του Γιώργου Δελαστίκ
EINAI προφανές ότι κάτι βρόμικο συμβαίνει με την Τράπεζα Αττικής —βρόμικο τόσο στο πολιτικό όσο και φυσικά στο οικονομικό πεδίο. Γιατί, άραγε, επιχειρείται να αποδοθούν στο ΣΥΡΙΖΑ οι ευθύνες της πολιτικής που άσκησαν μέσω της Τράπεζας Αττικής —της Attica Bank, όπως τη βλέπουμε γραμμένη πλέον— οι κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου και των Σαμαρά–Βενιζέλου, συμπεριλαμβανόμενης βεβαίως και της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα τον τελευταίο ενάμιση και πλέον χρόνο;
Yπάρχει ένα καθοριστικό στοιχείο που είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό. Ο Γιάννης Γαμβρίλης υπήρξε πρόεδρος της Τράπεζας Αττικής από το Μάρτιο του 2010 μέχρι τον Ιούνιο του 2016. Υπήρξε, δηλαδή, πρόεδρος και επί κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, οπότε και τοποθετήθηκε στη θέση αυτή, και επί κυβέρνησης Σαμαρά–Βενιζέλου και επί κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, τον τελευταίο σχεδόν ενάμιση χρόνο, αφού η διοίκηση Γαμβρίλη παραιτήθηκε μόλις προ τριμήνου. Η Τράπεζα Αττικής χαρακτηρίζεται από μία σοβαρότατη ιδιομορφία. Κύριος μέτοχός της είναι το ΤΣΜΕΔΕ, δηλαδή το ταμείο των ασφαλισμένων μηχανικών. Από το 1997, όταν το ΤΣΜΕΔΕ απέκτησε το 34% των μετοχών της Τράπεζας Αττικής, η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην. Το 1999, για παράδειγμα, τα γενικά διοικητικά έξοδα της Attica Bank ανέρχονταν σε μόλις 1,1 εκατομμύρια ευρώ. Επτά χρόνια αργότερα όμως, το 2006, τα έξοδα είχαν απογειωθεί κατά …τριάντα (!) φορές και ανέρχονταν πλέον σε 35 εκατομμύρια ευρώ. Μόλις πέρασαν επτά ακόμη χρόνια και φτάσαμε στο 2013, παρά τις τρομερές δυσκολίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος που είχε βυθιστεί στην κρίση, τα γενικά διοικητικά έξοδα είχαν φτάσει στα 45 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Γιάννης Γαμβρίλης παρέμεινε τόσα χρόνια πρόεδρος της Τράπεζας Αττικής γιατί ήταν ταυτόχρονα και πρόεδρος του ταμείου των μηχανικών, του ΤΣΜΕΔΕ. Οι στενότατες σχέσεις της Τράπεζας Ατττικής με τους μηχανικούς και, πρωτίστως, με τις κατασκευαστικές εταιρίες ακινήτων εξηγεί εν μέρει και το γιατί τα «κόκκινα» ανοίγματα της τράπεζας έχουν εκτοξευθεί στο 58% (!) των δανείων που έχει συνολικά χορηγήσει, την ώρα που και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν ποσοστό «κόκκινων» δανείων κάτω από 40%. Οι κατασκευαστικές εταιρίες, έχοντας μια τράπεζα «δική τους», την οποία ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα μέσω γνωριμιών, απολύτως λογικό και αναμενόμενο ήταν να την αξιοποιήσουν προς όφελός τους, παίρνοντας δάνεια, τα οποία είτε αδυνατούσαν είτε αδιαφορούσαν να πληρώσουν, λόγω της κρίσης.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης ισχυρίστηκε σε συνέντευξή του προς τον φιλικό προς την κυβέρνηση Τσίπρα διαδικτυακό τηλεοπτικό σταθμό ΤVXS, ιδιοκτησίας Στ. Κούλογλου, ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, ότι «για μακρά περίοδο η Τράπεζα Αττικής λειτούργησε ως “παραμάγαζο” του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ». Δεν αμφισβητούμε αυτό που λέει, αλλά αν ίσχυε μόνο αυτό, γιατί η κυβέρνηση Τσίπρα δεν προσπάθησε να αλλάξει τη διοίκηση της τράπεζας επί ενάμιση χρόνο, κάτι που έκανε μόλις προ τριμήνου; «Όπως διαβεβαίωσε η Τράπεζα Αττικής, το δάνειο του κ. Καλογρίτσα είναι ενήμερο και καλυμμένο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα δάνεια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Ούτε κάλυψη έχουν ούτε εξυπηρετούνται. Πρέπει να διαθέτουν αρκετό θράσος για να λένε όσα λένε και να μην απαντούν για το εάν και πότε θα εξοφλήσουν τα δάνειά τους αυτά τα δύο κόμματα», πρόσθεσε ο Γ. Δραγασάκης. Επειδή όμως ο Χρ. Καλογρίτσας συνδέεται πολιτικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι εξόφθαλμο ότι αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά η εταιρία του από την Τράπεζα Αττικής —και αυτό ίσως εξηγεί γιατί η κυβέρνηση δεν φάνηκε εχθρική προς τη διοίκηση Γαμβρίλη που είχε κάνει την τράπεζα «παραμάγαζο του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ». Πάντως, το 2015 η εταιρία Καλογρίτσα πήρε από την Τράπεζα Αττικής δάνεια ύψους 50,5 εκατομμυρίων ευρώ, παρόλο που βρισκόταν στην ένατη χειρότερη θέση της δεκάβαθμης κλίμακας (ΑΑ, Α, ΒΒ, Β, C, D, E, F, G, H) αξιολογούμενη με G.
Παρόλα αυτά, η Τράπεζα Αττικής από 10 εκατομμύρια ευρώ που ήταν το ανώτατο όριο πιστοληπτικής της ικανότητας τον Ιούνιο του 2014, στις 21 Ιουλίου 2015 (αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή είχε κερδίσει τις εκλογές) το …πενταπλασίασε (!) ανεβάζοντάς το στα 50 εκατομμύρια ευρώ και μόλις 16 ημέρες αργότερα το διπλασίασε και πάλι, ανεβάζοντάς το στα 100 εκατομμύρια!