του Θανάση Σκαμνάκη
Όταν τα πράγματα στριμώχνουν, και η ελπίδα χρησιμοποιείται ως επιχείρημα του δολοφόνου, χρειάζεται να γυρνάμε πίσω. Άντον Τσέχοφ, λίγο προτού ανατείλει ο 20ός αιώνας, στο διήγημα «Η φραγκοσταφυλιά»:
«[…]Σ’ αυτήν εδώ τη ζωή θα παρατηρήσετε: θρασύτητα και απραξία των δυνατών, αμάθεια και αποκτήνωση των αδυνάτων, τριγύρω ανυπόφορη φτώχεια, συνωστισμός, παρακμή, οινοποσία, υποκρισία, ψευτιές… Όμως, σ’ όλα τα σπίτια υπάρχει ησυχία, γαλήνη. Από τους πενήντα χιλιάδες που ζουν στην πόλη, ούτε ένας να ξεφωνίσει, να αγανακτήσει. Βλέπουμε εκείνους που πηγαίνουν στην αγορά για προμήθειες, την ημέρα τρώνε, τη νύχτα κοιμούνται, λένε τις ανοησίες τους, παντρεύονται, γερνούν, κουβαλούν με μακαριότητα στο νεκροταφείο τους μακαρίτες τους, αλλά δεν βλέπουμε ούτε ακούμε εκείνους οι οποίοι υποφέρουν, κι αυτό, που είναι το φοβερό στη ζωή, ξετυλίγεται κάπου στα παρασκήνια. Όλα είναι ήρεμα, ήσυχα και η μόνη που διαμαρτύρεται είναι η άλαλη στατιστική: τόσοι άνθρωποι τρελάθηκαν, τόσα κανάτια ποτού έχουν καταναλωθεί, τόσα παιδιά πέθαναν από ασιτία… Κι αυτή η τάξη είναι φανερό ότι χρειάζεται. Προφανώς, ο ευτυχισμένος άνθρωπος αισθάνεται τον εαυτό του καλά μόνο επειδή οι δυστυχείς φέρουν το βάρος τους σιωπηρά, και χωρίς αυτή τη σιωπή, η ευτυχία δεν θα ήταν δυνατή. Πρόκειται για μια γενική ύπνωση. Πρέπει πίσω από την πόρτα του κάθε ευχαριστημένου, του κάθε ευτυχισμένου ανθρώπου να στέκεται κάποιος που να κρατάει ένα μικρό σφυρί και, μ’ ένα χτύπημα, να θυμίζει συνεχώς ότι υπάρχουν δυστυχισμένοι, ότι όσο και να είναι κανείς ευτυχής, αργά ή γρήγορα η ζωή θα του δείξει τα νύχια της… Αλλά άνθρωπος με σφυρί δεν υπάρχει, ο ευτυχής ζει τη ζωή του και ο καθημερινές φροντίδες της ζωής λίγο τον ενοχλούν όπως ο αέρας την αγριόλευκα – κι έτσι όλα πάνε καλά.
Εκείνη τη νύχτα κατάλαβα, πως κι εγώ επίσης ήμουν ευχαριστημένος κι ευτυχισμένος” συνέχισε ο Ιβάν Ιβάνιτς. “Κι εγώ […] εδίδασκα πως να ζει κανείς, πως να πιστεύει στο Θεό, πως να κατευθύνει το λαό. Έλεγα επίσης ότι η μάθηση είναι φως, ότι η μόρφωση είναι απαραίτητη, αλλά για τους απλοϊκούς ανθρώπους η ανάγνωση μόνο και η γραφή είναι επί του παρόντος αρκετά. Η ελευθερία είναι αγαθό, χωρίς αυτή όπως και χωρίς αέρα δεν γίνεται, χρειάζεται όμως υπομονή. Μάλιστα, έτσι έλεγα, αλλά τώρα ρωτάω. Στο όνομα τίνος να περιμένει κανείς; Στο όνομα ποιανών συλλογισμών; Μου λένε ότι όλα δεν γίνονται αμέσως, κάθε ιδέα πραγματοποιείται σιγά σιγά, στο χρόνο της. Αλλά ποιος το λέει αυτό; Που είναι οι αποδείξεις ότι αυτό είναι δίκαιο; Αναφέρεστε στη φυσική τάξη των πραγμάτων, στους νόμους που διέπουν τα φαινόμενα, αλλά υπάρχει τάξη και νόμος στο ότι εγώ, ένας ζωντανός, σκεπτόμενος άνθρωπος, στέκομαι πάνω σε ένα χαντάκι και περιμένω πότε θα σκεπαστεί μόνο του ή θα το κλείσει η λάσπη, ενώ εν τω μεταξύ θα μπορούσα ίσως να το δρασκελίσω ή να το γεφυρώσω; Να περιμένω όταν δεν έχω δύναμη να ζω, αλλά στο μεταξύ πρέπει και θέλουμε να ζούμε…» (Άντ. Τσέχοφ, Να κοιμηθώ και άλλα διηγήματα, εκδ. Εστία, μετ. Β. Ντινόπουλος).
Μερικά χρόνια αργότερα, αυτοί οι ίδιοι, οι καλύτεροι απ’ αυτούς, έκαναν δυο επαναστάσεις. Αυτά λέμε και (ή για να;) ελπίζουμε!