του Διονύση Ελευθεράτου
Μερικές διαπιστώσεις με αφορμή το «σίριαλ» των Ρώσων εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων
Κατ’ αντιστοιχία της έκφρασης «κάποιοι είναι πιο ίσοι από τους άλλους», νοείται και το «κάποιοι είναι πιο ένοχοι από τους άλλους»… Το σίριαλ «Ρώσοι αθλητές εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων της Βραζιλίας» επιβεβαιώνει την ιδιότητα του ντόπινγκ και των σχετικών με αυτό επιβαλλόμενων κυρώσεων ως «μπαλαντέρ», σε «χοντρές» παρτίδες. Επιχειρηματικές, πολιτικές ή αμφότερα.
Εξηγούμαστε: Προφανώς και στον ρωσικό αθλητισμό γίνεται το …«έλα να δεις» με τα αναβολικά. Όπως παντού… Εδώ και δεκαετίες είναι «κοινό μυστικό» πως οι θρίαμβοι σε κορυφαίο επίπεδο προϋποθέτουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις «έξτρα ενισχύσεις» στην αντοχή ή την εκρηκτικότητα των αθλητών. Σε ορισμένα αγωνίσματα, μάλιστα, η «έξτρα ενίσχυση» αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ…
Ακριβώς για αυτόν το λόγο, στερείται σοβαρότητας η ιδέα ότι μια, δυο, ή τρείς χώρες (σήμερα η Ρωσία, ένεκα προφανούς πολιτικής σκοπιμότητας) είναι «μαύρα πρόβατα» σε ένα παγκόσμιο «μαντρί» βιομηχανίας αθλητικού θεάματος, που κατά τα κατακλύζεται από …άσπρα ολίγον γκριζωπά «ζωντανά».
Η υποτιθέμενη ειδοποιός διαφορά είναι πως τα ρωσικά ντοπαρίσματα συντελούνται με κρατική ενθάρρυνση και συγκάλυψη, εν αντιθέσει προς τα …ειωθότα στην Δ. Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Όπου, τι αλήθεια; Όπου οι επί μέρους …«ιδιωτικές» ζαβολιές, τα «παραστρατήματα» αθλητών, προπονητών και χορηγών πιάνουν τόσο συχνά στον ύπνο τις καλοκάγαθες αρχές; Ας γελάσουμε…
Σε όλη την υφήλιο, καμία κρατική -εποπτική αρχή δεν ήταν τόσο ηλίθια, ώστε να μην αντιλαμβάνεται πχ γιατί οι μπασκετμπολίστες του ΝΒΑ που συμμετείχαν σε ολυμπιακά τουρνουά ουδέποτε υποβάλλονταν στους αντίστοιχους ελέγχους (κι ας ελέγχονταν στις ΗΠΑ). Ούτε φυσικά χρειαζόταν κανείς Ηρακλής Πουαρό για να αντιληφθεί τι συνέβαινε λχ με την άρση βαρών στην Ελλάδα, επί σειρά ετών. Εδώ κοτζάμ Εθνική Ομάδα άρσης βαρών -για την ελληνική μιλάμε πάντα- αποφασίστηκε την τελευταία στιγμή να απόσχει από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1997, αλλά αυτό το «τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια» περιβλήθηκε από μακαριότητα…
Καμία κρατική-εποπτική αρχή δεν ήταν τόσο αφελής, ώστε να μην ερμηνεύει σωστά το …μαζικό φαινόμενο αθλητών διαφόρων χωρών, οι οποίοι εμφανίζονταν «από το πουθενά», έκαναν μία συγκλονιστική επίδοση σε κάποια μεγάλη διοργάνωση, κατόπιν «εξαφανίζονταν» για μεγάλα χρονικά διαστήματα, για να επιστρέψουν θριαμβευτικά σαν …τον Ρίνγκο σε ένα μίτινγκ που υποσχόταν πολλά λεφτά στους νικητές.
