Γιώργος Παυλόπουλος
1. Κυλιόμενες απεργίες στα λιμάνια και τους σιδηροδρόμους, στα διυλιστήρια και πολλές άλλες επιχειρήσεις και υπηρεσίες. Καθημερινές συγκεντρώσεις και πορείες δεκάδων χιλιάδων στο Παρίσι και άλλες πόλεις της Γαλλίας. Διεργασίες στα συνδικάτα, κυρίως τη CGT και την FO, για κλιμάκωση των εργατικών κινητοποιήσεων, ενώ παράλληλα εκατοντάδες νέοι συνεχίζουν να συγκεντρώνονται στις πλατείες, στις συζητήσεις, εκδηλώσεις και ολονυκτίες που οργανώνονται στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Κινήματος της Αγρύπνιας» (Nuit Debut).
Το κεφάλαιο και η αστική τάξη, η κυβέρνησή τους και τα κόμματά τους, είναι φανερό ότι ανησυχούν. Κάποιοι, μάλιστα, δεν δίστασαν να κάνουν λόγο για ενδείξεις ενός «νέου Μάη» που είναι έτοιμος να ξεσπάσει. Η απάντηση είναι βίαιη καταστολή -1.300 συλλήψεις και εκατοντάδες τραυματίες τις τελευταίες εβδομάδες- με ταυτόχρονη προσπάθεια τρομοκράτησης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Βαλς κάλεσε τις ηγεσίες των συνδικάτων να επιδείξουν συναίσθημα ευθύνης και να διακόψουν τις απεργίες και τις πορείες γιατί, όπως είπε, ευνοούν «κάποιους οι οποίοι θέλουν να σκοτώσουν ένα αστυνομικό». Ενώ την ίδια στιγμή, όλως τυχαίως, ο επικεφαλής των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών προειδοποίησε ότι το Ισλαμικό Κράτος ετοιμάζει μπαράζ τρομοκρατικών επιθέσεων στο έδαφος της χώρας με την ευκαιρία της διεξαγωγής του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, τον Ιούνιο.
Η Γαλλία είναι φανερό ότι «βράζει». Παρά το πέπλο του φόβου, το κοινωνικό ζήτημα έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο και ζητά επιτακτικά απαντήσεις. «Φτάνει πια, εδώ είναι Γαλλία», λένε οργισμένοι ακόμη και εκπρόσωποι των μεσαίων στρωμάτων, που βλέπουν να απειλούνται κατακτήσεις δεκαετιών και δικαιώματα βαθιά κατοχυρωμένα στη χώρα που γέννησε τον διαφωτισμό.
Κι όμως, σε αυτό το σκηνικό, το πολιτικό όφελος μοιάζει να διοχετεύεται αποκλειστικά προς τη Δεξιά, σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της. Καθώς η χώρα εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο ενόψει της διπλής αναμέτρησης για τον νέο πρόεδρο και τα μέλη της βουλής (στις 23 Απριλίου και 7 Μαΐου 2017), το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν και η ακροδεξιά πτέρυγα του UMP, υπό τον Σαρκοζί, φαντάζουν ως τα απόλυτα φαβορί. Όσο για τους Σοσιαλιστές, φέρονται να προκρίνουν ως δικούς τους υποψήφιους είτε τον πρωθυπουργό Βαλς είτε τον υπουργό Εργασίας και εμπνευστή του νομοσχεδίου που έχει πυροδοτήσει τη λαϊκή και νεολαιίστικη οργή, Μακρόν.
2. Δεν πρέπει να υπάρξει καμία υπαναχώρηση από τις αλλαγές στην αγορά εργασίας, διεμήνυσε την Τετάρτη ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας και μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, Βιλερουά ντε Γκαλό. «Μια σημαντική ενίσχυση των μεταρρυθμίσεών μας δεν είναι μόνο απαραίτητη, αλλά και εφικτή», πρόσθεσε, προσφέροντας στήριξη στην κυβέρνηση των Σοσιαλιστών. Ανάλογη στάση τηρεί και η ομοσπονδία βιομηχάνων της χώρας, η Medef, η οποία επανειλημμένως έχει χαρακτηρίσει τον «νόμο Μακρόν» ως «κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση», ζητώντας όμως παράλληλα να υπάρξουν και άλλα, ακόμη πιο αποφασιστικά βήματα -πέρα, βεβαίως, από τα 50 και πλέον δισ. των φοροαπαλλαγών που της έχουν χορηγήσει από πέρυσι οι Ολάντ και Βαλς. Την ικανοποίησή τους δεν κρύβουν ούτε οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο, που μπορεί να ανέχθηκαν την παράβαση του χρονοδιαγράμματος για την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας (στον απόηχο και των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Παρίσι), ποτέ όμως δεν αποδέχθηκαν οποιαδήποτε σκέψη για τη μη επιβολή της.
