Μπορεί στη Συρία να υπάρχει μια εύθραυστη εκεχειρία (εκτός ISIS), αλλά η πολεμική απειλή στην περιοχή μας παραμένει, απότοκο της γενικής όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών. Η εκλογή Τραμπ, η κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύουν το «εύφλεκτο» υλικό. Τα θέματα αυτά συζήτησε η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, την Απόφαση της οποίας παρουσιάζουμε
————-
Κείμενα – επιμέλεια:
Γιάννης Ελαφρός
Γιώργος Παυλόπουλος
Από τα Ίμια στο νέο ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό
ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Η κρίση στα Ίμια, που έφερε πολεμικά αντιμέτωπες την Ελλάδα και την Τουρκία, κορυφώθηκε το ξημέρωμα της 31ης Ιανουαρίου 1996, όταν απόσπασμα τούρκων κομάντος αποβιβάστηκε στη μεγαλύτερη εκ των βραχονησίδων. Λίγο αργότερα, ελικόπτερο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, που πέταξε για να βεβαιώσει την παρουσία του τουρκικού αποσπάσματος, έπεσε (λόγω τεχνικού προβλήματος είναι η επίσημη ερμηνεία) με αποτέλεσμα το θάνατο των τριών μελών του πληρώματος. Η κατάσταση αποκλιμακώθηκε αργότερα με αποχώρηση των Τούρκων. Ο νεοεκλεγμένος από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, θα εκστομίσει στις προγραμματικές του δηλώσεις την 1η Φεβρουαρίου το ταπεινωτικό «Θέλω να ευχαριστήσω τις ΗΠΑ», κάνοντας καθαρό ποιός βγήκε κερδισμένος από τη συγκεκριμένη κρίση.
Σήμερα, οι ανταγωνισμοί και η πολεμική απειλή επανέρχονται με μεγάλη ένταση και το κλίμα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και στην ασταθή Τουρκία του υπεραντιδραστικού καθεστώτος Ερντογάν, που διακρίνεται για τις τυχοδιωκτικές του κινήσεις (τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό), δεν μπορεί να δημιουργεί εφησυχασμό σε κανέναν. Πολύ περισσότερο που και η ελληνική ολιγαρχία φαίνεται να επιδιώκει, παρά τις μεγάλες δυσκολίες του ελληνικού καπιταλισμού (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό), να καλύψει το κενό που αφήνει η αμφίσημη θέση της Τουρκίας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Εμφανιζόμενο το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως ο καλός στρατιώτης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με βασικό στόχο να αποκτήσει ρόλο στην αξιοποίηση των ενεργειακών κοιτασμάτων της νοτιοανατολικής Μεσογείου (γι’ αυτό και ο επικίνδυνος άξονας με Ισραήλ – Αίγυπτο – Κύπρο).
Βεβαίως, οι μεγαλοϊδεατισμοί του ελληνικού κεφαλαίου πληρώθηκαν πάντοτε με αίμα, πόνο και δάκρυα από τον ελληνικό λαό, πολύ περισσότερο σήμερα που το παιχνίδι έχει γίνει πολυσύνθετο, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται και η δύναμη των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων είναι γιγαντιαία. Αλλά στην Ελλάδα της μνημονιακής καταχνιάς, της εξαθλίωσης και υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων, η εθνική συσπείρωση, η εθνική ενότητα υπό αστική ηγεμονία φυσικά, θα ήταν μία λύση* για το κεφάλαιο. Ξαναζεσταίνονται τέτοιες λογικές, όχι μόνο από τα ακροδεξιά και φασιστικά ρεύματα (που ο πατριωτισμός τους εξαντλείται ενάντια στους μετανάστες και τα προσφυγόπουλα), αλλά και από τους νεόκοπους οπαδούς του Τραμπ στην Ελλάδα.
Είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που απαιτείται μια ταξική, διεθνιστική, αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική παρέμβαση του εργατικού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς, για την ειρήνη και την αποτροπή του πολέμου, στόχος που συνδέεται με την πάλη για τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα εργαζομένων, του λαού και νεολαίας, την απελευθέρωση από τα δεσμά της ΕΕ, του χρέους και του ΝΑΤΟ, την ήττα και ανατροπή της επίθεσης κυβέρνησης – θεσμών – κεφαλαίου για την αντιδραστική αναδόμηση του ελληνικού καπιταλισμού.
«Ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας – Τουρκίας έχει ταξική – εκμεταλλευτική βάση και είναι αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου»
Η κατανόηση των εξελίξεων στην περιοχή και των τάσεων που διαμορφώνονται απαιτεί μια συνολική, διεθνή και ευρωπαϊκή ματιά. Την εκτίμηση πολύ σημαντικών γεγονότων και τάσεων, όπως η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και η κρίση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση συζήτησε το Σάββατο 21 Ιανουαρίου, μεταξύ άλλων, και αυτά τα θέματα. Έχει σημασία να δούμε τις τοποθετήσεις που έκανε. «Η εκλογή Τραμπ και οι νέες αντιδραστικές τάσεις που εκφράζει είναι γέννημα του κλονισμού που έχει επιφέρει η καπιταλιστική κρίση, της κρίσης της αμερικανικής διεθνούς ηγεμονίας και του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, καθώς και των βαθιών κοινωνικών ρηγμάτων μέσα στις ΗΠΑ (με τη μεγάλη αύξηση της ψαλίδας μεταξύ πλούτου και φτώχειας στη μισθωτή εργασία και στην περιθωριοποίηση) και τείνει σε παρόξυνση των αντιθέσεων σε όλα τα επίπεδα: πρωτίστως κεφάλαιο – εργασία (καθώς η όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών θα οδηγήσει και σε επιχείρηση έντασης της εκμετάλλευσης), ηγεμονικά καπιταλιστικά κράτη κατά λαών, αλλά και με όξυνση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο, αλλά και εθνικό (βλ. αντιδράσεις κατά Τραμπ και από ισχυρά αστικά τμήματα των ΗΠΑ)», σημειώνει η Απόφαση της Π.Ε., υπογραμμίζοντας παραπέρα πως οι εξελίξεις αυτές αναβαθμίζουν την πολεμική απειλή.
«Ο πόλεμος για μια ακόμη φορά αποτελεί ‘’διέξοδο’’ για την υπέρβαση της κρίσης, τόσο με την πάλη για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των ενεργειακών δρόμων και των αγορών, την υπαγωγή περιφερειακών χωρών στις σύγχρονες τάσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού υπό την κηδεμονία ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών, όσο και με την καθεαυτό κατανάλωση πολεμικού υλικού, την αναπαραγωγή των πολεμικών πιστώσεων και παραγγελιών ως μοχλό αύξησης της κερδοφορίας της πολεμικής βιομηχανίας και των συνεπακόλουθων τομέων της», σημειώνεται στην Απόφαση. Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται μια μεγάλη ενίσχυση των αντιδημοκρατικών, ολοκληρωτικών και εθνικιστικών – ρατσιστικών τάσεων. «Μια διαρκής κατάσταση ‘’έκτακτης ανάγκης’’ (χαρακτηριστικά όσα γίνονται σε Γαλλία και Τουρκία), αναστολής και τελικά αναίρεσης των λαϊκών δικαιωμάτων».
