Χρήστος Γραμματίδης
Διάβαζα πρόσφατα ότι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έστειλε κάποτε μια επιστολή στον φίλο του και φιλόλογο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο ζητώντας του να μην γράφει αναλύσεις για το έργο του και λέγοντας: «το ότι είμαστε φίλοι είναι ένας λόγος παραπάνω να μην ενοχλεί ο ένας τον άλλον, αλλά να σέβεται ο καθένας τη μοναξιά του καθενός». Βρήκα συγκλονιστική τη φράση και ο λόγος που δεν μπορώ να σταματήσω να την σκέφτομαι είναι πως δεν έχω καταλήξει αν συμφωνώ ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, σας βεβαιώνω ότι δεν γράφω αυτό το κείμενο για το μυθιστόρημα «Η Λευκή Κουρτίνα» (εκδ. Καστανιώτη) επειδή ο Δημήτρης Γράψας είναι φίλος μου.
Μια ηθική και βαθιά πολιτική παραβολή, ένα αγωνιώδες θρίλερ, μια υπαρξιστική νουβέλα: «Η Λευκή Κουρτίνα» είναι όλα αυτά μαζί, με τρόπο που θυμίζει βέβαια κατ’ εξοχήν τον Κάφκα (όχι μόνο λόγο του ήρωα που είναι γνωστός με το αρχικό του, είναι «ο Χ.», αλλά κυρίως λόγω της ατμόσφαιρας – ο Γιόζεφ Κ. μνημονεύεται και κάπου στο βιβλίο). Περισσότερο όμως μου έφερε στο νου, παραδόξως, ένα άλλο μυθιστόρημα, τον «Φάμπιαν» του Έριχ Καίστνερ, αυτή την τραγική ιστορία ενός απογοητευμένου ανθρώπου που δεν αντέχει να αφήσει τον εαυτό του να βουλιάζει στην παρακμή του Βερολίνου, που πνίγεται καθώς βλέπει ανθρώπους γύρω του να πουλούν τον εαυτό τους.
Ο Χ. ένας νεαρός άνδρας που βρίσκεται στη δίνη του άγχους της επαγγελματικής αποκατάστασης και σε μια καμπή της σχέσης του με την κοπέλα του Κλαίρη, που στέκεται σ’ εκείνο το μεταίχμιο της ζωής όπου η ανεμελιά τελειώνει και παλεύεις να χτίσεις μια «κανονικότητα», με τους κοντινούς του φίλους να έχουν μπει σε άλλες πορείες στη ζωή, ξυπνάει ένα πρωί κλειδωμένος σ’ ένα άγνωστό του δωμάτιο και μην γνωρίζοντας πώς ή γιατί βρέθηκε εκεί. Παρότι δεν γίνεται καμιά αναφορά χωροχρονικών συντεταγμένων, υπάρχουν ενδείξεις που κατατείνουν αμυδρά στην Ελλάδα της κρίσης: νέοι χωρίς δουλειά, νέοι που φεύγουν στο εξωτερικό για καλύτερη τύχη, μαγαζιά που κλείνουν. Αυτά αρκούν για να περιγράψω την πλοκή, τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψει ο αναγνώστης. Ο Γράψας αναφέρεται κάπου περιπαικτικά σε «εκείνους που διαβάζουν μόνο το οπισθόφυλλο κι έχουν γνώμη για την πλοκή του μυθιστορήματος». Θα επεκτείνω την παρατήρησή του και σε αυτούς που έχουν μεν διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο αλλά που επιμένουν πάρα πολύ στην πλοκή του. Όχι ότι η πλοκή της «Λευκής Κουρτίνας» δεν έχει τη σημασία της (όπως σημασία έχουν και τα σύμβολα και οι λογοτεχνικοί τρόποι που δουλεύουν στο βιβλίο: το κλειστό δωμάτιο, το πράσινο χρώμα, ο πίνακας με τον ναύτη και τη γοργόνα). Αλλά το βιβλίο του Γράψα πάει πολύ βαθύτερα από τα σαφή θέλγητρα της αγωνιώδους πλοκής του κι από την ωραία πρόζα του συγγραφέα. Ίσως μάλιστα μια από τις καίριες επιλογές του κειμένου (ή μάλλον του δημιουργού του) να είναι ο τρόπος που επιλύεται εν τέλει το σασπένς που χτίστηκε στα 14 κεφάλαια του βιβλίου (για την ακρίβεια στα πρώτα 12 κεφάλαια χτίζεται το σασπένς, στα 2 τελευταία επιλύεται). Δεν είναι καρτεσιανής λογικής το αφήγημα, δεν επιλύει ορθολογικά τις δοσμένες αντιφάσεις και τα αινίγματα της πλοκής, δεν λειτουργεί με τον τρόπο των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αντίθετα, το τέλος του βιβλίου είναι σαν μια λευκή κουρτίνα που ανεμίζει, αβέβαιο και ανήσυχο.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Χ., δεν είναι ο «καθένας», δεν είναι «τύπος», είναι πρόσωπο, με την έννοια που έχουν τα δρώντα υποκείμενα στο θέατρο. Πιο σωστά, το όνομα του ήρωα καλεί τον αναγνώστη να πει: «Έστω ότι υπάρχει ο Χ.», με τον τρόπο που ξεκινούσαμε στο σχολείο τον μαθηματικό συλλογισμό, «έστω χ θετικός αριθμός». Αυτή η υπόθεση στην αρχή-αρχή του συλλογισμού, αυτή η αξιωματική αντίληψη του ήρωα ως συγκεκριμένου προσώπου, έχει βέβαια ένα τίμημα, υπό την έννοια ότι δεν μας δίνονται εδώ αφαιρέσεις ή χαρακτήρες-σύμβολα (πράγμα που βοηθά συνήθως στην μαζική απεύθυνση) αλλά μας δίνεται η συγκεκριμένη αφήγηση των πράξεων, των σκέψεων και των στιγμών ζωής ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, που μπορεί να λειτουργήσει για τον αναγνώστη μόνο στο βαθμό που ο τελευταίος θα αναγνωρίσει κάποια στοιχεία της αφήγησης ως δικά του. Από την άλλη, ο κόσμος και ο ήρωας που έπλασε ο Γράψας είναι τόσο αληθινά που δύσκολα θα βρεθεί αναγνώστης που να μην νιώσει μια χορδή μέσα του να ξυπνά καθώς έρχεται σε επαφή με το κείμενο: γιατί ακόμη κι όσοι δεν αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στην αφήγηση, σίγουρα θα νιώσουν ότι το μυθιστόρημα μιλά για ανθρώπους που ξέρουν. Είναι δικός μας άνθρωπος ο Χ. και η ιστορία του μας αγγίζει με τον τρόπο που μας αφορά η αφήγηση ενός φίλου που μιλά ήσυχα, σκυμμένος απέναντι μας στο τραπέζι.