Δεν χωράει αμφιβολία, λοιπόν, ότι το αντιδραστικό μέτωπο κεφαλαίου-τραπεζιτών-ΕΕ-κυβέρνησης είναι αποφασισμένο να οδηγήσει με κάθε μέσο και κόστος και τη Γαλλία στον δρόμο της «εξυγίανσης», με την εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών ανάλογων με εκείνες που υλοποιήθηκαν στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Κύπρο και άλλες χώρες -χωρίς, για ευνόητους λόγους, να συνοδεύονται από το «περιτύλιγμα» ενός μνημονίου. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι στον πυρήνα του συγκεκριμένου νομοσχεδίου βρίσκονται μέτρα τα οποία αποτελούν πάγιες και αδιαπραγμάτευτες απαιτήσεις των Γάλλων εργοδοτών και των Βρυξελλών, ανταποκρινόμενα στην τάση για την ύπαρξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας, προς χάρην της ανταγωνιστικότητας.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών που αφορούν στην απόλυση εργαζομένων από τις επιχειρήσεις, με το (γνωστό, πλέον) επιχείρημα ότι πρόκειται για μια κίνηση η οποία θα διευκολύνει τις προσλήψεις. Επί της ουσίας, βεβαίως, υπονοείται ότι οι εργοδότες θα εκμεταλλεύονται τις κρατικές επιδοτήσεις για να προσλαμβάνουν άνεργους και νέους και, όταν αυτές εκπνέουν, θα τους απολύουν προκειμένου να φέρουν άλλους στη θέση τους, μαζί με επιπλέον κρατικό χρήμα…
Επίσης, προωθείται η απελευθέρωση πολλών από τα λεγόμενα «κλειστά επαγγέλματα», ενώ αυξάνονται σε τουλάχιστον 12 οι Κυριακές στις οποίες δίνεται δικαίωμα στα εμπορικά καταστήματα να λειτουργούν σε όλες τις περιοχές της χώρας και όχι μόνο τις τουριστικές -δύο ρυθμίσεις που επίσης έχουν έντονη μνημονιακή χροιά.
Ως «κερασάκι στην τούρτα», η κυβέρνηση επιφύλαξε την καίρια υπονόμευση του 35ωρου, μιας από τις σημαντικότερες (ίσως και η τελευταία…) κατακτήσεις της εργατικής τάξης στην Ευρώπη, που θεσπίστηκε το 2000 από την «πλουραλιστική Αριστερά» του τότε πρωθυπουργού Λιονέλ Ζοσπέν. Όπως προβλέπει η νέα νομοθεσία, ο υπολογισμός των ωρών εργασίας δεν θα γίνεται πλέον σε εβδομαδιαία βάση (κάτι που καθιστά σχεδόν αδύνατη την παραβίαση του 35ωρου), αλλά ως μέσος όρος για ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, που θα καθορίζεται με βάση τις ανάγκες της επιχείρησης και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα μπορούν να γίνονται «λάστιχο», ενώ οι εργοδότες θα αποφεύγουν την καταβολή ακριβών υπερωριών -όσο για το 35ωρο, θα συνεχίσει τυπικά να ισχύει.
Πρέπει, ωστόσο, να ξεκαθαρίσουμε ότι η ουσία των αντιδραστικών αλλαγών που προωθούνται σήμερα στη Γαλλία δεν εξαντλείται στα εργασιακά και το «κούρεμα» θεμελιωδών κατακτήσεων, αλλά επεκτείνεται και στο επίπεδο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Εκεί, δηλαδή, όπου έχει αρχίσει να καθίσταται σαφές ότι στη μήτρα της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας αναπτύσσεται ένα μοντέλο ιδιότυπου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού -το οποίο και έρχεται να «κουμπώσει» περίφημα στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας. Άλλωστε, η επιλογή της κυβέρνησης να περάσει το επίμαχο νομοσχέδιο με τη διαδικασία του προεδρικού διατάγματος και παρακάμπτοντας τη βουλή, προκειμένου να αποφύγει τη συζήτηση και τη διαφαινόμενη «ανταρσία» δεκάδων βουλευτών της, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας όσον αφορά στις προθέσεις της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ενέργεια αυτή, η κυβέρνηση επικαλέστηκε το εδάφιο «49-3» του συντάγματος που θέσπισε ο Σαρλ ντε Γκολ το 1958 (δεν υπήρχε στο προηγούμενο), σε μια εποχή που μαινόταν ο Πόλεμος της Αλγερίας, για να αποτελέσει την ιδρυτική πράξη της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί ειδικοί, για το «πυρηνικό όπλο» που έχει στη διάθεσή της κάθε κυβέρνηση, για τις περιπτώσεις εκείνες που βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλες δυσκολίες και έκτακτες καταστάσεις, καθώς της δίνει τη δυνατότητα να περνά τους νόμους που θέλει χωρίς ψηφοφορίες. Ο μοναδικός τρόπος αποτροπής είναι να κατατεθεί και να υπερψηφιστεί πρόταση μομφής στην Εθνοσυνέλευση εντός 48 ωρών, κάτι που θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο -απόδειξη το γεγονός ότι έχει γίνει μόνο μια φορά, το 1962, με θύμα τον Ζορζ Πομπιντού.
