ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Άλλος για Ξάνθη τράβηξε πήγε κι άλλος για τη Λαμία, κι άλλοι μικρόφωνα βρήκανε τον πόνο τους να πούνε. Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το ταυτόχρονο άνθισμα όλων των «λουλουδιών» της ΝΔ. Ειδικά του Σαμαρά και του Καραμανλή, ακόμη όμως και της Ντόρας η οποία έσπευσε να κάνει αισθητή την παρουσία της χαρακτηρίζοντας «απρεπή» τον… Σόιμπλε, αλλά και του Μεϊμαράκη που εμφανίστηκε δημοσίως προκειμένου να ασκήσει κριτική στον Σαμαρά και να στείλει μήνυμα εθνικής συναίνεσης στα μεγάλα θέματα.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω δεν μπορεί να θεωρηθούν τυχαία. Ο πρώην πρωθυπουργός και ο… κληρονόμος του «εθνάρχη» και ιδρυτή του κόμματος, με την ηγετική εμφάνιση που πραγματοποίησαν την περασμένη Κυριακή, απέδειξαν με τις δημόσιες παρεμβάσεις τους ότι κάτι κινείται στο πολιτικό σκηνικό, το οποίο τους αναγκάζει να δηλώσουν παρόντες και να κάνουν επίδειξη της δύναμης και της επιρροής που διαθέτουν στη συγκεκριμένη συγκυρία. Όπως κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την αδελφή του νυν προέδρου και «εν αναμονή πρωθυπουργού», καθώς και με τον πρώην πρόεδρο της ΝΔ.
Το ζήτημα, μάλιστα, δεν μοιάζει να είναι μόνο ή κυρίως προσωπικό, αλλά έχει να κάνει με τις πολιτικές-ιδεολογικές θέσεις που εκφράζει ο καθένας και τις συμμαχίες τις οποίες έχει οικοδομήσει στο σύστημα εξουσίας. Ο Σαμαράς, για παράδειγμα, εκφώνησε μία ομιλία (στο εμπορικό επιμελητήριο) η οποία ξεκάθαρα υπενθυμίζει προς κάθε κατεύθυνση ότι παραμένει ο φυσικός ηγέτης της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ, του Γεωργιάδη, του Βορίδη και των ομοϊδεατών τους, διατηρώντας ταυτόχρονα γέφυρες επικοινωνίας με τους οπαδούς και ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής.
Από την πλευρά του, το στρατόπεδο του Καραμανλή σάλπισε γενικό προσκλητήριο με αφορμή μια εκδήλωση για τη Μαριέττα Γιαννάκου, στην οποία παραβρέθηκαν δεκάδες βουλευτές και στελέχη του κόμματος, μαζί με πλήθος ενθουσιωδών οπαδών του, οι οποίοι του ζητούσαν πιεστικά να επανέλθει στην ενεργό πολιτική δράση. Στη συγκεκριμένη δε εκδήλωση, οι τόνοι ήταν σαφώς πιο χαμηλοί και διαλλακτικοί σε σύγκριση με εκείνους που χρησιμοποίησε ο Σαμαράς, όπως απαιτεί το πιο «κεντρώο» προφίλ του Καραμανλή και οι προνομιακές και συνάμα οργανικές επαφές που έχει οικοδομήσει με την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου.
Πώς αντιδρά, όμως, ο τυπικά πρόεδρος του κόμματος απέναντι σε αυτό το… κρεσέντο δημόσιων παρεμβάσεων από τις διάφορες φατρίες του; Πέρα από την ολοκλήρωση του σχεδίου μετατροπής της ΝΔ σε «ΑΕ» και την εναγώνια προσπάθεια οικοδόμησης προνομιακών σχέσεων με τα διάφορα «τζάκια», ο Μητσοτάκης γνωρίζει και συνειδητοποιεί ότι κάθεται στη συγκεκριμένη καρέκλα και απολαμβάνει την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις για δύο κυρίως λόγους – και πάντως, όχι για την αξία και την προσωπικότητά του.
Ο ένας είναι ότι ο γόνος της γνωστής οικογενείας αντιμετωπίζεται ως απολύτως αναλώσιμος από τα κέντρα εξουσίας και από όλους τους υπόλοιπους ηγετίσκους, πρώην και εν δυνάμει αρχηγούς, οι οποίοι προτιμούν στη συγκεκριμένη φάση να παραμείνουν επικεφαλής στα φέουδά τους παρά να διακινδυνεύσουν να βγουν στην πρώτη γραμμή. Όσο για τον δεύτερο, έχει να κάνει με την αναγκαιότητα της αστικής τάξης να συγκροτήσει στα γρήγορα και χωρίς πολλά προαπαιτούμενα, μια εναλλακτική λύση στους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ – οι οποίοι απαρτίζουν επίσης μια κυβέρνηση συγκεκριμένου καθήκοντος και περιορισμένου χρόνου.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη το οποίο λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία σε μια ΝΔ η οποία μοιάζει – και πρακτικά είναι – με Βαβέλ. Κάτι το οποίο, ενδεχομένως, είναι πιο ουσιαστικό από τα προηγούμενα και παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού έχει σχέση με τη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Κι αυτό το κάτι δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι η σημερινή ΝΔ μας δίνει μια πρώτης τάξης δυνατότητα να διαπιστώσουμε στην πράξη πόσο λίγο απέχουν η νεοφιλελεύθερη, η κεντρώα και η ακροδεξιά πτέρυγα του συγκεκριμένου πολιτικού μορφώματος. Τόσο λίγο ώστε στην πράξη λειτουργούν συμπληρωματικά, εξυπηρετώντας όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της αστικής τάξης –αποτελώντας, ταυτόχρονα, την άλλη όψη της σημερινής κυβέρνησης στο ίδιο νόμισμα.
Δεν πρόκειται, βεβαίως, για ελληνική εξαίρεση ή καπρίτσιο. Η συνύπαρξη Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών στη Γερμανία, των νεοφιλελέδων με τους φρανκιστές στο ισπανικό Λαϊκό Κόμμα, φιλοευρωπαίων και αντιευρωπαίων στους Βρετανούς Τόρις, απλώς επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.