του Θανάση Σκαμνάκη
«Γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει / όλο και περισσότερο περισσότερες γυναίκες μ’ αγαπάνε με γαλανά μάτια πολύ μεγαλωμένα από μαύρο κραγιόνι / περισσότερα αγόρια με μακριά μαλλιά και τραγανά πηγούνια / δεν ξέρω πώς να τα χωρέσω στις φλέβες μου και στις λέξεις / με παίρνει αλαμπρατσέτα η Επανάσταση βγαίνουμε βόλτα οι δύο μας στις φωταγωγημένες λεωφόρους / αργά τη νύχτα η ώρα 2 μετά την ποίηση που ξαγρυπνάνε ακόμη ανύσταχτοι οι κομμουνιστές μελετώντας τον Λένιν / προσπαθώ να μη σκύψω ούτε χιλιοστόγραμμο απ’ τη χαρά μου / καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι και με το δίκιο μου λέω / γιατί πίσω από τους κορμούς των δέντρων με παραμονεύουν χίλιοι χαφιέδες / και με φοβούνται στρατηγοί δικτάτορες συνταγματάρχες βασιλιάδες στρατοδίκες / παρ’ ότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι / ούτε γροθιά σιδερένια / ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου / ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι / τίποτα τίποτα / πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν οι πραγματικοί επαναστάτες» (Γιάννης Ρίτσος, «Το τερατώδες αριστούργημα», 1977). Στο μεταξύ, από το 1977 μεσολάβησαν γεγονότα και σχεδόν σαράντα χρόνια. Εκείνοι που κυκλοφορούν αργά τη νύχτα στις φωταγωγημένες λεωφόρους έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα, κι ακόμα πιο επικίνδυνα έχουν λιγοστέψει όσοι τους παίρνει αλαμπρατσέτα η επανάσταση. Για δε τους ανύσταχτους κομμουνιστές που ξαγρυπνάνε μελετώντας τον Λένιν δεν γίνεται και πολύς λόγος. Αυτό το κοντινό (ή μήπως ήδη πολύ μακρινό;) παρελθόν -το νεανικό παρόν μας κάποτε- δεν είναι κατ’ ανάγκη τόσο ρομαντικό και αίθριο, ωστόσο λαμπρύνεται από τη βαθιά πεποίθηση του κομμουνιστικού μέλλοντος και το αόρατο και πανταχού παρόν συναίσθημα μιας πολλαπλασιαζόμενης δύναμης που προκαλεί φόβο στις θωρακισμένες μεραρχίες των απέναντι, που δεν ήταν δημιούργημα της νεότητας και της απέραντης αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας της. Μπορεί η βεβαιότητα εκείνη να περιείχε μεγάλες δόσεις επιθυμίας, κι ίσως να απείχε από την πραγματικότητα, αλλά ήταν μια επιθυμία που «δημιουργούσε δίκαιο», δηλαδή επέβαλε πραγματικότητα κι ενίοτε επιβαλλόταν στην πραγματικότητα. Κυρίως αυτή την αίσθηση πως εκείνοι που καιροφυλακτούν, στρατοδίκες, στρατηγοί και λοιποί, φοβούνταν την αφύλακτη και άοπλη παρουσία μας.
Είναι ακριβώς εκείνο που συνιστά εκκωφαντική απουσία στο παρόν. Με ό,τι κι όσα αυτό συνεπάγεται.Τα εγχειρήματα βέβαια δεν έπαψαν ούτε στιγμή. Οι αδιάκοπες προσπάθειες να διανοιγούν στοές μέσα από τη νύχτα. Κάποιες φορές βγαίνουν στο φως, κάτι απειλούν, δεν προλαβαίνουν, ξαναγυρίζουν. Οι στρατηγοί καιροφυλακτούν. Αλλά οι απόπειρες δεν θα σταματήσουν. Κι όμως δεν συνιστούν ακόμα ένα σχέδιο, μια νέα παρέλαση των διωγμένων στο έδαφος της φαντασίας τους και της επόμενης πραγματικότητας, αυτής της παρέλασης των αδυνάτων που τους καθιστά δυνατούς, και εμπνέει στους ίδιους πεποίθηση και στους απέναντι το φόβο. Κι αν όμως όλα αυτά δεν είναι παρά αισθηματισμοί; Πιο στέρεα υλικά χρειάζεται για να χτιστεί το παρόν. Πιο σαφείς ιδέες. Με λιγότερους στίχους και περισσότερα «προτάγματα», λες. Αλλά και πως αλλιώς, απαντάει ο άλλος εαυτός σου, θα γερνάς με αυτή την απέραντη νιότη που δεν εννοεί να γεράσει; Αυτό δεν είναι λέξεις ή «διακύβευμα», είναι η πεμπτουσία της δικής μας πίστης.