Ο τρίχρονος ελληνικός εμφύλιος που ξεσπά το Μάρτη του 1946, η δεύτερη μετά την ΕΑΜική αγροτοεργατική επανάσταση, μπορεί να μεγαλώνει και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται συνολικά και τελικά ως η επανάσταση η οποία, σε σχέση με την πολιτική του ΚΚΕ αλλά και ανεξάρτητα από αυτήν, ήδη από την ΕΑΜική εξέγερση, επεχείρησε να διαταράξει τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό.
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Τα διλλήματα για την Ιστορία τίθενται διαρκώς: Ανακάτεμα των ιστορικών γεγονότων σε ένα αστικό μίξερ που εξομοιώνει το εμβρυακά έστω επαναστατικό με το αντεπαναστατικά μεταλλαγμένο; Κατάταξη των ιστορικών γεγονότων στη μεταμοντέρνα γενική κατηγορία μιας «ελεύθερης, αδέσμευτης, και ουδέτερης δήθεν αναζήτησης»; Ρηχή και αγοραία εκμετάλλευση τους, στα όρια της αστικής ερμηνείας, της εύκολης μηδενιστικής καταδίκης και ανούσιας λαθολογίας; Προσέγγιση της ιστορίας με την Κριτική της στασιμότητας, τη θανατηφόρα αυτάρκεια;
Ή νηφάλια, τολμηρή, ριζική κριτική και αυτοκριτική αποτίμησή της, χωρίς απόκρυψη, μυστικοποίηση ή δαιμονοποίηση των ιστορικών γεγονότων με σκοπό τη στρατηγική επανίδρυση μιας μαζικά ακτινοβολούσας νέας νικηφόρας προοπτικής;
Πρόοδος, σημειώνει ο Μπέντζαμιν, είναι εκείνη η τρομερή θύελλα που ωθεί προς το επιθυμητό μέλλον ενώ την ίδια στιγμή τα ερείπια φτάνουν ως τον ουρανό. Από αυτή την άποψη, στη σημερινή περίοδο των συνολικών αντιθέσεων που ο λαός μας ταλαντεύεται ανάμεσα στην οργή και την απόγνωση, το ποιος εμφύλιος ζει και επιδρά στο σήμερα αποτελεί σημαντικό επίδικο ζήτημα για την ωρίμανση ή όχι ενός ανώτερου κύκλου ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Ο τρίχρονος ελληνικός εμφύλιος που ξεσπά το Μάρτη του 1946, η δεύτερη μετά την ΕΑΜική αγροτοεργατική επανάσταση, μπορεί να μεγαλώνει και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται συνολικά και τελικά ως η επανάσταση η οποία, σε σχέση με την πολιτική του ΚΚΕ αλλά και ανεξάρτητα από αυτήν, ήδη από την ΕΑΜική εξέγερση, επεχείρησε να πάρει αδύναμες επαναστατικές πολιτικές που διαταράσσουν τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό σε όφελος των εργατικών και φτωχών αγροτικών στρωμάτων.
Αυτό προκύπτει τόσο από τη διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό, στις 23 Δεκέμβρη του 1947, της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης όσο και από τις τέσσερεις αποφάσεις που εξέδωσε το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ στις 10 Αυγούστου 1947 για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων, για την εθνικοποίηση των ξένων εταιρειών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας, για την οργάνωση της λαϊκής εξουσίας, τη λαϊκή δικαιοσύνη, την αγροτική μεταρρύθμιση και τη διανομή της γης, τη λαϊκή παιδεία και για την εκμετάλλευση των δασών.
Η επανάσταση αυτή έπρεπε επομένως ή να νικήσει ή να συντριβεί. Ο εμφύλιος δεν μπορεί να ερμηνεύεται και να αντιμετωπίζεται ως η επανάσταση που επιβλήθηκε από «τους άλλους», από τους χίτες, τους ταγματασφαλίτες, τους Βρετανούς παρά τις πρωτοφανείς διώξεις και αγριότητες ακροδεξιών και ταγματασφαλιτών που προστάτευαν τα ελληνικά αστικά κόμματα. Δεκατρείς μήνες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας είχαν διαπραχθεί 1.289 δολοφονίες, 6.671 τραυματισμοί, 31.632 βασανισμοί, 18.767 λεηλασίες και φυλακίσεις, 84.931 συλλήψεις, 509 απόπειρες φόνου, 265 βιασμοί γυναικών σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος.
