του Θανάση Σκαμνάκη
Να κοιτάς και να βλέπεις τον κόσμο ως ολότητα και τον εαυτό σου εντός της, όχι ως ρευστό που παίρνει το κάθε φορά σχήμα, αλλά σαν στερεό (και στέρεο) που αλλάζει το περιβάλλον και μετασχηματίζεται από αυτό. Που αντιλαμβάνεται τους άλλους και το άλλο, όχι ως αντίπαλους αλλά ως δικούς του, από τους οποίους πρέπει να πάρει και έχει να τους δώσει, χυμούς και σκέψη. Όχι ως ορισμούς, που έχουν δοθεί και πρέπει να δικαιώσει, αλλά ως εξαιρέσεις και ως δικαίωση (της διαλεκτικής της ζωής). Αυτά μου έλεγε, ένας παλιός όταν τον ρώτησα για το παρελθόν. Ποιητής θα ήταν ή, μάλλον, από εκείνους που έχουν «έναν παλιό πουνέντε στο γύρο του προσώπου τους».
Τα ρευστά προορίζονται να πάρουν την κλίση και τη μορφή του εδάφους. Οι γρανιτένιοι βράχοι έχουν τις βεβαιότητες τους, μονάχα ένας σεισμός μπορεί να τους κάνει να ταλαντευτούν (καμιά φορά μάλιστα να τους γκρεμίσει). Ενώ εσύ, χρειάζεται να δανείζεσαι από την δυνατότητα των ρευστών και τη δύναμη των βράχων, έλεγε.
Κι εγώ τώρα, πάλι με αλληγορίες, με σχήματα δανεικά σου μιλώ, για να με καταλάβεις. Χρειάζονται αυτά, γιατί σήμερα μιλούν όλοι και μιλούν πολύ, ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός και οι κουβέντες σχεδόν δεν ακούγονται. Γι’ αυτό ξαναγυρίζω σε παραβολές. Μήπως μπορέσεις ν’ ακούσεις, μήπως με υπολογίσεις ως μέρος του δικού σου πόθου. Με τόσες πολλές νοσταλγίες και άλλες τόσες βεβαιότητες, άμυνες χωρίς να σπάει η πολιορκία, χάνεσαι, αλλά εσύ νομίζεις πως υπάρχεις. Αναζητώντας αυτή τη διαρκή επανεκκίνηση, επανάκαμψη, κάτι που να επαναφέρει κάποιο παλιό αλλά να είναι καινούργιο, να έχει την ιδέα του παλιού αλλά όχι τα κουρέλια του. Τόσο πολύ ώσπου στο τέλος ξέχασες τι ψάχνεις κι αρκέστηκες να κάνεις την έρευνα ύπαρξή σου, σαν να ήταν το ζητούμενο. Ποιός είσαι, σε ρωτούν, και απαντάς: αυτός που ψάχνει; Τι ψάχνει;, σε ξαναρωτούν, αυτός που ψάχνει, απαντάς ξανά.
Δεν είναι λεπίδα η κρίση, από δω βάζεις τους καλούς κι από κει τους ανώφελους, χωρισμένη η ζωή σε δυό ημισφαίρια, το ένα σκοτάδι το άλλο φως, να βουλεύονται οι αβεβαιότητες και οι προσμίξεις. Δεν είναι καθαρό χρυσάφι ο κόσμος. Χρυσάφι και βάλτος είναι μαζί.
Οι εξορύξεις έχουν τη φροντίδα και τον κόπο τους. Μια σκληράδα και μια τρυφερότητα, σε σύζευξη.