του Διονύση Ελευθεράτου
Με αφορμή ένα εξαιρετικό βιβλίο κι έναν εθνικόφρονα «που μένει Ευρώπη»…
Το κείμενο του Δημήτρη Μανιάτη («tanea.gr») αναφερόταν στην πρώτη εκ των δυο συγκεντρώσεων, τις οποίες πραγματοποίησαν προσφάτως οι μνημονιακοί «νεοφιλελέδες» στην πλατεία Συντάγματος. Το τελευταίο απόσπασμα: «Και μπορεί οι δύο κυρίες που στέκονταν στην είσοδο της «Μεγάλης Βρετανίας» να ήταν όντως ανιδιοτελείς, ευρωπαΐστριες, μετριοπαθείς και με έγνοια για τη θέση της χώρας. Ο διπλανός τους κύριος, όμως, με την ελληνική σημαία που φώναζε «φέρτε τον Σκόμπι μάλλον είχε διαφορετική άποψη».
Ναι, «φέρτε τον Σκόμπι»… Αντι – αριστερή υστερία, θα πείτε. Ικανή να κατεβάζει στο δρόμο ακόμη και τύπους που φαντάζουν σαν γραφικοί «δελαπατρίδηδες» μιας σκληρής Δεξιάς, η οποία εκθέτει τα ιστορικά σημεία αναφοράς της, κάπου ανάμεσα σε νυν ή επίδοξους γιάπηδες.
Εθνικοφροσύνη και ευρω – φροσύνη, Μπαλτάκοι και Μπάμπηδες, αλλά και λίγο ρετρό. Με ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από «σπρεντ», αλλά ίσως θυμούνται καλά τα οπλοπολυβόλα «μπρεντ». Με τύπους που αναπολούν τον Σκόμπι έξω από τη «Μεγάλη Βρετανία», την εποχή του Σόιμπλε και της Μεγάλης Γερμανίας.
Εύκολο θα ήταν να χλευάσεις τον εθνικόφρονα «Σκομπικό», να καγχάσεις επειδή μπέρδεψε «προστάτες» και εποχές. Για σταθείτε, όμως… Τίποτε άλλο στις ημέρες μας δεν θυμίζει την εποχή του Σκόμπι, παρά μόνο η έκκληση ενός «πυροβολημένου» δεξιού;
Ας μας επιτραπεί να διατηρούμε αμφιβολίες. Αντιγράφουμε από το εξαιρετικό βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη Δεκεμβριανά 1944, η μάχη της Αθήνας (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), για κάποια από όσα προηγήθηκαν της αιματοχυσίας στην πλατεία Συντάγματος: «Ως προς την αντιμετώπιση του επισιτιστικού, η κυβέρνηση ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τη βρετανική βοήθεια. Έτσι, όταν στις 3 Νοεμβρίου, σε σύσκεψη του πρωθυπουργού και του οικονομικού επιτελείου με τον Χάρολντ Μακμίλλαν, η ελληνική πλευρά ζήτησε την αύξηση των προμηθειών και τη σύναψη δανείου, ο Μακμίλλαν απάντησε ότι δεν αναμένεται περαιτέρω βοήθεια αν δεν γινόταν απολύτως ξεκάθαρο ότι θα λαμβάνονταν όλα τα αναγκαία μέτρα όχι μόνο για να επιτευχθεί η σταθεροποίηση της οικονομίας αλλά και για να διατηρηθεί. Με κύριο μέσο πίεσης την επισιτιστική βοήθεια, ο Μακμίλλαν ζήτησε την αλλαγή του συστήματος υπολογισμού των μισθών και την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού με μέτρα πέρα από τα αμιγώς πληθωριστικά. Αυτό συνεπαγόταν περικοπές δαπανών μισθοδοσίας, εμφάνιση φορολογικών εσόδων και άμεση προσφυγή σε εσωτερικό δανεισμό» (σελίδα 40, με παραπομπή του συγγραφέα στο έργο του Μακμίλλαν «The Blast Of War», σελ. 493).