Προσωπικά διάβασα την «Λευκή Κουρτίνα» ως ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα, ως ένα βιβλίο για την εποχή μας, ως ένα κείμενο ανοιχτό στον κόσμο και προκλητικό για τον αναγνώστη, αλλά και ως ένα κείμενο υπαρξιακής αγωνίας, ένα κείμενο που αναρωτιέται: Είμαστε ελεύθεροι; Και πριν από αυτό, ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια; Είμαστε οι πράξεις μας, οι σκέψεις μας ή το σύνολο των σχέσεων μας; Μήπως τείνουμε να είμαστε τελικά το ψηφιακό μας αποτύπωμα; Θυμήθηκα τον στίχο του Σεφέρη: «κι οι σύντροφοι σκοτώσανε τα πρόσωπά τους / δεν τα καταλαβαίνω». Ο Χ. είναι σύντροφός μας και μοιάζει πράγματι να σκότωσε το πρόσωπό του. Είναι σαν τον ερωτευμένο που, καθώς τον περιγράφει ο Μπαρτ στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», διεκδικεί για τον εαυτό του τον χώρο της «μη επιλογής», έναν τόπο όπου δεν είναι αναγκαίο να επιλέξεις. Αλλά ο Χ. ηττάται σ’ αυτή του την επιδίωξη. Συνειδητοποιεί, όπως σημειώνει ο Γράψας, ότι «το μικρόβιο της σκέψης δεν εξοντώνεται, μόνο καταδυναστεύει τις ψυχές και ελέγχει τις ζωές μας». Κι ο Χ., αφού πρέπει λοιπόν να επιλέξει, ζητά τελικά να του δοθεί στη ζωή του μια επιλογή πέρα από το πραγματικό, μια επιλογή που χωράει μόνο στις συντεταγμένες του «μιγαδικού επιπέδου», δηλαδή στο σημείο εκείνο όπου το πραγματικό περιφρονεί τα όριά του, στο επίπεδο που ορίζεται ως συνάρτηση του πραγματικού με το φανταστικό.
Όπως ακριβώς οι μιγαδικοί αριθμοί δεν είναι καθόλου «φανταστικοί» αλλά για να τους εννοήσουμε χρειάστηκε να φανταστούμε αριθμούς που δεν υπήρχαν, έτσι και η ουτοπία είναι απαραίτητη για να κινήσουμε προς την αλλαγή της ζωής μας. Το πολιτικό απόσταγμα της «Λευκής Κουρτίνας» είναι νομίζω αυτό: ότι δεν έχουμε σήμερα τα λόγια για να περιγράψουμε ένα άλλο, ριζικά διαφορετικό μέλλον, αφού ένα τέτοιο μέλλον θα υπερέβαινε τις έννοιες που έχουμε στη διάθεσή μας για να εκφραστούμε. Αν μπορούμε να μιλήσουμε για το μέλλον με την τωρινή γλώσσα, σημαίνει ότι παραμένουμε σε κάποιο βαθμό δεμένοι με το παρόν, σημαίνει ότι προδίδουμε το μέλλον. Χρειάζεται να «φανταστούμε» πράγματα, τρόπους και λέξεις που δεν υπάρχουν, προκειμένου να ξεκινήσουμε για το αύριο. Χρειάζεται να βρεθούμε στο μιγαδικό επίπεδο.
Στο βιβλίο του «Η Κατάκτηση της Αμερικής» (εκδ. Νήσος) ο Τσβετάν Τοντορόφ παραθέτει μια καταγραφή στο ημερολόγιο του Κολόμβου, όπου ο ναύαρχος περιγράφει ως εξής την επαφή του ίδιου και των ανδρών του με τους αλλόγλωσσους ιθαγενείς: «καταλαβαίναμε πολύ καλά ο ένας τον άλλο, απλώς κάποιες φορές καταλαβαίναμε άλλα αντ’ άλλων». Το παραθέτω σαν απάντηση στην περίπτωση που παρερμήνευσα το κείμενο και τον συγγραφέα. Ακόμη κι αν κατάλαβα άλλα αντ’ άλλων, σίγουρα καταλαβαίνουμε πολύ καλά ο ένας τον άλλο φίλε Δημήτρη.
16.04.2016