Οι ίδιοι οι κύκλοι της «εμφάνισης-εξαφάνισης» αντανακλούσαν και αντανακλούν απαντήσεις στο …κλασσικό ερώτημα: «Βγαίνουν ή δεν βγαίνουν οι ημερομηνίες;…». Αυτή ακριβώς η επιλεκτικότητα των χρηστών αναβολικών ακυρώνει το «επιχείρημα» που …ευπρεπίζει τη βιομηχανία απάτης: «Εαν σχεδόν όλοι ντοπάρονται, τότε πάλι οι ικανότεροι επικρατούν, απλώς οι επιδόσεις τους είναι καλύτερες. Αν ρισκάρουν την υγεία ή και τη ζωή τους, κακό του κεφαλιού τους…». Μα, πρώτον, δεν καταναλώνουν όλοι τις ίδιες ακριβώς ουσίες και, δεύτερον, δεν «χτυπούν» όλοι κορυφαίες θέσεις στις ίδιες διοργανώσεις. Άρα καμία «ισότητα συνθηκών» δεν νοείται…
«Μα τα τελευταία χρόνια αποκαλύπτονται και αποκαθηλώνονται πολλοί και πολλές», θα παρατηρήσει κανείς. Σωστά. Αποκαθηλώνονται μάλιστα και «ιερά τέρατα», όπως η Μάριον Τζόουνς και ο Τιμ Μοντγκόμερι στις ΗΠΑ (αμφότεροι διάσημοι σπρίντερ). Απαραίτητο. Διότι διαφορετικά, με τόση μπόχα που αναδύεται επί δεκαετίες, η επιχείρηση «ελεγχόμενου εξαγνισμού» δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει, ούτε καν προσωρινά, κάτι από την «αξιοπιστία» της βιομηχανίας -εν μέρει …χημικής- του αθλητικού θεάματος.
Αφήστε που συχνότατα οι ενασχολήσεις κρατικών αρχών με το ντόπινγκ γίνονται κατόπιν πιέσεων εκ μέρους «εξωθεσμικών ισχυρών παραγόντων» (όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα), που νιώθουν «ριγμένοι». Το κατανόησαν αυτό όσοι παρακολούθησαν -προ δεκαετίας- την υπόθεση της αμαρτωλής αμερικανικής εταιρείας BALCO, του «παρασκευαστή» Βίκτορ Κόντε που τροφοδοτούσε «κόσμο και κοσμάκη» και στην Ελλάδα (όπως και ο Πάτρικ Άρνολντ, παρασκευαστής του συνθετικού αναβολικού THG).
Τα «κατορθώματα» της BALCO πιθανότατα δεν θα έβγαιναν στη φόρα, ούτε θα σύρονταν «στη σέντρα» διάσημοι πελάτες της (Μάριον Τζόουνς, Τιμ Μοντγκόμερι, Κέλι Γουάιτ), εάν δεν είχαν μεριμνήσει …ομοειδή κυκλώματα που είχαν ζημιωθεί από τον «επεκτατισμό» της εταιρείας του Βίκτορ Κόντε.
«Έστω κι έτσι οι αποκαλύψεις είναι ευπρόσδεκτες», θα παρατηρήσει κάποιος. Σωστά. Αρκεί να γίνεται αντιληπτό ότι, αναλογικά, το αθέατο κι ανενόχλητο τμήμα της αθλητικής «βιοχημείας» παραμένει απείρως μεγαλύτερο, εκείνου που αποκαλύπτεται. Όπως οι προεξέχουσες κορυφές των παγόβουνων είναι ανάλογες του μεγέθους των κρυμμένων στη θάλασσα τμημάτων, έτσι και τα μεγαλύτερα αθλητικά στερεώματα καταβάλουν μεγαλύτερο «φόρο» στην εκάστοτε επιχείρηση ελεγχόμενου «εξαγνισμού». Με την έμφαση στο «ελεγχόμενου», ώστε να μην ναρκοθετεί ολάκερη η βιομηχανία…
Αλλά, είπαμε: Μερικοί είναι πιο ένοχοι από τους άλλους… Επιβεβαιωμένο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988 (Σεούλ), που κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η αφετηρία της απομυθοποίησης των «υπερ-ανθρώπων». Ήταν τότε που αφαιρέθηκε το χρυσό μετάλλιο της κούρσας των 100 μ. από τον ντοπαρισμένο Καναδό Μπεν Τζόνσον και δόθηκε στον Αμερικανό Καρλ Λιούις. Ήταν τότε που «πιάστηκαν στα πράσα» και ακυρώθηκαν Βούλγαροι και Ούγγροι αρσιβαρίστες, αθλητές του μοντέρνου πεντάθλου, παλαιστές, κλπ. Ήταν, όμως, τότε που δεν αφαιρέθηκε το ασημένιο μετάλλιο από τον Λ. Κρίστι, μολονότι ο Βρετανός σπρίντερ βρέθηκε ντοπαρισμένος: Είπε πως είχε φάει ρίζα κινέζικου φυτού και …καθάρισε.