Οι καταδιωκόμενοι όμως δεν επαναστατούν πάντα. Ενίοτε υποκύπτουν. Εν προκειμένω όμως, από τις αρχές του 1946, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας κάνουν αυθόρμητα την εμφάνιση τους ανταρτοομάδες των 5- 8 ατόμων των οποίων ηγούνταν ΕΛΑΣίτες. (ημερολόγιο αντιστράτηγου Κικίτσα). Οι αντάρτες αυτοί «κατέβαιναν ξαφνικά από τα βουνά, έστηναν ενέδρες στις οποίες έπεφταν ολόκληρες στρατιωτικές φάλαγγες με αποτέλεσμα νεκρούς τραυματίες, καμένα αυτοκίνητα, απώλεια εφοδίων και το χειρότερο εξοπλισμό των ανταρτών» (αντιστράτηγος Παπαγεωργόπουλος). Οι διωκόμενοι αγωνιστές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ περνούσαν πλέον από την παθητική αντίσταση στην ενεργή άμυνα.
Επομένως ο εμφύλιος πηγή και μήτρα είχε τη δυναμική της ηττημένης ένοπλης ΕΑΜικής επανάστασης που ήθελε να νικήσει γιατί, αν και ηττημένη, ένοιωθε ακόμη ισχυρή. (Γεγονός που επιδρούσε σε όλο τον κομματικό μηχανισμό του ΚΚΕ).
Από τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού πέρασαν περίπου 100.000 αγωνιστές κατά 85% φτωχοί αγρότες, ανάμεσά τους Πομάκοι, Σλαβομακεδόνες και ορισμένοι Τσιγγάνοι. Ο μέγιστος αριθμός παραταγμένων μαχητών του ΔΣ έφτασε τις 30.000 την άνοιξη του 1948, ανάμεσα τους 4.550 ένοπλες γυναίκες. 40.000 είναι οι μαχήτριες και μαχητές στρατιωτικά πεσόντες στα πεδία των μαχών, 7.500 οι εκτελεσμένοι με απόφαση των στρατοδικών.
Η περίοδος του 44-49 μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους διαφορετικές αλλά και όμοιες μεταξύ τους.
Η πρώτη (44 – 47) είναι η περίοδος που το ΚΚΕ πεισματικά ακολουθεί την καταστροφική γραμμή όχι της γενικής αλλά της βαθμιαίας ανάπτυξης του αντάρτικου. Είναι η περίοδος των καταγγελιών για τη προδομένη δημοκρατία, για τον καταποντισμένο από τους Βρετανούς και τους συνεργάτες των Γερμανών, εκδημοκρατισμό της Ελλάδας. Στην περίοδο αυτή ηγεμονεύουν οι μικρομεσαίες προσδοκίες για ένα ευρύτερο «δημοκρατικό αντιφασιστικό στρατόπεδο» και οι ψευδαισθήσεις για ένα συμβιβασμό με αστικές δημοκρατικές δυνάμεις. Για να επαληθευθεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ (1898), ότι η διαφορά μεταξύ επαναστατών-μεταρρυθμιστών δεν είναι μόνο ο δρόμος (η τακτική) αλλά ο δρόμος και ο στόχος αυτού του δρόμου, δηλαδή το ίδιο το περιεχόμενο του. Η αλλαγή φρουράς του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα με την υποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας και την παραχώρηση της πρωτοκαθεδρίας στις ΗΠΑ το Μάρτη του 47 οδηγεί στη συνέχιση, με νέους δυσμενέστερους όρους της πολιτικής συντριβής του αντάρτικου. Με τη ραγδαία ανασυγκρότηση του αστικού στρατού, τις βόμβες ναπάλμ, το Νταχάου της Μακρονήσου, τις εκκενώσεις χωριών – απόδειξη της λαϊκής υποστήριξης – που οδήγησαν στο βίαιο ξεσπιτωμό και μετακίνηση 600.000 ανθρώπους.
Το ΚΚΕ τότε πλέον, το Σεπτέμβρη του 47, τροποποιεί σοβαρά την πολιτική του και μετατοπίζει του κέντρο βάρους στην συνολική ένοπλη δράση ως προτεραιότητα με στόχο την κατάληψη της εξουσίας.
Η δεύτερη περίοδος λοιπόν από το 47 ως το 49 είναι η περίοδος μιας νέας, αναγκαστικής έστω, επαναστατικής επαγγελίας. Σε αυτή την περίοδο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των άγνωστων αγωνιστών μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά κοινωνικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώματα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και με υπονομευμένη ήδη από το 1935 την επαναστατική στρατηγική.