Αποκαλυπτική είναι, επίσης, η ευθεία και οργανική σύνδεση της κυβερνητικής πρακτικής που περιγράφηκε αμέσως πριν, καθώς και του τρόπου αντιμετώπισης των διαδηλώσεων οι οποίες έχουν ξεσπάσει σε κάθε γωνιά της Γαλλίας, με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει κηρυχθεί και ισχύει στη χώρα (μετά και από δύο παρατάσεις) μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 13ης Νοεμβρίου. Όσοι ενδεχομένως δεν το έχουν αντιληφθεί, πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι αυτή την εβδομάδα, η αστυνομία επικαλέστηκε τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Γαλλία για να απαγορεύσει τη συμμετοχή σε κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας όσων «ακτιβιστών» έχουν χαρακτηριστεί ως «ύποπτοι» για την πρόκληση επεισοδίων και τη διασάλευση της δημόσιας τάξης -μάλιστα, την περασμένη Τρίτη, η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε στην πράξη, σε τουλάχιστον 50 ανθρώπους.
Υπενθυμίζεται πως η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η οποία επέτρεψε και την ανάπτυξη του στρατού στους δρόμους του Παρισιού και άλλων πόλεων, βασίζεται επίσης σε μια διάταξη του στρατάρχη και προέδρου ντε Γκολ από τη δεκαετία του ’50 και, πιο συγκεκριμένα, από το 1955, με φόντο επίσης την Αλγερία. Πρόκειται για μια διάταξη η οποία ακόμη και τότε είχε κριθεί πολύ ακραία για να περιληφθεί στο σύνταγμα του 1958 -όμως, ο Ολάντ και ο Βαλς επιχείρησαν να την εντάξουν τώρα σε αυτό, με μια τροποποίηση που θα περιλάμβανε και την αυτόματη αφαίρεση της γαλλικής υπηκοότητας από όσους καταδικάζονται για σχέση με την τρομοκρατία, ακόμη κι αν έχουν γεννηθεί στη χώρα.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι μετά τις έντονες αντιδράσεις, ακόμη και στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αναγκάστηκαν τελικώς να αποσύρουν τις διατάξεις αυτές και να τις βάλουν στον «πάγο». Μέχρι πότε, όμως; Σίγουρα, όχι για πολύ, καθώς η Γαλλία είναι φανερό πως βρίσκεται στη διαδικασία μιας ακραία συντηρητικής και αντιδραστικής στροφής σε όλα τα επίπεδα. Και μάλιστα, με την Αριστερά ηχηρά αδύναμη, αν όχι απούσα, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο…
Η χρήσιμη (για το σύστημα) Κεντροαριστερά
Σύνοδος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών δεν γίνεται, πλέον, χωρίς την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα -νυν πρωθυπουργού της Ελλάδας και τέως επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς- ο οποίος τυπικά είναι επίτιμος προσκεκλημένος, ουσιαστικά όμως αποτελεί εδώ και καιρό ένα …δόκιμο μέλος της συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας. Το διμερές φλερτ έχει καταστεί κάτι παραπάνω από φανερό κυρίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε, όπως αναφέρουν οι κακές γλώσσες, οι θεωρούμενοι ως γνήσιοι εκπρόσωποι της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, παραδοσιακοί και όψιμοι, να αισθάνονται παραμελημένοι από τους συντρόφους τους στην Ευρώπη.
