του Γιώργου Κρεασίδη
Νέο εκλογικό νόμο ετοιμάζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ώστε να εξασφαλίσει ευρύτερες συναινέσεις από το επίσημο πολιτικό σκηνικό και ειδικότερα από τα μικρότερα φιλοΕΕ κόμματα της Βουλής, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων. Μιλώντας στην έκτακτη γενική συνέλευση της ΚΕΔΕ την Πέμπτη 1/12, ο υπουργός Εσωτερικών και Διοικητής Ανασυγκρότησης, Παναγιώτης Κουρουμπλής, προχώρησε σε εξαγγελίες για ένα εκλογικό σύστημα με μικρότερο μπόνους και διάσπαση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών. Η πλήρης κατάργηση του μπόνους, του αντιδημοκρατικού ορίου του 3% για την είσοδο στη Βουλή και πολύ περισσότερο η απλή αναλογική, σαν το μόνο δημοκρατικό εκλογικό σύστημα, είναι για την κυβέρνηση έξω από κάθε συζήτηση.
Με αυτές τις εξαγγελίες ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει και επίσημα την πάγια διεκδίκηση της Αριστεράς για την απλή αναλογική και την κατάργηση των καλπονοθευτικών εκλογικών συστημάτων. Στην πράξη βέβαια αυτό είχε συμβεί τουλάχιστον από το 2012, όταν έγινε ρεαλιστικό να βγει πρώτο κόμμα και να εισπράξει το μπόνους των 50 εδρών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και παλιότερα ο Συνασπισμός είχαν καταθέσει στη Βουλή νομοσχέδια για να γίνει η απλή αναλογική, πάγιο εκλογικό σύστημα. Μάλιστα ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που υπήρξε κοινή πρόταση νόμου με το ΚΚΕ, όπως το Γενάρη του 2000, όταν μαζί με το ΔΗΚΚΙ ζήτησαν την καθιέρωση της απλής αναλογικής σαν πάγιο εκλογικό σύστημα με το οποίο θα «επιτυγχάνεται η αντιστοιχία ψήφων του εκλογικού σώματος και βουλευτικών εδρών των κομμάτων και θα δίνει τη δυνατότητα εκπροσώπησης στη Βουλή όλων των υπαρκτών πολιτικών τάσεων».
Η τελευταία φορά ήταν το 2012 όταν ο σημερινός υπουργός Εσωτερικών μαζί με τη Σ. Σακοράφα, που βρίσκεται πια εκτός ΣΥΡΙΖΑ, κατέθεσαν πρόταση υποστηρίζοντας πως «η σταθερότητα μιας κυβέρνησης εξαρτάται από την πολιτική της και το κατά πόσο ανταποκρίνεται στους πόθους του λαού. Και μόνο τα κόμματα που ακολουθούν πολιτική που δεν υπηρετεί το λαό, έχουν ανάγκη από τέτοιου είδους «σταθερότητα»».
Σήμερα που Κουρουμπλής και ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούν μια πολιτική «που δεν υπηρετεί το λαό» και δεν έχει σχέση με την Αριστερά, υποστηρίζουν για τον εκλογικό νόμο όσα κατήγγειλαν χτες και εγκαταλείπουν τις πάγιες διεκδικήσεις της Αριστεράς. Στη θέση της δημοκρατίας μπαίνουν οι σταθερές στη βουλή κυβερνήσεις. Αφετηρία για την όλη συζήτηση είναι η αντικειμενική δυσκολία που έχει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ψηφίσει και να υλοποιήσει τα μέτρα του ακραία αντιλαϊκού τρίτου μνημονίου που έχει συμφωνήσει με ΕΕ και Τρόικα, έχοντας παράλληλα και τη δέσμευση να ολοκληρώσει το κοινωνικό έγκλημα της εφαρμογής των δυο πρώτων μνημονίων των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και των συμμάχων τους. ΣΥΡΙΖΑ και ΕΕ έχουν συνείδηση ότι τα χτυπήματα στα λαϊκά στρώματα από την εφαρμογή στην πράξη μέτρων όπως το νέο ασφαλιστικό, μπορεί να σημάνουν τέλος ανοχής για την κυβέρνηση, ενώ δεν ξεχνούν και δεν υποτιμούν το 62% του «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιούλη, παρά το γεγονός ότι χειραγωγήθηκε στη συνέχεια.