Τι σημαίνει αυτό για την περιοχή μας, και πρώτα και κύρια για τη Συρία, που έχει μετατραπεί σε θέατρο ενός μακρόχρονου πολέμου, εμφύλιου αλλά και με εμπλοκή πλήθους ιμπεριαλιστικών και αστικών δυνάμεων. «Στη Συρία (μετά την κατάληψη του Χαλεπιού από τις δυνάμεις του Άσαντ) υπάρχει μια εύθραυστη εκεχειρία, συμφωνημένη από κυβέρνηση Άσαντ – Ρωσία – Τουρκία, με την υποστήριξη του Ιράν, με την ηχηρή απουσία των ΗΠΑ, των κρατών μελών της ΕΕ, των αραβικών κρατών κλπ. Συνεχίζονται οι εχθροπραξίες με τον ISIS και άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις. Η Τουρκία έχει επέμβει στα βόρεια τμήματα της χώρας (επίσης έχει κατεβάσει και στρατεύματα στο Ιράκ), με πρόσχημα το χτύπημα του ISIS, αλλά ουσιαστικό στόχο τους Κούρδους, οι Κούρδοι μιλούν για ομοσπονδιακή δημοκρατική λύση στη Συρία, η παραμονή των Ρώσικων στρατευμάτων και ο αναβαθμισμένος ρόλος της Μόσχας εδραιώνεται, την ίδια ώρα που τόσο ρωσικά όσο και ευρύτερα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα και ναυτικό συσσωρεύεται στην περιοχή, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά επικίνδυνο πολεμικό μίγμα. Μέσα σε αυτό το κουβάρι των αντιθέσεων παρεμβαίνουν ενεργητικά τόσο το ιμπεριαλιστικό μπλοκ ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ (και των τοπικών συμμάχων τους: αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, Ισραήλ κλπ.) όσο και η καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική Ρωσία (με το ενδεχόμενο συγκρότησης μπλοκ με Κίνα, Ιράν και άλλες χώρες) δίνοντας μια δυναμική ευρύτερης σύγκρουσης ανοιχτής σε πολύ επικίνδυνες εξελίξεις».
Ένα πρώτο αποτέλεσμα θα είναι τα νέα μαζικότερα προσφυγικά ρεύματα.
Ποια πρέπει να είναι η θέση του εργατικού λαϊκού κινήματος και της κομμουνιστικής Αριστεράς στο Συριακό ζήτημα; Πως τοποθετείται το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση; «Διαφοροποιούμαστε από τα απλοϊκά σχήματα ‘’κακός Άσαντ – καλή δημοκρατική αντιπολίτευση’’ ή από την ανάδειξη της καπιταλιστικής – ιμπεριαλιστικής Ρωσίας σε παράγοντα αντιΝΑΤΟικής πάλης και εναλλακτικό σύμμαχο και από την υποστήριξη του Άσαντ ως ‘’λιγότερο κακό’’».
Στην πρώτη γραμμή μιας τοποθέτησης για το Συριακό θα πρέπει να μπαίνει το αίτημα για σταμάτημα του πολέμου, με συντριβή του ISIS και των λοιπών αντιδραστικών τζιχαντιστικών δυνάμεων. Σταμάτημα της πολεμικής εκστρατείας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αποχώρηση από τη Συρία όλων των δυνάμεων εισβολής (Τουρκία, αραβικά καθεστώτα, τζιχαντιστές κλπ.) και όλων των ξένων στρατών (και της Ρωσίας). Το μέλλον της Συρίας, η κατάκτηση των δημοκρατικών – εθνικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι υπόθεση του λαού της. Ο λαός της Συρίας θα λογαριαστεί και με το αντιδραστικό καθεστώς Άσαντ, παλεύοντας για την ανατροπή του, χωρίς ‘’ξένους προστάτες’’ και εισβολείς δολοφόνους.
Ο στόχος για ενιαία δημοκρατική Συρία χωρίς θρησκευτικές και εθνοτικές διακρίσεις, για την κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία, ενάντια στην ταξική εκμετάλλευση, την κοινωνική διάλυση και τον καθεστωτικό δεσποτισμό, μπορεί να αποτελέσει μια αγωνιστικά ρεαλιστική προοπτική για το σύνολο του λαού, των εθνοτήτων και θρησκευτικών κοινοτήτων στη χώρα. Το δικαίωμα του αποχωρισμού (ή και των συνενώσεων) και της αυτοδιάθεσης των Κούρδων υπάρχει, σε στενή συνάρτηση με την αποτροπή του πολέμου και της ιμπεριαλιστικής αλλαγής των συνόρων και τα βήματα στην κοινωνική χειραφέτηση. Σήμερα οι Κούρδοι θέτουν ζήτημα ομοσπονδιακής συγκρότησης της Συρίας και όχι ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Συνθήματα του τύπου ‘’νίκη στον Άσαντ και τη Ρωσία’’ είναι λαθεμένα, καθότι παραγνωρίζουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα του καθεστώτος, εξωραΐζουν τον ιμπεριαλιστικό ρόλο της Ρωσίας που παρεμβαίνει για τα δικά της συμφέροντα.
