Η «αποτυχημένη» γραμμή έφτασε το ΚΚΕ να έχει 400.000 μέλη και το ΕΑΜ 1.500.000. Οδήγησε το λαϊκό κίνημα ένα βήμα πριν από τη μεγάλη έφοδο στον ουρανό. Ο Βασίλης Λιόσης απαντά σε άρθρο του Δημήτρη Γρηγορόπουλου στο Πριν (26/4) «Πόλεμος, θεωρία των σταδίων, αντικαπιταλιστική πρόταση». Στο επόμενο φύλλο η γνώμη του Δ. Γρηγορόπουλου.
του Βασίλη Λιόση
Το πρώτο γράμμα του Ζαχαριάδη
Οφείλω να ξεκινήσω αυτό το άρθρο εκφράζοντας τις ευχαριστίες μου στο Πριν που φιλοξενεί τις απόψεις μου και μάλιστα στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Τον τελευταίο καιρό η έκδοση ενός βιβλίου του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με τον τίτλο Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο 1940-1941 πυροδότησε μια συζήτηση για ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. Ωστόσο, αφορμή για το παρόν κείμενο είναι η παρέμβαση του συναγωνιστή Δ. Γρηγορόπουλου (ΔΓ) που δημοσιεύτηκε στο Πριν στις 26/4. Η θεώρηση του ΔΓ τείνει να ταυτιστεί με τις απόψεις της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ας δούμε το γιατί.
Ο Δ. Γρηγορόπουλος κατηγορεί τον Ζαχαριάδη γιατί εισάγει τη λογική της ταξικής συνεργασίας, όταν γράφει πως «στον πόλεμο αυτό που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις δίχως καμία επιφύλαξη». Το «δίχως επιφύλαξη» ήταν ένα λεκτικό ολίσθημα ή ένας αναγκαστικός συμβιβασμός;
Πρώτο, το «δίχως επιφύλαξη» δεν προτρέπει σε υποστήριξη της κυβέρνησης Μεταξά αλλά στη δίχως επιφύλαξη αντίσταση του ελληνικού λαού. Δεύτερο, πριν από το «δίχως επιφύλαξη» αναφέρεται: «Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα». Τρίτο, μετά την εν λόγω φράση διευκρινίζεται πως «Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για τον σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι […] μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση […]». Τέταρτον, η φράση αυτή μπορεί να παρεξηγηθεί ως απόρροια ενός δογματικού τρόπου σκέψης. Σύμφωνα με τον Ζαχαριάδη, η φράση μπήκε γιατί το γράμμα δεν θα δημοσιευόταν από την κυβέρνηση Μεταξά. Επομένως επρόκειτο για φραστικό συμβιβασμό που ο καθένας μπορούσε να τον ερμηνεύσει κατά το δοκούν.
Μέσα από αυτό το γράμμα η μεν κυβέρνηση Μεταξά επιδίωκε την καλλιέργεια ενός κλίματος εθνικής ενότητας και τη νομιμοποίησή της στη λαϊκή συνείδηση. Ο δε Ζαχαριάδης έβλεπε τη σύνδεση του εθνικοανεξαρτησιακού με το ταξικό και γλύτωνε το ΚΚΕ από την απομόνωση και την εξαφάνιση. Ποιος θα έγερνε την πλάστιγγα προς την πλευρά του θα εξαρτιόταν από την αποφασιστικότητά του, τη γνώση της πραγματικότητας και τη δυνατότητα να σκέφτεται διαλεκτικά.
Η άρνηση μεταβατικών φάσεων στην επανάσταση παραβλέπει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αποδεχόμαστε την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου συμβιβασμού άρα και τη δυνατότητα δημοσιοποίησης του γράμματος ή αν το γράμμα εμποτισμένο στην «ταξική καθαρότητα» θα έμενε στην αφάνεια. Ο Λένιν έγραφε για τους αναγκαίους συμβιβασμούς: «Φανταστείτε πως το αυτοκίνητό σας το σταμάτησαν οπλισμένοι ληστές. Τους δίνετε τα λεφτά, το διαβατήριο, το πιστόλι, το αυτοκίνητό σας. Έτσι γλιτώνετε από την ευχάριστη συντροφιά με τους ληστές. Εδώ υπάρχει αναμφισβήτητα ένας συμβιβασμός. “Do ut des” (σου δίνω λεφτά, το όπλο, το αυτοκίνητο, “για να μου δόσεις” τη δυνατότητα να φύγω σώος και αβλαβής). Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς άνθρωπο που να είναι στα καλά του και να λέει πως ένας παρόμοιος συμβιβασμός είναι “καταρχήν απαράδεκτος” ή να θεωρεί το πρόσωπο που έκανε τέτοιο συμβιβασμό συνένοχο των ληστών (αν και οι ληστές θα μπορούσαν να καθίσουν στο αυτοκίνητο και να το χρησιμοποιήσουν, καθώς και το όπλο, για καινούργιες ληστείες) […]».