Σε αυτό το πλαίσιο η επιστροφή της Τρόικας την περασμένη βδομάδα και οι πιέσεις για να εφαρμοστούν τα προαπαιτούμενα και ειδικά το ασφαλιστικό, συνοδεύτηκαν από καλέσματα για συναίνεση. Ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ, Ζ. Π. Μοσκοβισί, σε δηλώσεις του υπογράμμισε ότι η εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής θα αφορά τη σημερινή και τις επόμενες κυβερνήσεις, άρα χρειάζεται συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων. Αντίστοιχα ο γνωστός Γ. Ντάισελμπλουμ τόνισε ότι σε αυτή τη λογική είναι θεμιτή η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων στη Βουλή. Εξάλλου μια πλειοψηφία τριών βουλευτών σαν και αυτή που έχει η κυβέρνηση φαίνεται δύσκολο να αντέξει όσα δεν άντεξαν οι προηγούμενες. Δεν υπάρχει αυταπάτη πως οι 50 έδρες του εξωφρενικού και ακραία αντιδημοκρατικού μπόνους αντιστοιχούν σε κάποια υποστήριξη από την κοινωνία. Με δεδομένη όμως τη στάση της ΝΔ που προσπαθεί να κάνει την αδυναμία της πλεονέκτημα, αρνούμενη κάθε συναίνεση στο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς στα πλαίσια του προεκλογικού κλίματος για την εκλογή αρχηγού μόνο η Ντ. Μπακογιάννη μπορεί χωρίς κόστος να το κάνει, η προσοχή του ΣΥΡΙΖΑ πέφτει στους μικρότερους του φιλοΕΕ κλαμπ της Βουλής. Τα πράγματα όμως δεν είναι απλά για τα συναινετικά σχέδια, καθώς κανείς δεν ξεχνά την τύχη της προηγούμενης φουρνιάς πρόθυμων μνημονιακών εταίρων, του ΛΑΟΣ και της ΔΗΜΑΡ. Η συγκυβέρνησή τους με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε τοξική, ενώ η αποχώρησή τους από τις κυβερνητικές θέσεις δεν έσωσε την κατάσταση, αφού από ποσοστά της τάξης του 5-6% βρέθηκαν να παίρνουν μισό με 1%. Έτσι λοιπόν το Ποτάμι, που θεωρεί ότι πλήρωσε εκλογικά το φλερτ με το ΣΥΡΙΖΑ μετά το Γενάρη, το ΠΑΣΟΚ και ο Β. Λεβέντης επιδιώκουν να διασφαλίσουν πρώτα το ρόλο τους. Καταρχήν διεκδικούν τμήμα της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό όσο μνημονιακός εμφανίζεται, τόσο πιο επιθετικοί γίνονται, ζητώντας σκληρότητα, προβάλλοντας τη δικαίωσή τους κλπ. Παράλληλα ζητούν την κατάργηση του μπόνους, ώστε να είναι αναγκαίοι εταίροι «βρέξει χιονίσει» και όχι ένα απλό συμπλήρωμα όπως οι ΑΝΕΛ. Μάλιστα το ΠΑΣΟΚ, ο εμπνευστής του μπόνους, είχε ετοιμάσει το περασμένο καλοκαίρι σχετική πρόταση νόμου. Εκεί τεκμηριώνει πολιτικά το αίτημα, με το επιχείρημα ότι μετά το τέλος του δικομματισμού, το «δώρο» των 50 εδρών φουσκώνει υπερβολικά κόμματα που δεν είναι πια τόσο μεγάλα, ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν την αυτοδυναμία που ήταν ο στόχος του αντιδημοκρατικού αυτού μέτρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει στη συζήτηση, ενώ ο Α. Τσίπρας στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ την περασμένη Δευτέρα δήλωσε ότι η ενδεχόμενη καταψήφιση νομοσχεδίων, δε θα οδηγήσει σε εκλογές και παρά τα μεγάλα λόγια, δεν παρέλειψε να ζητήσει συναίνεση από την φιλοΕΕ αντιπολίτευση. Σε αυτή την κατεύθυνση ο Π. Κουρουμπλής άνοιξε τη συζήτηση για τον εκλογικό νόμο με την κυβέρνηση να συζητάει τη μείωση του μπόνους σε 20 βουλευτές και σε σπάσιμο των μεγάλων περιφερειών όπως η Β’ Αθήνας. Στη συζήτηση έχει προστεθεί από διάφορους, όπως το Ποτάμι, η ιδέα να εφαρμοστεί και μια παραλλαγή του γερμανικού εκλογικού συστήματος ώστε ένας αριθμός βουλευτών να εκλέγεται σε μονοεδρικές περιφέρειες, δηλαδή με το απόλυτο πλειοψηφικό σύστημα. Εκτός συζήτησης είναι η κατάργηση του αντιδημοκρατικού ορίου 3% για την είσοδο στη Βουλή. Καταρχήν γιατί χρησιμοποιείται σαν εργαλείο για αποκλειστεί η αυτοτελής πολιτικής έκφραση της μειονότητας στη Θράκη που τώρα εκπροσωπείται μέσω των κυρίαρχων κομμάτων, συχνά με μετακινούμενους από κόμμα σε κόμμα πολιτευτές. Κρίσιμη παράμετρος όμως είναι πως το όριο του 3% επιτρέπει αποκλεισμό πολιτικών ρευμάτων που δεν ελέγχονται άμεσα από την άρχουσα τάξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φασίστες της Χρυσής Αυγής και ο δεξιός αντιπολιτικός χαβαλές του Λεβέντη έγιναν κοινοβουλευτικές δυνάμεις όταν κρίθηκε ότι μπορούν να αξιοποιηθούν σαν καταλύτες συντηρητικοποίησης και τότε «σπρώχτηκαν» μέσω των καναλιών. Για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το όριο του 3% δεν αποτελεί φραγμό για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μόνο ποσοτικά. Σε πρώτη φάση λειτουργεί καθηλωτικά με την υποβολή της λογικής της «χαμένης ψήφου» στους αγωνιστές που παρακολουθούν την αντικαπιταλιστική Αριστερά, ή θα ήθελαν μια ριζοσπαστική φωνή στη Βουλή, τροφοδοτώντας έτσι λογικές επιλογής του «μικρότερου κακού». Παραπέρα δημιουργεί στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο μια υποτίμηση της εκλογικής μάχης μέσα από αντικοινοβουλευτικές αντιλήψεις χωρίς επαναστατικό βάθος, οι οποίες παραπέμπουν σε «όσα δε φτάνει η αλεπού»… Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείποντας την Αριστερά, εγκαταλείπει και τις ιστορικές διεκδικήσεις της, για τη μαχόμενη Αριστερά το αίτημα για την απλή αναλογική παραμένει επίκαιρο σαν ένα σύγχρονο δημοκρατικό αίτημα στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Και γιατί το δικαίωμα της ψήφου για όλους δεν ταυτίζεται με την αστική δημοκρατία, καθώς η εργατική τάξη, οι φτωχοί, οι γυναίκες και οι νέοι το κατέκτησαν μετά από αγώνες. Αλλά και γιατί η πολιτική σταθερότητα και η συναίνεση στις αντιλαϊκές πολιτικές πρέπει να αμφισβητηθεί από τις δυνάμεις της ανεξάρτητης εργατικής πολιτικής και της ανατροπής σε μια πορεία για μια πραγματική, εργατική δημοκρατία.