του Λεωνίδα Βατικιώτη
Εξόχως ανησυχητικά ήταν τα μηνύματα που εξέπεμψαν τα συνεχή σφυροκοπήματα που δέχτηκαν οι τραπεζικές μετοχές την προηγούμενη εβδομάδα, χάνοντας σωρευτικά το 20% της αξίας τους, παρότι την Δευτέρα με το άνοιγμα του χρηματιστηρίου οι τιμές τους σημείωσαν άνοδο. Ήταν η πρώτη αντίδραση στα αποτελέσματα των τεστ αντοχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προκάλεσαν ανακούφιση καθώς εκτιμούσαν σε χαμηλά, διαχειρίσιμα επίπεδα το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (4,4 δισ. στο βασικό και 14,4 δισ. στο χειρότερο σενάριο), απομακρύνοντας ως προς το παρόν τον κίνδυνο άμεσης υπαγωγής τους στον ευρωπαϊκό Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό.
Ωστόσο, η δρομολόγηση των διαδικασιών ανακεφαλαιοποίησης και από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, κι ειδικότερα το άνοιγμα των βιβλίων προσφοράς μέσω των οποίων θα βρεθούν τα νέα ιδιωτικά κεφάλαια, ανέτρεψε την αρχική αισιοδοξία, με την κάθετη πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών στο ελληνικό χρηματιστήριο να προεξοφλεί, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι η τελική τιμή που θα διαμορφωθεί για τις μετοχές, στη βάση των προσφορών που κατατέθηκαν, υπολείπεται σημαντικά των σημερινών που ούτως ή άλλως τείνουν στο μηδέν.
Πρόκειται για πολύ σημαντική εξέλιξη καθώς η περαιτέρω πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών (που από την αρχή του χρόνου έχουν χάσει το 79% της αξίας τους) θα οδηγήσει σε απαξίωση τις μετοχές που ήδη έχει στο χαρτοφυλάκιο του το ελληνικό δημόσιο. Μάλιστα, βάσει των δηλώσεων των αρμόδιων υπουργών όταν ξεκινούσε από το δημόσιο η διάσωση των τραπεζών θα επρόκειτο για μια οικονομικά ουδέτερη διαδικασία με το κράτος σε βάθος χρόνου να παίρνει πίσω τις τοποθετήσεις του στο ακέραιο. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ πιο σκληρή με το δημόσιο ήδη να χάνει το 80% σχεδόν των αρχικών του τοποθετήσεων (ύψους 40 δισ. ευρώ), μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι απώλειες θα συνεχισθούν ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της αγοράς των μετοχών και της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, καθώς χιλιάδες πρώην ομολογιούχοι που είδαν τους τίτλους τους να μετατρέπονται σε μετοχές θα σπεύσουν να ρευστοποιήσουν, για να αποφύγουν μεγαλύτερες ζημιές…
Σε αυτό το πλαίσιο, η διαδικασία της τρέχουσας, τρίτης στη σειρά, ανακεφαλαιοποίησης που δρομολογήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τους τραπεζίτες και τους δανειστές, θα αποδειχθεί εξόχως βλαπτική για το ελληνικό δημόσιο όχι μόνο (κι ενδεχομένως όχι τόσο) για τα 10 δισ. ευρώ που τελικά θα απαιτηθούν για τη συμμετοχή του δημοσίου, όπως την αξιολόγησε κοινοτικός αξιωματούχος. Ένα επιπλέον πλήγμα κι ίσως το μεγαλύτερο στο δημόσιο συμφέρον θα επέλθει από τις διαδικασίες που επελέγησαν κι οι οποίες ως κοινό τους χαρακτηριστικό έχουν την επιστροφή των τραπεζών σε ιδιώτες όσο το δυνατό συντομότερα και με κάθε κόστος, ακόμη και με το πέρασμά τους σε πάσης φύσης άγνωστης προέλευσης κερδοσκοπικά κεφάλαια, που είναι οι πλέον ευνοημένοι των «βιβλίων προσφοράς». Έτσι, τραπεζικοί παράγοντες θεωρούν πιθανή την μείωση της συμμετοχής του δημοσίου σε επίπεδα γύρω στο 30%, εξέλιξη που σηματοδοτεί την απώλεια της ευκαιρίας εθνικοποίησής των τραπεζών, στη βάση της συμμετοχής του δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο. «Πάσα» στους ιδιώτες αποτελεί και η απόφαση του δημοσίου να συμμετέχει στις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης με μια σχέση 75%-25% με μετατρέψιμα ομόλογα – μετοχές, ενώ θα μπορούσε να συμμετάσχει με μετοχές έτσι ώστε να έχει αποφασιστικό λόγο στη διοίκησή τους.
Εν κατακλείδι, ο ΣΥΡΙΖΑ (κι ειδικότερα η παρέα των γκόλντεν μπόις της Αριστεράς, Δραγασάκης, Σταθάκης και Τσακαλώτος) ανέλαβε να φέρει σε πέρας την πιο βρόμικη δουλειά: συνεχίζοντας το έγκλημα της διάσωσης των χρεοκοπημένων τραπεζών με δημόσιο χρήμα, να ακυρώσει κάθε ελπίδα εθνικοποίησης των τραπεζών.