Κι ήταν, φυσικά, τότε που όλοι ήξεραν τι συνέβαινε με την Αμερικανίδα Φλόρενς Γκρίφιθ Τζόινερ, τη σπρίντερ που κατέκτησε 3 χρυσά μετάλλια και ένα αργυρό. Τη δακτυλοδεικτούμενη αθλήτρια που, σύμφωνα με μία έκφραση της εποχής «μεταβλήθηκε σε χρόνο ρεκόρ από πανέμορφη κοπέλα σε θηλυκό γορίλα», προτού βελτιώσει τις επιδόσεις της σε βαθμό αδιανόητο. Έπειτα από τους Αγώνες της Σεούλ, σε ηλικία 29 μόλις ετών, σταμάτησε τον αθλητισμό. Το κακό όμως, για τον οργανισμό της, φαίνεται πως είχε ήδη γίνει. Πέθανε στα 39 της χρόνια.
Επιστροφή στις ημέρες μας: Στο «πολιτικό πεδίο», η τρέχουσα υπόθεση με το ρωσικό ντόπινγκ διαθέτει τους «σκληρούς», δηλαδή τη WΑDA που ήθελε καθολικό αποκλεισμό και τους «μετριοπαθέστερους», δηλαδή τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή. Ανέκαθεν η ΔΟΕ λάμβανε υπόψη πολλές παραμέτρους και -επίσης ανέκαθεν- έβρισκε τρόπους να εξυπηρετεί τα «θέλω» των χωρών του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Οι ίδιες οι αναθέσεις των Αγώνων σφραγιζόταν από αυτά τα «θέλω». Παράδειγμα: Όταν οι ελίτ στη Δύση έκριναν πως έπρεπε να εμπεδωθούν οι μεταπολεμικές συμμαχίες και να δοθεί οριστική «άφεση αμαρτιών» στους παλιούς εχθρούς, οι χώρες που απάρτιζαν τον «Άξονα» στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο «πήραν» Ολυμπιακούς σχεδόν διαδοχικά. Ιταλία το 1960, Ιαπωνία το 1964, Δυτική Γερμανία το 1972. Μεσολάβησε, το 1968, η Ολυμπιάδα στο Μεξικό, η φιλο-αμερικάνικη κυβέρνηση του οποίου βρήκε φυσικά την πλήρη κατανόηση «της διεθνούς κοινότητας» (πολιτικής και αθλητικής) όταν, λίγο πριν από την έναρξη των Αγώνων, έπνιξε στο αίμα τις φοιτητικές κινητοποιήσεις στη χώρα.
Εάν μάλιστα στρέψουμε τη μηχανή του χρόνου σε παλιότερες εποχές, θα διαπιστώσουμε ότι η αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων δεν οφείλεται τόσο στον «αγνό ρομαντισμό» του βαρόνου Ντε Κουμπερντέν, όσο στη διάθεσή του, έπειτα και από την ήττα στον γαλλο-γερμανικό πόλεμο του 1870-71, να διαμορφώσει έναν τομέα -τον αθλητικό- που θα είχε γαλλική πρωτοκαθεδρία. Ως αντίβαρο στη γερμανική οικονομική και στρατιωτική υπεροχή. Έχασαν οι Γάλλοι την Αλσατία, και ο Κουμπερντέν θυμήθηκε την …αρχαία Ολυμπία. Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Κι ήταν εξ αρχής για γέλια η θεωρία περί «ολυμπιακού κινήματος αμόλυντου από πολιτικές σκοπιμότητες»…