του Θανάση Σκαμνάκη
Τόσα χρόνια τώρα περνάνε θύελλες. Φεύγουν αφήνοντας πίσω τους μισοβουλιαγμένα πλεούμενα, σπασμένα κατάρτια, σκόρπια ξύλα, ρημαγμένα σπίτια και επενδύσεις ζωών. Εκείνα που κάποτε φάνταζαν ακλόνητα, σπίτια, καράβια, πεποιθήσεις, χάνονται γρήγορα, από την ανεξερεύνητη(;) θέληση μιας τύχης καθόλου συμπτωματικής. Οι άνθρωποι, όσοι δεν σκορπίζουν μαζί με τα ρημάδια, ανασκουμπώνονται, τα ξαναφτιάχνουν όλα και ξανακάνουν σχέδια νομίζοντας πως η συμφορά είναι παρελθόν.
Ύστερα από το σεισμό του ’99, με τις ρωγμές να χάσκουν ακόμα και το φόβο παρόντα, αρχίσαμε να σχεδιάζουμε ριζικές επιδιορθώσεις, ώστε να γίνουν τα σπίτια μας ασφαλή. Πέρασαν κάποιες μέρες, απομακρύνθηκε η εικόνα της καταστροφής, μαζεύτηκαν τα μπάζα, συνηθίσαμε τις ρωγμές, ασθένησαν κι άλλο οι ασθενείς μετασεισμικές δονήσεις, νοιώσαμε πιο σίγουροι, αρχίσαμε να σχεδιάζουμε απλώς μερικά υποστυλώματα, πέρασε λίγος καιρός ακόμα, αρχίσαμε να ξεχνάμε, οπότε περιοριστήκαμε να σοβαντίσουμε τις ρωγμές κι έχει ο Θεός! Οι άνθρωποι βρίσκουν έναν τρόπο να ξεχνούν, να παραβλέπουν τα σημάδια, να βολεύουν όπως-όπως τη ζωή τους για να μη ξοδευτούν, και σε χρήμα και σε αισθήματα και σε ποικίλες θυσίες, να αψηφούν τις θεωρίες και τις προειδοποιήσεις, να κουρνιάζουν στο φόβο ή να παραδίδονται στην απόλαυση μιας κάποιας ηδονής, όπως εκείνος ο Ελπήνορας του Ομήρου.
Μετά την πτώση της Τροίας οι νικητές μέθυσαν από το θρίαμβο. Οι οιωνοσκόποι προφήτευαν, η Κασσάνδρα προέβλεπε, αλλά οι Αχαιοί ούτε τους θεούς σκέφτονταν πια, ούτε τις προφητείες. Ανέμελοι πήραν το δρόμο της επιστροφής. Αγνοούσαν του θεούς που εξόργισαν και τις εκδικήσεις που καιροφυλακτούν. Ο ποιητής παρατηρεί και καταγράφει. Είδε πολλούς να νικάνε και να συντρίβονται, είδε πολλούς να μαλώνουν για ξένα οικόπεδα και τύχες που ήταν άτυχες, είδε πολλές αναχωρήσεις με ελπίδες και πολλές επιστροφές, άλλες καλές, άλλες όχι. Χαμογελάει με τους αφελείς και αμελείς. Ξέρει πως η ιστορία θα κυλήσει όπως την έχει γράψει η θέληση των αθάνατων, αλλά κυρίως η αφροσύνη των θνητών ή η επιμέλειά τους. Τυφλός βλέπει καλά. Ποιός τον ακούει; Κι όμως, θα μπορούσε να βοηθήσει την καλή πλεύση του κόσμου.
Ο μπαρμπα Γιάννης, χρόνια κομμουνιστής, τώρα στο θυρωρείο του κόμματος, μονολογεί κοιτώντας το αγέρωχο στέλεχος που δεν καταδέχεται πια να στρέψει ούτε μια ματιά: πόσους έχω δει ν’ ανεβαίνουν με το ασανσέρ και να κατεβαίνουν με τα πόδια!
Δεν ξέρω αν ταιριάζει ακριβώς στις μέρες, πάει όμως γάντι στον καιρό.