Κυριαρχούν αυτοί που μετέπειτα τους ονόμασαν αδιακρίτως ηλικίας και τοποθέτησης «συμμορίτες», οι κατάδικοι μας αγωνιστές που ίσως αποδειχθούν ιστορικά οι πιο δικαιωμένοι.
Το κίνημα μπορούσε να επικρατήσει
Αναγκαία ήταν η υπέρβαση της στρατηγικής της Γ΄Διεθνούς
Αν η ηγεσία του ΚΚΕ είχε επιλέξει έγκαιρα την κήρυξη γενικευμένου ένοπλου αγώνα έστω από το τέλος του 1945, τότε «η νίκη του Ζαχαριάδη ήταν σχεδόν βεβαία» (Ε. Αβέρωφ, «Φωτιά και τσεκούρι»). Αρκεί να αναλογιστούμε πως το 1946 ο αστικός στρατός δεν είχε αναδιοργανωθεί, παρέμεναν ελεύθεροι χιλιάδες ΕΑΜίτες, το αστικό κράτος δεν είχε ακόμα ερημώσει τα χωριά. Πηγαίνοντας πιο πίσω, στην αποχώρηση των Γερμανών, αν η ηγεσία του ΚΚΕ μετεξέλισε το αντιφασιστικό μέτωπο (ΕΑΜ) σε επαναστατικό μέτωπο εδραίωσης της ήδη κατακτημένης εξουσίας, τότε η ιστορία και οι εξελίξεις στην Ελλάδα και ευρύτερα θα ήταν αλλιώτικες. Το πράγμα «έδειχνε» καθώς ήδη από το 1943 στην Ελλάδα υπήρχαν τρεις κυβερνήσεις και τρεις στρατοί, των συνεργατών των Γερμανών με τα τάγματα ασφαλείας, της Μέσης Ανατολής με τον εκεί στρατό και το ασθενές αντιστασιακό τμήμα στην Ελλάδα (ΕΔΕΣ-ΕΚΑ) και της ΕΑΜικής κυβέρνησης με τα 2.500.000 εκατομμύρια μέλη, τους 133.500 ΕΛΑΣίτες και πολιτοφύλακες. Η λύση αυτής της κατάστασης – τίποτα να μην έκανε ο ξένος παράγοντας – μπορούσε να έρθει μόνο ένοπλα. Εξάλλου η ένοπλη αγγλική επίθεση το Δεκέμβρη του 44 είναι η αστική αντεπαναστατική απάντηση στην έλλειψη συνολικής επαναστατικής απάντησης από το ΕΑΜ.
Το ελληνικό εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής έπρεπε και μπορούσε να υπερβεί θετικά και επαναστατικά τη στρατηγική που έχει χαράξει η Τρίτη Διεθνής από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Μια, αδιέξοδη τελικά, πολιτική που ενώ σωστά επιλέγει το αντιφασιστικό μέτωπο για την απόκρουση του ναζισμού, ταυτόχρονα, εξ αιτίας βαθύτερων στρατηγικών ζητημάτων, υποτιμά τόσο την ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της Αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Και τελικά οδηγεί στην απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες», στη μετατόπιση στον αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία», στην αποθάρρυνση κατάληψης της εξουσίας στις κατεχόμενες χώρες. (Σε Γιουγκοσλαβία και Κίνα οι κομμουνιστές συγκροτούν αρκετά νωρίς μια διαφορετική, ανεξάρτητη, στρατηγική και επιτυγχάνουν).
Στις 16 Οκτωβρίου 1949 η προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση ανήγγειλε από το ραδιόφωνο τον τερματισμό του πολέμου και την αυτοδιάλυση της. Ο Εμφύλιος όμως, αυτή η διπλή ελληνική επανάσταση – γεννήτορας μας, βουβά και ανομολόγητα εξακολουθεί να αποτυπώνει την παρουσία του στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης ακόμη και στη σχηματοποίηση στάσεων και συμπεριφορών.
Αφιέρωμα: 70 χρόνια από το “επίσημο” ξέσπασμα του εμφυλίου, στις 31 Μάρτη 1946
Διαβάστε στο ίδιο αφιέρωμα:
“Από το ειρηνικό πέρασμα στα όπλα” του Γιώργου Μιχαηλίδη