του Λεωνίδα Βατικιώτη
Σε κρίση εισέρχονται οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, μετά την απόπειρα του στρατού να καταλάβει την εξουσία. Η διαφαινόμενη στροφή του Ερντογάν στην εξωτερική πολιτική της χώρας του υπονομεύει τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε όλη την περιοχή.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ήταν η μεγάλη διακύβευση του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 κι όχι τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της χώρας. Αρκεί μια ματιά σε δύο κορυφαία γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της Παρασκευής για να αποκαλυφθούν καλύτερα όσα εσχάτως είχαν δρομολογηθεί από τον Ερντογάν, σε μια μείζονα στροφή της πολιτικής του, κι έθεταν σε κίνδυνο τα άμεσα συμφέροντα και τα μελλοντικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή.
Αρχικά ήταν η αποπομπή του πρωθυπουργού Αχμέντ Νταβούτογλου τον Μάιο του 2016. Παρότι η σύγκρουση των δύο ανδρών αποδόθηκε σε προσωπικούς ανταγωνισμούς και παρότι μάλιστα ο πρώην πρωθυπουργός είχε δώσει ιστορικό βάθος και θεωρητική υπόσταση στο νεο-οθωμανισμό, όπως συμπυκνωνόταν στο απόφθεγμα «η Τουρκία δεν είναι στην περιφέρεια της Ευρώπης αλλά στο κέντρο του Ισλαμικού πολιτισμού» αποτελούσε κατά κοινή ομολογία δύναμη μετριοπάθειας σε σύγκριση με τον Ερντογάν. Επιπλέον θεωρούνταν δεδομένες οι επαφές και οι σχέσεις τους με τη Δύση, χωρίς να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί αν αυτοί οι δεσμοί οδήγησαν τον Ερντογάν να του δείξει την έξοδο.
Το δεύτερο γεγονός σχετίζεται με την συγγνώμη που ζήτησε ο τούρκος πρόεδρος από τον ρώσο ομόλογό του, Πούτιν, με αφορμή την κατάρριψη από την τουρκική αεροπορία του ρωσικού μαχητικού το Νοέμβριο του 2015. Αφορμή αποτέλεσε η παραβίαση, σύμφωνα με τις τουρκικές αιτιάσεις, του εναέριου χώρου της Τουρκίας. Το κίνητρο για τη στροφή 180 μοιρών της Τουρκίας στις 27 Ιουνίου δεν ήταν οι οικονομικές επιπτώσεις του ρωσικού εμπάργκο ή τουλάχιστον κυρίως αυτές, παρότι προκάλεσαν βαρύτατο πλήγμα στην τουρκική οικονομία. Ενδεικτικά, το πρώτο εξάμηνο του 2016 οι τουρκικές εξαγωγές στη Ρωσία μειώθηκαν κατά 60%, ενώ μόνο τον Μάιο οι Ρώσοι τουρίστες στην Τουρκία μειώθηκαν κατά 90% σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Το σημαντικότερο κίνητρο για την αναθέρμανση των ρωσο-τουρκικών σχέσεων (που θα επισημοποιηθεί και θα βαθύνει περαιτέρω με την επίσκεψη του τούρκου πρωθυπουργού τον Αύγουστο στη Μόσχα) ήταν η συντριπτική ήττα που κατέγραψε η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στη Συρία κι η οποία ανάγκασε την Άγκυρα να αναθεωρήσει στρατηγικές επιλογές της. Η σύλληψη δε των δύο τούρκων πιλότων που κατέρριψαν το ρωσικό μαχητικό, μαζί με τις δεκάδες χιλιάδες άλλους, κι οι κατηγορίες ότι πάτησαν τη σκανδάλη κατόπιν οδηγιών από άλλα κέντρα κλείνει και τυπικά την παρένθεση που άνοιξε το Νοέμβριο.
Στροφή Ερντογάν σε Ρωσία και Ιράν
Σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία αποτελούσε η αποτροπή της δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που θα στέγαζε τα 15 εκ. περίπου Κούρδων οι οποίοι κατοικούν στην Τουρκία. Με άλλα λόγια, η διαφύλαξη της εδαφικής της ακεραιότητας. Παρόλα αυτά ούτε το απαγορευτικό που έβγαλε στους Αμερικάνους το 2003, απαγορεύοντας τους να χρησιμοποιήσουν τα εδάφη της για μια χερσαία επέμβαση από το βορρά στο Ιράκ, ούτε η πολυεπίπεδη στήριξη που προσέφεραν από το 2011 στους Ισλαμιστές που συνέρρεαν στη Συρία, κατάφεραν να αποτρέψουν τη δημιουργία κουρδικών ημι-αυτόνομων έστω κρατών στο βόρειο Ιράκ και τη βόρεια Συρία. Ωστόσο, αν στο Ιράκ η τουρκική πολιτική απλώς απέτυχε, στη Συρία η βόμβα έσκασε στα χέρια της! Οι αλλεπάλληλες βομβιστικές επιθέσεις στην Τουρκία (μόνο το 2016 έχουν φτάσει τις 3) είναι το τίμημα που πληρώνει η Άγκυρα για την επιλογή της να συμμαχήσει με τα Νεάντερναλ του Ισλαμισμού, χρησιμοποιώντάς τους ως μοχλούς για την ανατροπή του Άσαντ και την συντριβή των Κούρδων.
