του Διονύση Ελευθεράτου
Η περιβόητη «παροχή», μεταξύ παλιών ανεκδότων και σημερινής τραγωδίας
Ένα από τα ανέκδοτα της κατηγορίας «σοφτ σόκιν», στα οποία πρωταγωνιστούσε ο Τοτός των μαθητικών- παιδικών μας χρόνων, διέθετε ως αρνητική συμπρωταγωνίστρια μια δασκάλα… Σε κάποιο διάλειμμα ο Τοτός την «ξεμονάχιασε» και της ζήτησε να τον αφήσει να χαϊδέψει τα καλλίγραμμα πόδια της, με αντίτιμο μερικές εκατοντάδες δραχμές. Κρυφά, φυσικά, στις τουαλέτες. Εκείνη αρχικά απείλησε να χαστουκίσει τον μαθητή της, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα το …ξανασκέφτηκε και τελικά ενέδωσε. Ο Τοτός επανήλθε προσφέροντας μεγαλύτερο ποσό, για να θωπεύσει και το στήθος της. Ο πονηρός πρόλαβε να εξαγοράσει δυο-τρεις ακόμη απολαύσεις, ανεβάζοντας αναλόγως την προσφορά, έως ότου ακούστηκε το κουδούνι. Γεμάτη από ντροπή, αλλά και με γεμάτες τσέπες, η δασκάλα επέστρεφε στην τάξη, όταν άκουσε τη φωνή του διευθυντή: «Δεσποινίς, σας βρήκε ο Τοτός; Του έδωσα τον μισθό σας και του ανέθεσα να σας τον παραδώσει στο χέρι…». Με τέτοιες ελαφρότητες διασκεδάζαμε όταν ήμασταν παιδιά. Χρειάστηκε να μεγαλώσουμε και να βιώσουμε την εποχή των «σωτήριων» μνημονίων, για να αντιληφθούμε ότι μπροστά σε ορισμένες ιλαροτραγωδίες της πραγματικότητας, ο ανάλαφρος σουρεαλισμός των ανεκδότων συχνά σηκώνει ψηλά τα χέρια.
Μάθαμε λοιπόν ότι μπορείς(;) να εμπαίζεις ανθρώπους, όχι δίνοντάς τους κάτι που ήδη έχουν, αλλά «προσφέροντάς» τους ψήγματα από όσα τους απέσπασες. Για να τους τα πάρεις κι αυτά, οσονούπω. Τούτη δεν είναι ασφαλώς η μοναδική διαφορά ανάμεσα στο παλιό ανέκδοτο και την «φρέσκια» πραγματικότητα: Οι σημερινοί χαμηλοσυνταξιούχοι, εν αντιθέσει προς τη δασκάλα του ανεκδότου, δεν έχουν δυνατότητα επιλογής. Η δική τους προσωπική αξιοπρέπεια δεν μπορεί να ακυρώσει τη ροή των πραγμάτων, αλλά ούτε και τη βάναυση υποτίμηση της νοημοσύνης τους. Ο Τοτός, πάλι, πήρε τα λεφτά και λάκισε. Δεν είχε το (επιπρόσθετο) θράσος να πει στο εξαπατημένο θύμα πως ασκούσε «κοινωνική πολιτική»… Τώρα τι να (πρωτο)πει κανείς; Ότι είναι εξοργιστικό να εφαρμόζεις μια πολιτική που επεκτείνει και επιδεινώνει τη φτώχεια, να δίνεις «φιλοδωρήματα» σε μικρό τμήμα των θυμάτων, να ξέρουν οι πάντες ότι κι αυτά σε λίγο εξανεμίζονται εξ αιτίας των …παράπλευρων μέτρων (η τύχη του ΕΚΑΣ και της «προσωπικής διαφοράς» εγγυώνται την ταχύτητα της «αποστολής») και εσύ να παρουσιάζεις το εν λόγω «πακέτο» ως επαναφορά της 13ης σύνταξης; Πέρα από τα αυτονόητα, όμως, υπάρχουν ορισμένα σημεία που χρήζουν επισημάνσεων ή υπογραμμίσεων.