Και ακόμη: «Ο Θανάσης Χατζής, γενικός γραμματέας του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υποστηρίζει ότι η απαίτηση των βρετανών οικονομικών εμπειρογνωμόνων για την επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού αποκλειστικά με εσωτερικούς πόρους, «χωρίς να προβλέπονται έσοδα από τις κατασχέσεις των περιουσιών των δωσίλογων για οικονομική συνεργασία, ούτε των «τσακαλιών μαυραγοριτών», αποτελούσε την κορύφωση του «συστηματικού οικονομικού σαμποτάζ› που έκαναν οι Βρετανοί από κοινού με την ελληνική ‹αντίδραση». Διατηρώντας στο «απυρόβλητο» τους «ντόπιους κεφαλαιούχους», πρόβαλλαν διαρκώς εμπόδια στα «μεγαλόπνοα» σχέδια του εαμικού οικονομικού επιτελείου (…), επιβάλλοντας ‹λιτότητα και μετά τη θανατερή πείνα της Κατοχής» (σελ. 40 -41).
Αλήθεια, διαβάζοντας πως οι Βρετανοί αξίωναν σκληρά μέτρα λιτότητας σε μία χώρα, στην οποία ακόμη «βασίλευε» η ένδεια ή και η πείνα, καθώς και ότι εκβίαζαν με την απειλή άρσης της επισιτιστικής βοήθειας (ένα είδος …ρευστότητας της εποχής), δεν ανακαλύπτετε ορισμένες θλιβερές ομοιότητες με τη σημερινή εποχή;
Διαβάστε όμως και αυτό το απόσπασμα, από το βιβλίο του Μ. Χαραλαμπίδη: «Για να αυξηθούν οι διανομές τροφίμων από 1.100 σε 2.000 θερμίδες ανά άτομο, οι εαμικοί υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας αναγκάστηκαν να δεχθούν τον ορισμό ιδιαίτερα χαμηλών ημερομισθίων. Η απογοήτευση εργατών και υπαλλήλων από τη μισθολογική πολιτική είναι εμφανής». Συνέχεια: «Σε εαμική εφημερίδα υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας αναφερόταν: ‹Ο μισθός που μας καθορίστηκε είναι μισθός πείνας (…). Δεχόμαστε φυσικά πως χρειάζονται θυσίες. Όμως δεν μπορούμε να ανεχθούμε αποκλειστικά ο εργαζόμενος λαός να τις υποστεί στο ακέραιο (…). Η Τράπεζα, που ωφελήθηκε επενδύοντας τις καταθέσεις με χρεόγραφα, ακίνητα και χρυσάφι, να υποστεί κι αυτή το βάρος μιας στοιχειώδικης αύξησης μισθών κατά 50% που βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των δικών μας θυσιών».
Κατόπιν όλων αυτών, διστάζουμε πολύ να χαρακτηρίσουμε «εκτός χρόνου» τον δεξιό τύπο που φώναζε «φέρτε τον Σκόμπι», στις 18 Ιουνίου 2015, στην πλατεία Συντάγματος. Και μπορεί μεν η ιστορία να μην επαναλαμβάνεται ποτέ με πανομοιότυπο τρόπο, αλλά ο προσεκτικός μελετητής της, θα κουνήσει αρκετές φορές το κεφάλι, αναλογιζόμενος για παράδειγμα τις λανθασμένες εκτιμήσεις της τότε αριστερής ηγεσίας για το «ως πού θα έφθαναν» οι Βρετανοί, δηλαδή ο «διεθνής παράγοντας» της εποχής, όχι οι «εταίροι», αλλά οι «σύμμαχοι»…
Εάν, πάντως, τύχει να δείτε τον οπαδό του Σκόμπι να τραβάει κατά το Σύνταγμα και στο μέλλον, ψιθυρίστε του ευγενικά στο αφτί πως δεν πρέπει να είναι σίγουρος ότι σύσσωμος ο κόσμος της Αριστεράς θα προσυπογράψει «Βάρκιζες». Κι αν ο θυμός του φέρει ταχυκαρδία, αφήστε τις διπλανές αρωματισμένες ευρω- κυρίες να τον συνεφέρουν.