Η νίκη του μεγάλου συνασπισμού της συντηρητικής αντιπολίτευσης στην Βενεζουέλα, περισσότερο φαντάζει ως μια πολιτική ήττα της κυβέρνησης Μαδούρο, η οποία δεν κατάφερε να προχωρήσει, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε, τη λεγόμενη μπολιβαριανή διαδικασία, παρά ως μία ιδεολογική νίκη των πολιτικών αντιπάλων του τσαβισμού.
της Ειρήνης Κοσμά
Ακόμα μία ευκαιρία ζητάει, επικαλούμενος την ανάγκη να προστατευτεί η «μπολιβαριανή επανάσταση», ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, μετά τη συντριπιτική ήττα του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος, στις βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής. Με το εκλογικό ποσοστό που συγκέντρωσε, ο μεγάλος συνασπισμός της δεξιάς αντιπολίτευσης, Τραπέζι Δημοκρατικής Ενότητας, κερδίζει την πλειοψηφία των δύο τρίτων στο Κοινοβούλιο και αποκτά τη δυνατότητα να εξαναγκάσει ακόμα και σε πρόωρη αποχώρηση τον διάδοχο του Ούγκο Τσάβες.
Ο Μαδούρο, σε μία ύστατη προσπάθεια να διασώσει τη θέση του, αλλά και ό,τι εκπροσωπεί σήμερα το τσαβικό κίνημα της Βενεζουέλας, που κινδυνεύει να εκτοπιστεί από την εξουσία, για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια, κάλεσε το υπουργικό συμβούλιο να παραιτηθεί. Η παραίτηση, όπως είπε, θα εξυπηρετήσει τη διαδικασία αναδιάρθρωσης, βαθιάς αναγέννησης και ανανέωσης της εθνικής κυβέρνησης. Η έκκληση προς τους υπουργούς, μαζί με την προαναγγελία ανασχηματισμού, έγιναν στη διάρκεια της εβδομαδιαίας τηλεοπτικής εκομπής του: «Αυτό που θέλω, είναι ένα πρόγραμμα για το νέο στάδιο της επανάστασης, με μια βαθιά διόρθωση», τόνισε χαρακτηριστικά.
Μόλις λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των πρώτων εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Μαδούρο, πρόεδρος της Βενεζουέλας από το 2013, αναγνώρισε την ήττα, αποδίδοντάς την όμως αρχικά, στον οικονομικό πόλεμο, που, όπως είπε, δέχεται ο ίδιος και η κυβέρνησή του. Πραγματικά, η οικονομία της χώρας έχει γονατίσει, μετά την πτώση στις τιμές του πετρελαίου. Φέτος, τα έσοδα από το εξωτερικό εμπόριο κατέγραψαν ραγδαία πτώση της τάξης του 64%, σε μία εξέλιξη που ο βενεζουελάνος πρόεδρος έχει περιγράψει ως καταστροφή. Για τη λατινοαμερική χώρα, η οποία είναι μέλος του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγικών Χωρών, το 96% των εσόδων από το εξωτερικό εμπόριο βασίζεται στο πετρέλαιο.
Η κυβέρνηση Μαδούρο, παρά τη σοβαρή επιδείνωση στα οικονομικά μεγέθη, επιδίωξε να συνεχίσει την υλοποίηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής, όπως η κατασκευή λαϊκών κατοικιών, καθώς και τη μάχη κατά του αναλφαβητισμού και της φτώχειας. «Αν καθόταν εδώ ένας ολιγάρχης, τι θα έκανε; Θα διατηρούσε προνοιακές παροχές; Θα έλεγε: Όχι, δεν υπάρχουν πια αυτά», είχε τονίσει ο ίδιος σε πολιτική συγκέντρωση, μερικές εβδομάδες πριν τις εκλογές. Ωστόσο, οι συνέπειες της κρίσης είχαν ήδη πλήξει βαρύτατα την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
Η μείωση των εισαγωγών είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ελλείψεις σε βασικά αγαθά, ενώ αξιοποιήθηκε ως ευκαιρία από τις ντόπιες επιχειρηματικές ελίτ, που υπονόμευσαν την όποια κυβερνητική προσπάθεια. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται ότι έφτασε σε τριψήφιο αριθμό και το τοπικό νόμισμα έπεσε φέτος κατά 80% στη μαύρη αγορά. Η κρίση ψαλίδισε τις ελπίδες των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων για βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών, ενώ η πίστη στο τσαβικό μοντέλο άρχισε να κλονίζεται, καθώς η ανασφάλεια και τα κρούσματα βίας αυξήθηκαν.