Πρώτο: Ο τρόπος με τον οποίο στελέχη της κυβέρνησης «καμαρώνουν» για τη συγκεκριμένη «παροχή», βασίζεται στο θεωρητικό αξίωμα ότι το τρίτο μνημόνιο ήταν και είναι αναπόφευκτο, κινούμενο υπεράνω πολιτικών επιλογών, πολιτικών σχεδίων κλπ. Περίπου όπως είναι ένας σεισμός ή ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο. «Αφού έτσι ή αλλιώς θα λαμβάνονταν τα δύσκολα μέτρα, είναι καλό ή κακό που δίνονται αυτά τα 617 εκατομμύρια; Ε;» Επιμένουν κιόλας… Ελπίζουν άραγε, στα σοβαρά, πως κάποιους «στριμώχνουν»;
Δεύτερο: Στην πιθανή ερώτηση αν η «παροχή» αυτή θυμίζει περισσότερο το «κοινωνικό μέρισμα» της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου (Μάρτιος 2014) ή το επίδομα του Γιωργάκη Παπανδρέου (αρχές Νοεμβρίου 2009), η απάντηση είναι απλή: Και τα δύο. Ο συνδετικός κρίκος με την αντίστοιχη κίνηση της κυβέρνησης Σαμαρά είναι ότι, όπως τότε, έτσι και τώρα η «παροχή» συνοδεύει την εφαρμογή μιας απολύτως βάναυσης, ολέθριας οικονομικής-κοινωνικής πολιτικής. Του ΓΑΠ η παροχή προηγήθηκε του (πρώτου) μνημονίου. Έμοιαζε με παροχή αέρα μέσω καλαμιού σε κάποιον άνθρωπο που σε λίγο θα τον έριχναν στη θάλασσα με δεμένα βαρίδια στα πόδια του… Αλλά κι αυτό το στοιχείο, δηλαδή η «προ-μνημονιακή» περίοδος είναι «κοινός παρανομαστής» με την «διανομή πλεονάσματος» που κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Διότι έπεται το τέταρτο μνημόνιο… Έπεται, όπως κι αν βαφτιστεί, όσο κι αν το ξορκίζουν εκείνοι που, μολονότι μέχρι πρότινος ισχυρίζονταν πως «τα δύσκολα είναι πίσω», τώρα αφήνουν την ελληνική κοινωνία να μαδάει τη μαργαρίτα για να μαντέψει: επί πόσα χρόνια έπειτα από το 2018 οι δανειστές θα αξιώνουν πλεονάσματα του 3,5%;
Τρίτο: Άκρως ενδιαφέρουσα είναι η «απάντηση» του Μαξίμου στις αυτονόητες αιτιάσεις, ότι η κυβέρνηση αντιγράφει τις πρακτικές Σαμαρά. «Τις δύο πρωτοβουλίες χωρίζει άβυσσος» διατείνεται, αλλά σημασία έχει να δει κανείς ποια ακριβώς μομφή αποδίδει στους άλλους. «Εγγράφοντας τη δαπάνη στον προϋπολογισμό του 2014, η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έριξε στα βράχια τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα το 2014 ύψους 1,5%. Τελικά ο λογαριασμός έγραψε πλεόνασμα μόνο 0,4% δημιουργώντας δημοσιονομικό κενό κοντά στο 1 δισ. ευρώ…».
Έξοχα! Πέραν της …ανακάλυψης ότι τα «τριτομνημονιακά» πλεονάσματα δεν είναι «ματωμένα», όπως εκείνα των παλαιο-μνημονιακών δυνάμεων, πέραν του δόγματος πως έπαψαν να ενσαρκώνουν πλέον όνειδος και να καθρεφτίζουν μια κοινωνία που τρώει τις σάρκες της για να δείξει «περίσσευμα», έχουμε και …προσαρμοσμένο κατηγορητήριο σε βάρος των Σαμαρά-Βενιζέλου. Το κακό με εκείνους, λοιπόν, είναι ότι «το έριξαν» στις παροχές, σε βάρος του ιερού στόχου των «πρωτογενών»!… Ακούει η κυβέρνηση τι ακριβώς λέει; Πόση ακόμη «δικαίωση» θα προσφέρει στη μονεταριστική λογική των «προηγούμενων»;