του Γιώργου Δελαστίκ
Οχι, είναι η μονολεκτική απάντηση. Ο λόγος είναι απλούστατος. Ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε τις εκλογές αυτές ―παρά τις εχθρικές δημοσκοπήσεις που διαμοφώνουν κλίμα ήττας― είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα έπαιρνε ούτε το 36,34% του Γενάρη του 2015, αλλά ούτε το ποσοστό του 35,46% του Σεπτέμβρη του 2015. Θα έπαιρνε ποσοστό χαμηλότερο, άρα θα έβγαζε σαφώς λιγότερους βουλευτές.
Να κάνεις εντελώς πρόωρες εκλογές για να βγάλεις λιγότερους βουλευτές από όσους έχεις, συνιστά πολιτική ηλιθιότητα. Πόσω μάλλον που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει …«δανεικούς» ψηφοφόρους κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από την Αριστερά! Μια ζωή το ΚΚΕ εσωτερικού αρχικά και στη συνέχεια η ΕΑΡ, ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ κυμαινόταν ως κόμμα με εκλογική απήχηση κάτω του 5%. Ξαφνικά βρέθηκε με το …επταπλάσιο (!) ποσοστό του μέγιστου που είχε κατορθώσει να πάρει ως κόμμα στα σχεδόν σαράντα χρόνια ύπαρξής του, με τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του. Απηυδισμένοι από τα μνημόνια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, οι ψηφοφόροι θέλησαν να δοκιμάσουν τι θα μπορούσε κάνει ένα αριστερό κόμμα, αν θα βελτίωνε, δηλαδή, τη ζωή τους. Διάλεξαν, φυσικά, το πιο δεξιό από τα κατ’ όνομα αριστερά κόμματα, τον ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι έλπιζαν ότι κάτι θα άλλαζε. Ακόμη και οι νεοδημοκράτες που δεν ψήφισαν βέβαια τον ΣΥΡΙΖΑ, είχαν αρκετοί από αυτούς την ελπίδα ότι κάτι ίσως μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο. Διαψεύστηκαν όμως παταγωδώς, καθώς η κυβέρνηση Τσίπρα απολογείται προς το λαό διαρκώς για το ποιοι είναι οι λόγοι που την υποχρεώνουν να υποχωρεί συνεχώς στις πιέσεις των Γερμανών και των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Δεν κατορθώνει να αντισταθεί πουθενά, σε κανέναν ουσιαστικά τομέα που θα βελτίωνε την κατάσταση την οικονομική του λαού μας, δυστυχώς.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ είναι οριακή, καθώς η κυβέρνηση Τσίπρα στηρίζεται από 154 ως 155 βουλευτές. Σε περίπτωση νέων εκλογών, ακόμη και αν κέρδιζε τις εκλογές αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις αρνητικές δημοσκοπήσεις, είναι πιθανό να μην έφταναν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ τον μαγικό αριθμό 151 για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Φυσικά, το ΠΑΣΟΚ της Φώφης θέλει σαν τρελό να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πιθανότατα και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας θα επιθυμούσε σφοδρότατα να φτιάξει κυβέρνηση με τους πασοκτζήδες ώστε να εξασφαλίσει τη στήριξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αδιαφορώντας παγερά για τις επιπτώσεις που θα είχε κάποια τέτοια εξέλιξη στη γραμμή της κυβέρνησής του. Ευνόητο είναι, βέβαια, πως η μετατροπή της δικομματικής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε τρικομματική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-ΑΝΕΛ θα προκαλούσε τη δυσαρέσκεια των τελευταίων, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να επηρεάσουν την κατάσταση, πέρα από το να αυτοκτονήσουν πολιτικά εγκαταλείποντας την κυβέρνηση.
Έτσι, όμως, δεν κερδίζουν τίποτα. Ένα-δύο άτομα θα διασωθούν από αυτούς όλα κι όλα, εγκαταλείποντας την ιδεολογική τους ταυτότητα ως «αντιμνημονιακή Δεξιά». Ούτως ή άλλως θα περιθωριοποιηθούν σε περίπτωση σύμπλευσης Τσίπρα-ΠΑΣΟΚ, ακόμη κι αν παραμένουν στην κυβέρνηση. Όσο όμως και αν δελεάζει τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα αυτή η προοπτική ―του να συνεχίσει δηλαδή αυτός τη σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση της Ελλάδας του ΠΑΣΟΚ― οι αβεβαιότητες που συνδέονται με αυτήν την εξέλιξη των πρόωρων εκλογών τον κάνουν να προβληματίζεται πολύ. Αν βγει δεύτερος, μετά τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, όχι μόνο θα έρθει το τέλος της πολιτικής του καριέρας αλλά το τέλος αυτό θα είναι και πλήρως εξευτελιστικό, τόσο που θα τον διασύρει τουλάχιστον για ολόκληρο τον 21ο αιώνα ως «φονέα της Αριστεράς» με τη διακυβέρνηση που άσκησε. Έτσι κι αλλιώς φυσικά ολόκληρη η Αριστερά θα πληρώσει βαρύ τίμημα για τη διακυβέρνηση Τσίπρα. Όλες ανεξαιρέτως οι συνιστώσες της, από την πιο επαναστατική ως την πιο δεξιά, θα τιμωρηθούν από τους ψηφοφόρους. Αυτό είναι φυσιολογικό. Όπως εμείς δεν κάναμε διάκριση και ο λαός μας δεν έκανε διάκριση ανάμεσα σε έναν …παρακρατικό της δεκαετίας του ’50 και ένα συντηρητικό καθηγητή πανεπιστημίου, οι οποίοι ανήκαν και οι δύο στη ΝΔ της δεξιάς παράταξης του πολιτικού φάσματος, το ίδιο θα γίνει και τώρα. «Την είδαμε και την Αριστερά, όταν έρχεται στην εξουσία, ποια πολιτική ασκεί», θα σκέπτεται ο απλός ψηφοφόρος.
Από την άλλη μεριά, ο Τσίπρας έχει πλεονέκτημα όσο αντίπαλός του στην ηγεσία της ΝΔ είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Σχεδόν με οποιονδήποτε άλλον αρχηγό της ΝΔ, μετά την αποτυχία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας θα ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα έχανε τις εκλογές. Θα αξιοποιήσει, άραγε, ουσιαστικά αυτό το πλεονέκτημα ασκώντας άλλη, εντελώς διαφορετική πολιτική; Πολύ αμφιβάλλουμε. Παρά πολύ.