Η ειρήνη μεταξύ των λαών της περιοχής μπορεί να επιβληθεί μόνο στο βαθμό που θα παίρνει προβάδισμα η αλληλεγγύη των εργαζομένων και των φτωχών του αραβικού κόσμου, με υπέρβαση του εθνο-θρησκευτικού σεχταρισμού, που είναι το όπλο των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών και των ντόπιων αντιδραστικών καθεστώτων κάθε είδους. Η ειρήνη μπορεί να είναι διαρκής και βιώσιμη με τον κλονισμό και, τελικά, την ανατροπή της ταξικής αλλά και κάθε άλλης μορφής καταπίεσης (εθνικής, θρησκευτικής κ.λ.π) σε κάθε χωριστή χώρα αλλά και της άνισης ανάπτυξης και πολιτικής ανισοτιμίας που επιβάλει ο διεθνής καπιταλισμός σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ των χωρών και των λαών τους».
Στο συνολικό αυτό πλαίσιο αναλύεται και ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας – Τουρκίας. «Πρέπει να είναι σαφές ότι o ανταγωνισμός των αστικών τάξεων έχει ταξική – εκμεταλλευτική βάση και είναι αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου», τονίζει η Π.Ε. του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Πιο συγκεκριμένα: «Η ελληνική αστική τάξη επιδιώκει να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της ‘’Δύσης’’ στην ευρύτερη περιοχή, πολιτική που ιστορικά έχει αποδειχθεί καταστροφική για τον λαό και την χώρα, και να οικοδομήσει παραπέρα τον αντιδραστικό άξονα Ελλάδα – Κύπρος -Αίγυπτος-Ισραήλ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εμφανίζεται ως ο ‘’καλός στρατιώτης’’ ΝΑΤΟ και ΕΕ, πρωτοστατώντας στην υλοποίηση των κατευθύνσεών τους, προσφέρει νέες βάσεις, καλεί το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο κλπ. Όλα αυτά είναι πολύ επικίνδυνα. Επιχειρεί να αξιοποιήσει στην ανάκαμψη του ελληνικού κεφαλαίου τα ενεργειακά κοιτάσματα της περιοχής (από θέση υποδεέστερη σε σχέση με τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια του κλάδου, κυρίως αμερικανικά αλλά και ευρωπαϊκά και ρωσικά), παρακάμπτοντας ή περιορίζοντας την Τουρκία σε υποδεέστερο ρόλο. Η συνολική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού τα χρόνια της κρίσης δημιουργεί βεβαίως δυσκολίες σε αυτή την προσπάθεια, και οικονομικές. Παρά τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών τα προηγούμενα χρόνια (η οποία είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο κοινωνικά αναγκαίων τομέων), η Ελλάδα παραμένει 2η χώρα στο ΝΑΤΟ όσον αφορά το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανά για εξοπλισμούς κλπ., ενώ προετοιμάζονται νέες μεγάλες αγορές.
