της Ειρήνης Γαϊτάνου
Οι εκδόσεις Εκτός Γραμμής επανεξέδωσαν πρόσφατα το έργο του Γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Λουί Αλτουσέρ “Για τον Μαρξ”. Το συγκεκριμένο έργο, για χρόνια εξαντλημένο στην Ελλάδα, θεωρείται ένα βιβλίο-τομή στη σκέψη του Αλτουσέρ και τη θεμελίωση αυτού που επικράτησε ως το Αλτουσεριανό ρεύμα. Με αυτή την έννοια, η επανέκδοση του είναι μια σημαντική επιλογή των εκδόσεων Εκτός Γραμμής, σε μια χώρα μάλιστα όπως η Ελλάδα, όπου η σκέψη του Αλτουσέρ έχει αφενός επηρεάσει σημαντικά αρκετά ρεύματα της Αριστεράς (δυσανάλογα μάλλον απ’ ότι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας), και έχει αφετέρου (και σε ένα βαθμό εξαιτίας του πρώτου) πολλές φορές σχετικά βανδαλιστεί με θεωρητικές ευκολίες που απέφυγαν συστηματικά να εμβαθύνουν στο έργο και τα ερωτήματα που θέτει (ανεξάρτητα από την κατάληξη σε συμφωνία ή διαφωνία).
Πόσο μάλλον, που η ίδια η έκδοση είναι ιδιαίτερης ποιότητας και προσοχής – όπως και το συνολικό εγχείρημα των εκδόσεων. Η μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου αποδίδει εξαιρετικά τόσο την ουσία όσο και το ύφος του Γάλλου φιλοσόφου. Αναδεικνύει έτσι τη βασική ορίζουσα του ίδιου του Αλτουσέρ: την παραγωγή θεωρίας ως πολιτικό διακύβευμα, το έργο ως θεωρητική και πολιτική παρέμβαση στη συγκυρία, σε άμεση σύνδεση με την κρίση και τη στρατηγική της Αριστεράς, παρά ως απλή ακαδημαϊκή αναζήτηση. Η έκδοση περιλαμβάνει ακόμα ένα βιογραφικό σημείωμα και τα προλεγόμενα του Ετιέν Μπαλιμπάρ στη γαλλική έκδοση του 1996, ένα ενδιαφέρον κείμενο από έναν από τους βασικότερους μαθητές του Αλτουσέρ, που αναδεικνύει το χαρακτήρα του βιβλίου ως πείραμα. Επιπλέον, ο Παναγιώτης Σωτήρης στο επίμετρο, εμβαθύνει στη συγκυρία συγγραφής του έργου, και τις θεωρητικές και πολιτικές προκλήσεις που αυτή έθεσε στη σκέψη του Αλτουσέρ.
Πράγματι, μια ανάγνωση του “Για τον Μαρξ” έξω από τη συγκυρία στην οποία γράφτηκε, θα οδηγούσε αναπόδραστα στην αποτυχία κατανόησης της σκέψης του Αλτουσέρ και των θεωρητικών του διακυβευμάτων. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφορεί το 1965, και αποτελεί καταρχήν μια προσπάθεια του συγγραφέα να αναδείξει την ανάγκη επιστροφής στον Μαρξ (αν και αυτή η επιστροφή, για τον Αλτουσέρ, υπονοεί τον ώριμο Μαρξ). Πρόκειται ταυτόχρονα για μια στιγμή, όπου στην ΕΣΣΔ είχε κυριαρχήσει η συζήτηση για την “οριστική νίκη του σοσιαλισμού”, την επιστροφή στον άνθρωπο, την υποτιθέμενη κήρυξη λήξης της ταξικής πάλης και την απόδοση των προβλημάτων σε στοχασμούς γύρω από την ανθρώπινη φύση και την αλλοτρίωση, και όχι στις ίδιες τις δομές και τις σχέσεις παραγωγής που επικρατούν. Σε αυτό το τοπίο ο Αλτουσέρ αναπτύσσει τόσο την προσέγγιση του θεωρητικού αντιανθρωπισμού, όσο και την κριτική της έννοιας της αλλοτρίωσης και στοιχεία για μια θεωρία της ιδεολογίας.
