικής και πρακτικής των κυβερνητικών παραγόντων και πολλών πολιτικών κομμάτων.
Ο μεγάλος χαμένος των εκλογών ήταν το Εργατικό Κόμμα του Γερούν Ντάιζελμπλουμ το οποίο, ακολουθώντας μια πορεία που θυμίζει τη συντριβή του ΠΑΣΟΚ το 2012, καταβαραθρώθηκε από τις 38 στις 9 έδρες. Οι ψηφοφόροι το τιμώρησαν για τη συγκυβέρνηση του με τον Ρούτε πάνω σε ένα ακραίο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Σημειώνεται ότι στις προηγούμενες εκλογές, οι Εργατικοί είχαν παρουσιάσει ένα πολιτικό πρόγραμμα που υποσχόταν ελάφρυνση των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων, άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και χαλάρωση της αυστηρής πολιτικής παροχής ασύλου σε πρόσφυγες ειδικά σε σχέση με τις πιο ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Αντί για αυτά, υλοποίησε πολιτικές που έπληξαν το εισόδημα και το επίπεδο ζωής των χαμηλότερων και μεσαίων οικονομικών στρωμάτων.
Έτσι οι συντάξεις και πολλοί μισθοί μειώθηκαν, ενώ οι πολίτες που βασίζονται στο κοινωνικό κράτος (πχ οι μακροχρόνια άνεργοι) δέχθηκαν συνεχείς πιέσεις στο εισόδημά τους. Η φιλελευθεροποίηση των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και κατοικίας έχει δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Το κόστος της υγειονομικής ασφάλισης και πολλές φορές των ενοικίων των κοινωνικών κατοικιών (που είναι πολύ διαδεδομένες στην Ολλανδία) είναι πλέον δυσβάσταχτο για τα χαμηλά οικονομικά στρώματα. Η επιβολή χαμηλών εισοδηματικών κριτηρίων στην πρόσβαση στις κοινωνικές κατοικίες αναγκάζει τη μικρομεσαία τάξη να αναζητεί κατοικία στην ελεύθερη αγορά όπου τα ενοίκια είναι εξαιρετικά υψηλότερα. Η κατάργηση του φοιτητικού επιδόματος και η απελευθέρωση των διδάκτρων για μερικές κατηγορίες φοιτητών δημιουργεί πρόβλημα χρέους σε μεγάλα τμήματα των νέων. Αντί για την χαλάρωση των πολιτικών χορήγησης ασύλου, η κυβέρνηση στήριξε αμέριστα την πολιτική των κλειστών συνόρων κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης ενώ δεν υποδέχθηκε ούτε καν τον πολύ μικρό αριθμό προσφύγων που υποτίθεται ότι θα μεταφέρονταν στην Ολλανδία από την Ελλάδα.
Κερδισμένοι από αυτή την εκλογική αναμέτρηση βγήκαν το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που τα τελευταία χρόνια είχε χάσει πολύ από τη δύναμή του λόγω των πολιτικών που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις στις οποίες συμμετείχε, το κεντροδεξιό Κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (D66) και οι Πρασινοαριστεροί. Οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες κατέβηκαν στην εκλογές με μια ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερη ατζέντα και έτσι είναι οι πιο πιθανοί κυβερνητικοί εταίροι του Ρούτε.
Βεβαίως, η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης θα πάρει σίγουρα κάποιο διάστημα καθώς ακόμα και η συμφωνία των τριών αυτών κομμάτων (Φιλελεύθεροι, Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) δεν είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο μονόδρομος της ελεύθερης αγοράς, της λιτότητας και της προσήλωσης στις ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απειλείται από κανένα πιθανό κυβερνητικό συνασπισμό.