Η εικόνα αυτή προφανώς δεν είναι συγκυριακή ούτε τυχαία, αλλά συνιστά αποτέλεσμα σαφούς επιλογής. Όπως σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ της η εφημερίδα Καθημερινή, «στη δεδομένη συγκυρία η επιθυμία του πρωθυπουργού και ο σχεδιασμός του να επιδιώξει αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη και, συνακολούθως, εγκατάλειψη των πολιτικών λιτότητας έρχονται να “κουμπώσουν” με την κινητικότητα στις τάξεις των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών προς την ίδια κατεύθυνση». Μια κινητικότητα, άλλωστε, από την οποία έχει προκύψει η κυβερνητική τους συνεργασία με τα δύο κόμματα της Αριστεράς στην Πορτογαλία, υπό την πρωθυπουργία του Αντόνιο Κόστα, ενώ είναι πολύ πιθανό να επαναληφθεί και στην Ισπανία μετά τις εκλογές της 26ης Ιουνίου -εδώ, μάλιστα, δεν αποκλείεται στη θέση του «οδηγού» να βρίσκεται το νέο σχήμα που προέκυψε από τη συνεργασία των Podemos με την Ενωμένη Αριστερά, καθώς οι δημοσκοπήσεις φέρνουν αυτό το σχήμα να κερδίζει τη δεύτερη θέση, ξεπερνώντας τους Σοσιαλιστές.
Αλλά και στην Ελλάδα, κάθε άλλο παρά κρυφό είναι ότι υπάρχουν συνεχείς και συστηματικές διεργασίες, άλλοτε φανερές και άλλοτε υπόγειες, για διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος με τους «απατημένους» της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς -τη Γεννηματά, τον Θεοδωράκη και τα άλλα παιδιά- που μοιάζουν να έχουν πάρει το μήνυμα και μασκαρεύονται ολοένα πιο συχνά με την αντιμνημονιακή τους στολή. Αναμφίβολα, το εάν και πότε θα γίνει η κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι δεδομένο και θα εξαρτηθεί από τις γενικότερες εξελίξεις και αναταράξεις -ωστόσο, αυτή η διαπίστωση ουδόλως αλλάζει την ουσία της διαπίστωσης,
Θα ρωτήσει, βεβαίως, κανείς τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στη Γαλλία. Έχουν και παραέχουν! Αφενός, διότι στις τάξεις των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, οι Γάλλοι αποτελούν την ηγετική δύναμη -μαζί φυσικά με τους Ιταλούς Δημοκρατικούς, από τους οποίους προέρχεται ο πρόεδρός τους, Τζάνι Πιτέλα- ειδικά μετά την πορεία σταδιακής αυτονόμησης που έχουν επιλέξει οι Γερμανοί του SPD. Και αφετέρου, επειδή ο Ολάντ, ο Βαλς, και οι υπουργοί τους, με πρώτο και καλύτερο τον Σαπέν, έχουν αναγορευτεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ως οι βασικοί σύμμαχοι της Αθήνας στην προσπάθεια που δήθεν καταβάλει ώστε να χαλαρώσει τη μέγγενη των μνημονιακών πολιτικών και των γερμανικών πιέσεων.
Ας είμαστε καθαροί, λοιπόν. Η «στροφή» των σοσιαλιστών και σοσιαλδημοκρατών της Ευρώπης έχει στόχο να διευκολύνει την προσέγγισή τους με πολιτικές δυνάμεις που προέρχονται από την Αριστερά και έχουν προσκυνήσει, οριστικά και αμετάκλητα, τον μονόδρομο της ΕΕ και του ευρώ. Και με τον τρόπο αυτό, να «ξεπλύνει» τους μεν από τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει στο πρόσφατο παρελθόν (τα μνημόνια σε Ισπανία και Πορτογαλία έχουν τη δική τους σφραγίδα) και ταυτόχρονα, να δώσει στις δε, τόσο τις παλιές όσο και τις νέες, το αναγκαίο διαβατήριο προς την κυβερνητική εξουσία. Προσφέροντας, έτσι, στο σύστημα μια πολύτιμη εναλλακτική επιλογή, σε περιόδους δύσκολες και ταραγμένες, στις οποίες το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του κεφαλαίου αμφισβητείται έντονα και κλονίζεται συνθέμελα.
Πρόκειται για μια επιλογή η οποία θα είναι σε θέση όχι μόνο να κατευνάζει τη λαϊκή οργή και να ενσωματώνει μεγάλο μέρος των κοινωνικών αντιστάσεων, αλλά και να εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες θα ήταν πρακτικά αδύνατο να προωθηθούν από τους καθαρούς εκπροσώπους του κεφαλαίου, που εκφράζονται κυρίως μέσα από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.