Έτσι, μέσα από το σχήμα του “θεωρητικού αντιανθρωπισμού”, ο Αλτουσέρ επιχειρεί να επανατοποθετήσει την ταξική πάλη, αντί της αφηρημένης θεωρητικής κατηγορίας του “ανθρώπου”, στο επίκεντρο της ιστορίας. Αναλύει εδώ τη φύση της δομής, το πρωτείο της στο υποκείμενο, και τελικά προτείνει τον “καθορισμό σε τελική ανάλυση” (ρόλο που επιφυλάσσει στην οικονομία αλλά μακρυά από σχήματα “καθαρότητας” των διαφορετικών βαθμίδων), και το πρωτείο των παραγωγικών σχέσεων επί των παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, παρά συγκεκριμένες μεθύστερες “διορθώσεις” από τον ίδιο, η προσέγγιση του εδώ οδηγεί μάλλον σε μια παντοκρατορία της δομής, παρά στην αναγνώριση της ενδεχομενικότητας και των πολύπλοκων θεωρητικών και πρακτικών συνεπειών της. Έτσι, συχνά συναντάμε, μέσα και από τον αυστηρό θεωρητικισμό στον τρόπο προσέγγισης της δομής, της φύσης της ως αρραγούς, και των στοιχείων και σχέσεων που απορρέουν από αυτή, μια αντιμετώπιση του υποκειμένου ως υποχείριου, αντί της αναγνώρισης ενός φάσματος ελευθερίας μέσα στην κοινωνική αναμέτρηση και ανάλογα με την εξέλιξή της. Αντίστοιχα, είναι ενδιαφέρουσα η κριτική του Αλτουσέρ σε μια ουσιοκρατική πρόσληψη της αλλοτρίωσης, ενάντια δηλαδή στην αντίληψη μιας προδεδομένης ανθρώπινης Ουσίας (και άρα ενός Τέλους), καταλήγει ωστόσο προβληματική ως προς τη συνολική εγκατάλειψη της έννοιας της αλλοτρίωσης (την οποία ο Αλτουσέρ διορθώνει μερικώς αργότερα αναγνωρίζοντας το νόημα της αλλοτρίωσης ως κατηγορία αν προσεγγιστεί υπό την έννοια της εκμετάλλευσης και αντιουσιοκρατικά).
Επιπλέον, και ίσως κυρίως, ο Αλτουσέρ θεμελιώνει στο “Για τον Μαρξ”, το σχήμα της “επιστημολογικής τομής” στη σκέψη του Μαρξ, με βάση μια χρονολογική και τοπολογική περιοδολόγηση του μαρξισμού και αναδεικνύοντας την τομή της μαρξιστικής διαλεκτικής με την εγελιανή. Πρόκειται για την περίφημη διάκριση του πρώιμου και του ύστερου Μαρξ, με τομή το 1845, διακρίνοντας τον “Μαρξ της ιδεολογίας” από τον “Μαρξ της επιστήμης”, και θεμελιώνοντας τον μαρξισμό ως “επιστήμη της ιστορίας”. Μέσα στις διάφορες ουσιαστικές κριτικές που αντιστοιχούν κατά τη γνώμη μας στη διάκριση αυτή, περιλαμβάνεται και μια υπερ-θετικιστική ματιά στη μαρξιστική φιλοσοφία. Κλείνοντας, είναι σημαντική η συνεισφορά του έργου (και του συγγραφέα συνολικά), στην άρθρωση μιας θεωρίας της ιδεολογίας, καθώς και στην επέκταση σε επιστημονικά πεδία τυπικά μη μαρξιστικά (ψυχανάλυση, γλωσσολογία κλπ.).
Έτσι, στο “Για τον Μαρξ” θα συναντήσουμε τη συμπύκνωση των βασικών εννοιών και θέσεων της Αλτουσεριανής προσέγγισης, τις οποίες ο Αλτουσέρ θα επεξεργαστεί περισσότερο στη συνέχεια, “διορθώνοντας” τις σε μερικές περιπτώσεις. Αν πράγματι η φιλοσοφία είναι η ταξική πάλη στη θεωρία, όπως θα την ορίσει ο Αλτουσέρ το 1972 (και όχι πάντως η θεωρία της επιστημονικής πρακτικής, όπως θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στο “Για τον Μαρξ”), η παρούσα έκδοση συμβάλλει σημαντικά στην εμβάθυνση της, μακρυά από λογικές “πολέμιων” και “οπαδών” του Αλτουσέρ, αλλά με ματιά προπαντός επίκαιρη – και συνεπώς, κριτική. Η συνολική συνεισφορά των εκδόσεων Εκτός Γραμμής είναι αναμφισβήτητη σε αυτή την κατεύθυνση.