του Θανάση Σκαμνάκη
Οι ημέρες που διανύουμε έχουν ένταση. Αβέβαιο καλοκαίρι, πολλαπλώς. Αβέβαιος καιρός, αβέβαιες πολιτικές, αβέβαια συναισθήματα. Φυσικά, υπάρχουν πολλών λογιών άνθρωποι, κι εγώ εδώ δεν κάνω ανθρωπολογική προσέγγιση. Μιλάω για συναισθήματα συγγενή, που αντιλαμβάνομαι γύρω μου. Φερ’ ειπείν, δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους που λένε «τα λέγαμε εμείς», και τώρα καμαρώνουν δικαιωμένοι κι αδιάφοροι για τις συνέπειες των όσων θα συμβούν. Αισθάνομαι θυμό, όχι γιατί με διέψευσε κανείς, λύπη, όχι γιατί με απογοήτευσε, προσδοκία, όχι γιατί έχω σταθερό σχέδιο, και πείσμα, γιατί όλα ανατρέπονται, αναστρέφονται και ξαναπροσπαθούν. Κι ακόμα γιατί έμαθα σ’ αυτή την περίεργη πορεία τόσων χρόνων, πως οι άνθρωποι δεν είναι παντοδύναμοι, όπως και οι θεοί εξ άλλου. Πως τα γεγονότα είναι αμείλικτα και συνεπή, ακόμα κι όταν δεν είναι όπως τα περιμένουμε. Κυρίως τότε. Παρατηρώ λοιπόν ένα γύρω την αμηχανία. Οι κανονικοί άνθρωποι ρωτάνε ανήσυχοι. Υπάρχει κανά νέο; Δεν ξέρουν τι ακριβώς απάντηση περιμένουν, μάλλον δεν περιμένουν καμία απάντηση, ρωτάνε ωστόσο με την αοριστία του φόβου που δεν προσδιορίζεται και της ελπίδας που δεν έχει ακόμα αποβληθεί. Αλλά και δεν ξέρουν που να πάνε. Να πάνε σε συγκέντρωση; Να μείνουν σπίτι; Να ζητήσουν λόγο; Να μη ζητήσουν; Να πουν δικαιολογίες; Να υπερασπιστούν τη ρήξη; Να υπερασπιστούν το συμβιβασμό; Έξω να βγούνε δυσκολεύονται ποικίλως, αλλά κι αν βγουν, στο δρόμο τους ξαναβρίσκουν τα ερωτήματα. Στο σπίτι να μείνουν δεν μπορούν. Η οθόνη προετοιμάζει μια απειλή, η οποία όπου να ‘ναι θα εκτοξευθεί, ακόμα και που είναι κλειστή. Να δεις Δικαίωση να ξεχαστείς; Ένας σκληρός έκτακτος ειδησάς διακόπτει τη Βαρνέζη για να σε τρομάξει. Πάει η μέρα, βούλιαξε πάλι. Να μπείς στο διαδίκτυο; Εκεί, όπως σερφάρεις ανυποψίαστος, εξαπολύονται αίφνης καταγγελίες, αποκαλύψεις, λίβελοι, αισθήματα πονηρά, ανεξέλεγκτες λέξεις. Ελεύθεροι σκοπευτές καιροφυλακτούν και πυροβολούν αμείλικτα όποιον παραβεί τον κανονισμό κυκλοφορίας. Τον οποίον έχουν ορίσει οι ίδιοι οι σκοπευτές. Οι οποίοι δεν πληρώνουν τίποτα. Απλώς εισπράττουν μερικά like, από παρόμοιους, σχηματίζονται μικρές κοινότητες, με κοινό μια ύβρη, διασπώνται και ξαναενώνονται στην επόμενη, για να ξαναχωρίσουν κοκ. Οι σχέσεις αυτές δεν κοστίζουν, μερικές λέξεις παραπάνω μόνο. Καθένας, θα πείτε, με το μέσο που διαθέτει. Έτσι κι αλλιώς γέμισε ο κόσμος ατομικότητες. Ατομικές ατομικότητες ή συλλογικές ατομικότητες. Δεν έχει σημασία αν έχεις τη δυνατότητα να γράψεις στην εφημερίδα, να πεις στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, να διαδώσεις στο διαδίκτυο ή αν έχεις τη δυνατότητα να μιλήσεις μέσω της ομάδας, της κίνησης, της «συλλογικότητας» σου. Και στη μιά και στη άλλη περίπτωση ατομικότητες διακινούνται στην ουσία. Απροκάλυπτες ή συγκαλυμμένες. Που δεν πολυενδιαφέρονται για το πραγματικό ακροατήριο. Εκλαμβάνουν το μικρό τους κόσμο ως το σύμπαν, επιλέγουν τους παραλήπτες και απευθύνονται σε αυτούς. Αναιρώντας τον πραγματικό λόγο της ύπαρξής τους. Οπότε, καθώς γίνομαι μάρτυρας των περιστατικών, μην με αδικήσετε που περνάει μέσα μου η μελαγχολία των ημερών και των τόπων. Του αβέβαιου καλοκαιριού και της ακόμα πιο αβέβαιης Αριστεράς. Με το απαραίτητο πείσμα. Και το δικό της, της Αριστεράς, και το δικό του, του καλοκαιριού, και το δικό μου!