Από την άλλη πλευρά η κλιμάκωση της φιλολογίας αναθεώρησης συνόρων εκ μέρους της κυβέρνησης Ερντογάν, η εισβολή του τουρκικού στρατού σε δύο χώρες (Συρία, Ιράκ), ο ακήρυχτος πόλεμος στο εσωτερικό κατά των Κούρδων, της Αριστεράς αλλά και κάθε φωνής που διαφοροποιείται (ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιούλη), ενισχύει μια τυχοδιωκτική πολιτική, που εκφράζεται και στην εύθραυστη συμμαχία με τη Ρωσία, με τον ISIS παλιότερα, και ρίχνει λάδι στην φωτιά των ανταγωνισμών. Το τουρκικό κεφάλαιο φαίνεται να βρίσκεται σε μια καμπή: μετά από μια πορεία δυναμικής μεγέθυνσης τα προηγούμενα χρόνια (σε αντίθεση με την παρατεταμένη ύφεση του ελληνικού καπιταλισμού) γεγονός που αποτέλεσε τη βάση για τα μεγαλεπήβολα «νέο-οθωμανικά» σχέδια Ερντογάν (τα οποία μέχρι στιγμής έχουν ναυαγήσει σε Λιβύη, Αίγυπτο, Συρία, Παλαιστίνη – Ισραήλ, κουρδικό) σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και δυσκολίες».
Κύπρος ενιαία, ανεξάρτητη, χωρίς ξένους στρατούς
ΜΕ ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ
«Δεν μπορεί όμως να υπάρξει δίκαιη, σταθερή και προς όφελος των λαών λύση του Κυπριακού όσο επιχειρείται υπό αυτό το πρίσμα και με τα τουρκικά κατοχικά και άλλα στρατεύματα στο νησί (ελληνικά, βρετανικές βάσεις κλπ.), με το καθεστώς των ιμπεριαλιστικών εγγυήσεων και της κηδεμονίας από ΝΑΤΟ και ΕΕ.», υπογραμμίζει η Απόφαση και συμπληρώνει: «Να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας γύρω από το Κυπριακό πάνω στην βάση της στήριξης των κοινών αγώνων ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων για Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη, χωρίς αγγλικές και νατοϊκές βάσεις, χωρίς κατοχή και ξένους στρατούς, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις, με πλήρη και ίσα δικαιώματα κοινωνικά, δημοκρατικά, εθνικά όλων των κατοίκων της, με διασφάλιση των δικαιωμάτων των τουρκοκυπρίων».
Συνολικά τοποθετούμενο, το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση υπογραμμίζει την αναγκαιότητα «το εργατικό λαϊκό κίνημα και η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει να μπουν μπροστά για να υψωθεί φραγμός στην πορεία των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των αστικών ανταγωνισμών. Με κεντρικό σύνθημα: Πάλη για την αποτροπή του πολέμου, για την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, ενάντια στις αστικές τάξεις και τις κυβερνήσεις, στον ιμπεριαλισμό, στον εθνικισμό, το σκοταδισμό και το φασισμό». Και πολιτικούς στόχους πάλης:
Έξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, έξω το ΝΑΤΟ από το Αιγαίο και την περιοχή. Κλείσιμο όλων των βάσεων, όχι και έξω από τον Ευρωστρατό.
Αποφασιστική μείωση των στρατιωτικών δαπανών τώρα, σταμάτημα των εξοπλισμών, λεφτά για τις λαϊκές ανάγκες και όχι για τις πολεμικές βιομηχανίες.
Μείωση της θητείας τώρα! – δημοκρατικά δικαιώματα / ελευθερίες / συνδικαλισμό στο στρατό, όχι θητεία στα 18, όχι στον επαγγελματικό στρατό.
Καμιά συμμετοχή – καμιά εμπλοκή στους άδικους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις. Να γυρίσουν άμεσα όλες οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις από το εξωτερικό.
Δεν πολεμάμε για τα συμφέροντα της ελληνικής ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Ανυποχώρητος αγώνας για την ειρήνη, την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη συνεργασία των λαών.