Τον περασμένο Αύγουστο, τον γύρο του κόσμου έκανε η είδηση αιματηρής λεηλασίας, με έναν 21χρονο νεκρό από σφαίρα στο στήθος και δεκάδες συλλήψεις, σε σούπερ μάρκετ, στη νότια Βενεζουέλα. Καταναλωτές που έψαχναν βασικά διατροφικά είδη, όπως γάλα, ρύζι και αλεύρι εσέβαλαν στην αποθήκη του καταστήματος. Πολλοί επιχειρηματίες στην περιοχή αντέδρασαν κατεβάζοντας ρολά. Ο κυβερνήτης της πολιτείας, Φρανσίσκο Ράνχελ, μέλος του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, εκτίμησε τότε, ότι η λεηλασία είχε πολιτικά κίνητρα.
«Ομάδα οπλισμένων μοτοσικλετιστών έφτασε στην πόλη, διαμηνύοντας ότι θα λεηλατούσε συγκεκριμένα καταστήματα», εξηγούσε ο Ράνχελ σε τηλεοπτική του συνέντευξη. «Είμαι βέβαιος ότι δεν ήταν κάτι αυθόρμητο, μάλλον ήταν κάτι σχεδιασμένο, με πολιτικά κίνητρα», είχε αναφέρει. Στο ίδιο πνεύμα και ο Μαδούρο, είχε αποδώσει το επεισόδιο σε συνασπισμό της αντιπολίτευσης με επιχειρηματίες, υποστηρίζοντας ότι στο πλαίσιο του οικονομικού πολέμου που έχουν κηρύξει αυξάνουν τις τιμές, διατηρώντας αποθέματα αγαθών. Η αντιπολίτευση από την πλευρά της, απέδωσε το επεισόδιο στα οικονομικά προβλήματα και το κρατικιστικό μοντέλο.
Παράλληλα με την όξυνση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, εντάθηκαν και οι πολιτικές πιέσεις από τις ΗΠΑ: Τον περασμένο Μάρτιο, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε χαρακτηρίσει τη Βενεζουέλα απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και διέταξε την επιβολή κυρώσεων σε βάρος επτά διπλωματικών υπαλλήλων, επικαλούμενος μη σεβασμό, εκ μέρους τους, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Ομπάμα είχε χρησιμοποιήσει μάλιστα ρητορική κατά του Καράκας που θύμισε την αντίστοιχη απέναντι σε κυβερνήσεις χωρών όπως το Ιράν και η Συρία.
Ο Μαδούρο απάντησε οργισμένα, τονίζοντας ότι η ενέργεια είχε στόχο την ανατροπή της σοσιαλιστικής κυβέρνησής του. Χαρακτήρισε «ήρωες» τους επτά αξιωματούχους και αφού τους συνεχάρη, ανέφερε ότι «είναι τιμή να βρίσκονται στη λίστα των αμερικανικών κυρώσεων». Ταυτόχρονα, διόρισε ως υπουργό Εσωτερικών τον Γκουστάβο Γκονζάλες, τον οποίο η Ουάσιγκτον είχε κατηγορήσει ως συνυπεύθυνο για «άσκηση βίας κατά αντικυβερνητικών διαδηλωτών». Παράλληλα, προχώρησε σε διεύρυνση των εξουσιών του για τη «διατήρηση της ειρήνης» και την «καταπολέμηση του ιμπεριαλισμού».
Οι καταγγελίες περί παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγκεντρωτισμού κυριάρχησαν και στη ρητορική της αντιπολίτευσης κατά την προεκλογική περίοδο, η οποία σημαδεύτηκε επίσης, από τη δολοφονία του επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου κόμματος, Δημοκρατική Δράση, στις 6 Δεκεμβρίου, μόλις μερικές μέρες πριν τις κάλπες. Οι συνθήκες της δολοφονίας, την οποία καταδίκασε η κυβέρνηση, παραμένουν ανεξιχνίαστες. Σε κάθε περίπτωση, το αίσθημα της ανασφάλειας κορυφώθηκε και σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δυσμενείς εξελίξεις, οδήγησε στον εκλογικό θρίαμβο της αντιπολίτευσης.
Ωστόσο οι περισσότεροι, εντός και εκτός Βενεζουέλας, αναγνωρίζουν ότι δεν πρόκειται για μία ιδεολογική νίκη των πολιτικών αντιπάλων του τσαβισμού, αλλά για πολιτική ήττα της κυβέρνησης Μαδούρο, που δεν κατάφερε να προχωρήσει, όπως και ο ίδιος παραδέχτηκε τελικά, τη λεγόμενη μπολιβαριανή διαδικασία και να αντιμετωπίσει τις νέες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Μένει να φανεί, αν θα έχει την ευκαιρία να το πράξει στο μέλλον.