του Θανάση Σκαμνάκη
Η Χρυσόθεμις είναι ένα σιωπηλό πρόσωπο της ιστορίας των Ατρειδών. Δεν πρωταγωνιστεί ποτέ και σε καμία εκδοχή του μύθου. Στέκεται πάντα δίπλα, και εισπράττει αθόρυβα (κι αθόρυβη) τη ντροπή της Κλυταιμνήστρας μάνας της και την οργή της Ηλέκτρας αδελφής της και τις τύψεις του Ορέστη αδελφού της, τίποτα από τη δόξα του Αγαμέμνονα πατέρα της. Η προσοχή της είναι στραμμένη προς εύκρατες εκδοχές του μύθου κι όμως συναλλάσσεται με πολλούς επίγειους και λοιπούς θανάτους. Παρέλασαν όλοι από μπροστά της, τους οδήγησε, τους μνημόνευσε, τους απάλλαξε από τα κρίματά τους. Κι ελαφριά, δεν είχε ποτέ συναλλαγές με Ερινύες, απάγκιασε στη βαθύτερη συνομιλία με τον εαυτό της και με τους άλλους. Επεδίωξε να μην είναι βλαβερή. Αυτή την προσφορά δεν της την αναγνώρισε ο μύθος. Κι έτσι ταξίδεψε. Για να την υποδεχτούμε εμείς ως την εικόνα του αμφίβολου, του δεύτερου, του ασήμαντου προσώπου, που συνομιλούσε με σκιές αλλά όχι με τα γεγονότα.
Όμως, αν το σκεφτείς, χωρίς αυτήν δεν θα γινόταν το έγκλημα. Κι ας νιώθει αθώα η ίδια. Χωρίς αυτήν ίσως τα κουράγια της Ηλέκτρας να λύγιζαν, κι ίσως ο Ορέστης να μην έβρισκε το δρόμο για το φόνο. Κι ίσως να είχε άλλη τύχη η Κλυταιμνήστρα κι άλλη τροπή ο μύθος. Και εν συνεχεία η Ιστορία. Και κάπως αλλιώς να είχαν στρωθεί οι ζωές μας. Σ’ αυτή τη φοβερή αλυσίδα που κρατάει γενεές και κάνει κάθε συμβάν να είναι σαν μοίρα, τόσο καθοριστικό για τα περαιτέρω. Όπως οι ευκαιρίες που εμφανίζονται μιά φορά και χάνονται. Και που δεν έχει νόημα να μηρυκάζεις την απώλεια, αλλά και να μη λες πως δεν βαριέσαι, θa ‘ρθει η επόμενη. Όπως τώρα, όπως και πάντα.
Αυτά είναι τα δεύτερα πρόσωπα, που δεν τα φωτίζουν οι προβολείς των αγαλμάτων, παρά μονάχα ασήμαντα πράγματα, μια πανσέληνος, ή μια απλή υπόμνηση, ιδιωτική. Που χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει καμιά ιστορία* παραπαίουν τα γεγονότα. Ο μπάρμπας ο Θανάσης, εφτά φορές σε θάνατο. Δεν αναφέρεται σε κανένα βιβλίο, ούτε κάν στα συναξάρια των αγωνιστών. Ήταν πάντα εκεί. Πιστός, γαλήνιος, ανθεκτικός, όχι ασήμαντος. Έφυγε από το χωριό παιδί, πήγε να δουλέψει στο εργοστάσιο, μπήκε στην αντίσταση, εμφύλιος κοκ., και σ’ ένα τετράδιο της εξορίας έγραφε μαθήματα φιλοσοφίας – που είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό – και στην ψυχή μας έγραφε τις επόμενες σελίδες από το κομμουνιστικό μανιφέστο.