του Θανάση Σκαμνάκη
Ο μοντερνισμός στη λογοτεχνία, όπως εκφράστηκε στις κορυφαίες εκδηλώσεις του, από τον Τζόυς, το Ρίλκε, τον Έλιοτ…, αποτέλεσε μια απεγνωσμένη κριτική στην αστική παρακμή, κυρίως μετά τον Πρώτο μεγάλο πόλεμο, μαζί με μια νοσταλγία κάποιου εξιδανικευμένου παρελθόντος. Μετά το Δεύτερο πόλεμο, το φαινόμενο επαναλήφθηκε με τόσο πιο δραματικό τρόπο, όσο πιο δραματικός και εξοντωτικός ήταν και ο προηγηθείς πόλεμος. Αναρωτήθηκαν, τότε, μεγάλοι δημιουργοί, με ποιό τρόπο μπορούν να εκφράσουν τη βαρβαρότητα και την αποξένωση. Αυτή που προηγήθηκε του πολέμου κι αυτή που ακολούθησε. Την ώρα που η Ευρώπη ξανάχτιζε τις πόλεις της πέτρα-πέτρα, εκείνοι αναζητούσαν να στήσουν το νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα των λέξεων και των εικόνων. Τα υλικά όμως είχαν ήδη φθαρεί ανεπανόρθωτα. Ποιες λέξεις ήταν κατάλληλες; Ο Αντόρνο θεώρησε πως μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να υπάρχει ποίηση. Ο Μπέκετ αναζητεί τη “φωνή της δικής του σιωπής”. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για ψυχές και σώματα, για γεννήσεις, ζωές και θανάτους, λέει στα Κείμενα για το τίποτα το 1955, πρέπει να συνεχίζουμε δίχως κανένα από αυτά όσο καλύτερα μπορούμε. “Όλα αυτά νέκρωσαν με τις λέξεις, με την πληθώρα των λέξεων…”
Κι εμείς, εξήντα χρόνια μετά, ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά την επικαιρότητα και τη σημασία της ερημίας του Μπέκετ. Και την αξία της σιωπής. Όταν έχουν περισσέψει οι λέξεις, οι φλύαρες υποσχέσεις, οι λάθος ερμηνείες. Ο Μπέκετ, για να αντιπαρατεθεί στη δική του πραγματικότητα, εξασκείται (και εξασκεί και τους θεατές ή αναγνώστες του) στη σιωπή. Οι σιωπές, που δεν είναι άδειες, όπως παρατηρεί ο Στάϊνερ, «ενέχουν, σχεδόν ακουστή, την ηχώ ανείπωτων πραγμάτων. Και λέξεων ειπωμένων σε μιαν άλλη γλώσσα».
Η εποχή μας, στερημένη μεγάλης έμπνευσης και δημιουργών, κυκλοφορεί στην αγορά πληθωρισμένες λέξεις. Που όσο πληθαίνουν τόσο λιγότερα σηματοδοτούν. Κυρίως, όμως, τόσο δυσκολότερη κάνουν την επικοινωνία. Ακόμα και στη λογοτεχνία. Ακόμα και στην Αριστερά. Οι θεραπεύοντες ακόμα τα κομμουνιστικά ιδανικά επιδίδονται συχνά στις ερμηνείες, τόσο συχνότερα όσο λιγότερες είναι οι πρωτότυπες εργασίες. Η επιστήμη της ερμηνείας, τόσο των κειμένων όσο και των προθέσεων, υπέχει θέση δημιουργίας. Σαν μια κωμωδία παρεξηγήσεων που δεν είναι όμως κωμική. Κρίνομαι όχι για το τι λέω, αλλά για το τι «ήθελα να πω» ή τι σημαίνει «αντικειμενικά» αυτό που λέω.
Κι έτσι κατασκευάζονται ορύγματα. Για μια μάχη στην οποία αναμετρώνται οι σκιές!