Οι ιστορικές αυτές αποτυχίες επέβαλαν την εκ βάθρων αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, που είναι αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη. Σε αυτό το πλαίσιο το πρώτο που φαίνεται να αλλάζει είναι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ. Την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον μπορεί να τις ένωσε το μίσος για τον Άσαντ κι η αγάπη για τους ισλαμιστές σφαγείς, τις χώρισαν ωστόσο οι Κούρδοι, στους οποίους οι ΗΠΑ έδωσαν κράτος, έστω πρόπλασμα, ως ανταμοιβή για την ηρωική τους μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους, όταν οι πρώην σύμμαχοι έγιναν εχθροί. Πλέον όμως οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει στη Συρία, με τον Άσαντ να εμφανίζεται αμετακίνητος παρά τα όσα έκαναν για να τον «ξεκολλήσουν» εχθροί (Ουάσινγκτον) και φίλοι (Μόσχα) και τη Ρωσία να έχει εγκατασταθεί μόνιμα στη Συρία. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν και το γεγονός ότι η Ρωσία ενημερώθηκε έγκαιρα για την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία και ειδοποίησε τον Ερντογάν 5 ώρες πριν την εκδήλωσή του, μέσω της αεροπορικής βάσης που διατηρεί στο Χμεϊμίμ της βόρειας Συρίας. Αυτοί που αποφασίζουν επομένως για τη Συρία είναι πλέον οι Ρώσοι, που με την επέμβασή τους έβαλαν για πρώτη φορά μετά το 2001 ένα φραγμό στην εξάπλωση των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή.
Η Τουρκία επομένως τροποποιεί το μίγμα της συμμαχικής της πολιτικής, αναβαθμίζοντας τα θέση των αντιαμερικανικών δυνάμεων. Κι αυτό έγινε σαφές και με αφορμή τα όσα ειπώθηκαν στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο Ερντογάν με τον ιρανό ομόλογό του, Χασάν Ρουχανί, τρεις μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, όταν τόνισε πως «η Τουρκία είναι έτοιμη να εργαστεί για την επαναφορά της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή μαζί με τη Συρία και το Ιράν»! Ο υπό διαμόρφωση άξονας Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν δεν αναιρεί τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία για παράδειγμα τα αντικρουόμενα συμφέροντά της με τη Ρωσία στον Καύκασο και την Μαύρη Θάλασσα ή σε ό,τι αφορά το Ιράν τις θρησκευτικές διαφορές. Παράλληλα η απόφαση του Ερντογάν να κλείσει και το μέτωπο με το Ισραήλ, όπως άνοιξε το 2010 με αφορμή την επίθεση των Σιωνιστών στο Μαβί Μαρμαρά, την ίδια μέρα μάλιστα που τερμάτισε τη διαμάχη με τη Ρωσία επιβεβαιώνει το κοινό στοιχείο της διπλωματίας με την ιστιοπλοΐα: ποτέ ο συντομότερος δρόμος δεν είναι η ευθεία…
Σε αυτό το πλαίσιο η στάση αναμονής που τήρησε η Ουάσινγκτον αρνούμενη να καταδικάσει το πραξικόπημα μέχρι να γίνει σαφής η αποτυχία του και η φιλοξενία που προσφέρουν στον δισεκατομμυριούχο Γκιουλέν, μεταξύ άλλων, έδειξαν ότι οι Αμερικάνοι ακόμη κι αν δεν είχαν καθοδηγήσει το σχέδιο ανατροπής του Ερντογάν είχαν κάθε συμφέρον από την ευόδωσή του. Δηλαδή, την ακύρωση των σχεδίων του και την εκδίωξή του από την προεδρία. Δεν θα ήταν άλλωστε κι η πρώτη φορά που αναμιγνύονταν σε πραξικόπημα. Για να μην παραπέμψουμε κι εμείς όπως έκαναν οι Ιρανοί αξιωματούχοι στο 1953 όταν οι ΗΠΑ ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρόεδρο Μοσαντέκ, μόλις 3 χρόνια πριν ΗΠΑ και Ισραήλ ανέτρεψαν εν ψυχρώ τον εκλεγμένο πρόεδρο της Αιγύπτου και ηγέτη των Αδελφών Μουσουλμάνων, Μοχάμεντ Μόρσι, υπό τις επευφημίες μάλιστα της κοσμοπολίτικης ευρωπαϊκής Αριστεράς που στη διακυβέρνησή του διέκρινε τον κίνδυνο ανόδου του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Το λουτρό αίματος που ακολούθησε στη συνέχεια εναντίον Αδελφών Μουσουλμάνων πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων… Ούτε η πρώτη φορά άλλωστε ήταν ούτε η τελευταία… Αν λοιπόν το έκαναν οι Αμερικάνοι στην Αίγυπτο πριν 3 χρόνια γιατί να μην το κάνουν και στην Τουρκία τώρα, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να επιβάλλουν καθεστώτα απόλυτα ελεγχόμενα απ’ αυτούς;
Από την άλλη, οι ευθείες κατηγορίες τούρκων αξιωματούχων, ακόμη και υπουργών, για τις ευθύνες των ΗΠΑ στην οργάνωση του πραξικοπήματος, το προσωρινό κλείσιμο της αμερικανικής βάσης του Ιντσιρλίκ κι οι απειλές για αποχώρηση από το ΝΑΤΟ (που όσοι τις θεωρήσουν υπερβολικές ή απλώς εκφοβιστικές ας αναρωτηθούν πόσοι θεωρούσαν πιθανή την έξοδο της Αγγλίας από την ΕΕ πριν δέκα χρόνια) υπόσχονται μια νέα περίοδο εντάσεων και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που μοιραία θα μεταφέρονται στο εσωτερικό κάθε χώρας. Πολύ συχνά μάλιστα προκαλώντας και ποτάμια αίματος μεταξύ των λαών που θα πληρώνουν το λογαριασμό των συγκρούσεων μεταξύ των αστικών τάξεων.