του Θανάση Σκαμνάκη
Σε κάποια αστυνομική ταινία, από αυτές τις «διασκεδαστικές» -που πολύ συχνά έχουν να πουν πολύ περισσότερα πράγματα από κάποιες «σοβαρές»- ο κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος έχει φυλακίσει τα θύματά του σε ένα υπόγειο πολυκατοικίας. Από πάνω μένουν άνθρωποι, δίπλα η γειτονιά έχει κατοικημένα διαμερίσματα, έξω στο δρόμο περνάει κόσμος. Αλλά τα θύματα παραμένουν εκεί ήσυχα, χωρίς φωνές και αντιδράσεις, χωρίς προσπάθεια να ακουστούν ή να απελευθερωθούν, για 48 ώρες, μέχρι που τους σκοτώνει. Οι αστυνομικοί, ύστερα από τη σχετική περιπέτεια και την κινητοποίηση των ευφυών και λίγο αντικομφορμιστών ντετέκτιβ, σύμφωνα πάντα με την κλασική πια συνταγή, συλλαμβάνουν το δράστη. Αλλά είχαν κι αυτοί την ίδια απορία με τους θεατές. Μα γιατί δεν φώναζαν οι κρατούμενοι; Μερικές φωνές θα ξεσήκωναν τον κόσμο και θα τους οδηγούσαν στη σωτηρία. Ο δράστης είχε μια ακαταμάχητη και ευφυή συνταγή: «Τους απείλησα πως, αν δεν φωνάξουν θα τους αφήσω ελεύθερους. Αν υπέμεναν το βασανιστήριο θα τους ελευθέρωνα. Τους έδωσα ελπίδα. Και η ελπίδα τους σκότωσε».
Έτσι με την ελπίδα να τη βολέψουν έχασαν την ελπίδα να σωθούν. Δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τη στιγμή, αλλά διακινδύνευσαν και έχασαν το παν. Μια ελπίδα που σκοτώνει.
Προφανώς η ιστορία, ευγενική προσφορά φίλου της στήλης, παρατίθεται εδώ, προκειμένου να εννοηθούν τα σχετικά κοινωνικά συμφραζόμενα, καθώς η εικόνα παραπέμπει σε κλασικές ανθρώπινες καταστάσεις, όπου ακόμα κι όταν η λογική συμβουλεύει άλλα το ένστικτο είναι πολύ ισχυρό. Ή, αν θέλετε να το πείτε αλλιώς, οι συνήθειες χρόνων υποταγής που εντέλει κυριαρχεί. Αιώνες εγκλωβισμένοι στον ατομισμό τους, οι άνθρωποι εκείνο που θέλουν πρώτα να κάνουν είναι να τη βολέψουν, αυτοί να την βολέψουν. Λουφάζοντας και περιμένοντας. Ελπίζοντας.
Αυτή την υποταγή επαναλαμβάνουν εκκωφαντικά και σήμερα άνθρωποι, πολιτικοί και ειδήσεις.
Αλλά η εικόνα παραπέμπει επίσης σε κάτι ακόμα πιο επίκαιρο και γενικό. Στη γνωστή «σιωπή των αμνών» αυτή την εποχή της ετοιμαζόμενης σφαγής, όπου η κυβέρνηση, θύτης και θύμα, δέχεται ελπίδες για να μη φωνάξει και μοιράζει με τη σειρά της ελπίδες για να μη φωνάξουμε. Τι σημασία έχει τελικά αν δεν είναι σίριαλ κίλερ όπως οι προηγούμενοι; Οι προθέσεις πάντα έχουν σημασία, αλλά μερικές φορές κάνουν το αντίθετο, ναρκώνουν τα θύματα που πιστεύουν πιο εύκολα την ελπίδα. Αν δεν φωνάξουν… Κι έτσι βολεύουν ιδανικά τους κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν δολοφόνους οι οποίοι αδιαφορούν για τις όποιες (επικίνδυνες) καλές προθέσεις.
Κι εμείς; Έχουμε υπομείνει το βασανιστήριο επί χρόνια τώρα, κάθε φορά ελπίζοντας πως αυτό θα είναι το τελευταίο και μετά θα ελευθερωθούμε. Κι όταν έρχεται το επόμενο, έχουμε ήδη συνηθίσει το πριν και το μόνο που ευχόμαστε είναι να αποτραπεί το χειρότερο επόμενο. Όσο κι αν νιώθουμε και ξέρουμε πως θα έρθει, αν δεν κάνουμε κάτι δραστικό. Αλλά φοβόμαστε «να φωνάξουμε», διεκδικώντας να βγούμε από τη μέγγενη, γιατί μπορεί ο δολοφόνος να επισπεύσει το τέλος μας. Μ’ αυτή τη φρούδα ελπίδα συνεχίζουμε τη διολίσθηση.