Ποιοι πιέζουν για λύση «εδώ και τώρα» στο Κυπριακό;
ΠΑΖΑΡΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ
Η όξυνση των αντιθέσεων και των συγκρούσεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή θα ήταν περίεργο να μην αγγίξει μία από τις χρόνιες και χαίνουσες πληγές της περιοχής: το Κυπριακό. Έτσι, ο νέος γύρος του «παζαριού» γύρω από ένα πρόβλημα που καλά κρατεί εδώ και περίπου έξι δεκαετίες ήταν μια εξέλιξη, αν μη τι άλλο, αναμενόμενη. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο με τον χαρακτήρα που επιχείρησαν ορισμένοι να δώσουν σε αυτή τη διαδικασία, χαρακτηρίζοντάς την όχι απλώς ως «ιστορική», αλλά και ως «τελευταία» ευκαιρία. Ποιοι είναι, όμως, αυτοί;
Όλα τα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν οι αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας. Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο κινητήριος μοχλός πίσω από την προσπάθεια να επιλυθεί το Κυπριακό –για την ακρίβεια, να εγκαθιδρυθεί στο νησί ένα καθεστώς το οποίο δεν θα αμφισβητείται ανοιχτά από κανέναν− ήταν τα πολυεθνικά μονοπώλια της ενέργειας. Αυτά, δηλαδή, τα οποία έχουν «μυριστεί» τα μεγάλα και αξιοποιήσιμα κοιτάσματα φυσικού αερίου που υπάρχουν γύρω από την Κύπρο και επιδιώκουν να ξεκινήσουν τη μοιρασιά και την εκμετάλλευσή τους το συντομότερο δυνατό.
Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε, επίσης, ένας παράγοντας που έχει άμεση σχέση με τον ανταγωνισμό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που δεν είναι άλλος από την επιδίωξη των ΗΠΑ και της ΕΕ (παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις…) να περιορίσουν την εξάπλωση της επιρροής της Ρωσίας στην Ευρώπη, η οποία έχει ως «πολιορκητικό κριό» την ενέργεια. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθούν δύο ακόμη παράμετροι: Αφενός, η επιδίωξη τμήματος της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης (που αποτυπώνεται στη στάση του κυβερνώντος ΔΗΣΥ και, λιγότερο, του αντιπολιτευόμενου ΑΚΕΛ) να πάρει έστω ένα ξεροκόμματο από τη μοιρασιά του φυσικού πλούτου, κάτι που έχει ακόμη πιο μεγάλη ανάγκη μετά την κρίση — μια επιδίωξη που, αναμφίβολα, συνδυάζεται με την ελπίδα ότι σταδιακά θα επεκταθεί στο βόρειο τμήμα, εκμεταλλευόμενη την οικονομική της υπεροχή. Και αφετέρου, η αγωνία των Τουρκοκυπρίων, αλλά και των εποίκων στα κατεχόμενα, να αποκτήσουν περισσότερες ευκαιρίες και να πάψουν να εξαρτώνται αποκλειστικά από την «ελεημοσύνη» της Άγκυρας.
Γενικότερα, ωστόσο, για τους λαούς και τους εργαζόμενους της Κύπρου το σχέδιο που συζητείται δεν συνιστά ούτε συνολική, ούτε αξιοπρεπή, ούτε βιώσιμη λύση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν που είχε απορριφθεί από τους Ελληνοκύπριους στο δημοψήφισμα του 2004 — όταν επίσης κάποιοι (άλλοι τότε) έκαναν λόγο για ιστορική και τελευταία ευκαιρία, απειλώντας μάλιστα με πλήρη απομόνωση την Κυπριακή Δημοκρατία, για να την εντάξουν αμέσως μετά στην ΕΕ!
Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνοι που κάθισαν γύρω από το τραπέζι για να διαπραγματευτούν το τελευταίο που σκέφτονταν ήταν οι ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Εκτός κι αν έχει κανείς άλλη άποψη για τον «σουλτάνο» Ερντογάν και το μνημονιακό Τσίπρα, για τους Βρετανούς που ενδιαφέρονται για τις βάσεις τους στο «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» ή για τους Αμερικανούς, τους Ευρωπαίους και τους Ρώσους που έχουν διαλύσει τις γειτονικές Συρία και Ιράκ