Πηγή της αμαρτίας κατά τον Δ. Γρηγορόπουλο είναι το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν. Το συνέδριο επικρίνεται για τον «λανθασμένο» ορισμό του φασισμού, αφού θεωρεί πως είναι «η πιο ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Έτσι, το κεφάλαιο χωρίζεται σε καλό και κακό. Σε επίπεδο στρατηγικής η επαναστατική διαδικασία σταδιοποιείται και δημιουργούνται αυταπάτες για συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης. Είναι όμως αυτή η σωστή ερμηνεία του 7ου;
Κατ’ αρχάς ο ορισμός του 7ου στηρίχθηκε τόσο στη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, όσο και στην ίδια την πραγματικότητα. Τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν τον προκαλεί γενικά το κεφάλαιο, μα το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών που εποφθαλμιά το μοίρασμα αγορών κι εδαφών. Ο Χίτλερ μπορεί να υποστηρίχθηκε αρχικά από μικροαστικά στρώματα, παραζαλισμένα από την κρίση του 1929, αλλά επί της ουσίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο ενισχύθηκε από το γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο. Είναι γνωστές οι συναντήσεις των μεγάλων γερμανικών μονοπωλιακών ομίλων με το ναζιστικό κόμμα και η χρηματοδότησή του από αυτούς. Επίσης, ο φασισμός δεν αποτέλεσε πολιτική στρατηγική επιλογή του αμερικανικού, αγγλικού και γαλλικού κεφαλαίου. Και μόνο γι’ αυτόν το λόγο ο ορισμός που αντιπροτείνεται (ο φασισμός είναι πολιτική επιλογή συνολικά του κεφαλαίου) είναι λανθασμένος.
Οι επικριτές του 7ου ξεχνάνε όμως και κάτι ακόμη. Τα ντοκουμέντα έθεταν ένα ολόκληρο σκεπτικό καθώς και ασφαλιστικές δικλείδες, που αν τις παραβλέψει κανείς τότε το συνέδριο γίνεται κυριολεκτικά αγνώριστο. Το 7ο συνέδριο υπογράμμιζε για παράδειγμα ότι α) ο αυτοϊκανοποιούμενος σεχταρισμός που υπήρχε στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος οδηγούσε σε παθητικότητα απέναντι στο φασισμό, β) σχετικά με την κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου θέτονταν αυστηρές προϋποθέσεις και τονιζόταν ότι την τελική λύση θα τη δώσει η επανάσταση. Δυστυχώς η παλιά παθογένεια των ακρωτηριασμένων κειμένων προκειμένου να εξυπηρετηθούν αντιδιαλεκτικά ιδεολογικά πλαίσια εξακολουθεί να βασανίζει τους κομμουνιστές.
Όσοι επικρίνουν το 7ο συνέδριο του προσάπτουν συχνά την κατηγορία της σταδιοποίησης. Το θέμα δεν είναι η λέξη, αλλά τι εννοεί κάποιος με αυτήν. Ο Λένιν μάς έχει δώσει κείμενα όπου αλλού κατακρίνει κι αλλού ενστερνίζεται την έννοια. Η φαινομενική λογική αντίφαση του Λένιν ήταν μόνο τέτοια. Όταν απέρριπτε τη σταδιοποίηση, αναφερόταν στην άποψη των μενσεβίκων που υποστήριζαν πως στο πρώτο στάδιο της επανάστασης, το αστικοδημοκρατικό, θα έπρεπε την ηγεμονία να την έχει η αστική τάξη, προκειμένου να μην υπερπηδηθεί βουλησιαρχικά η ιστορική εξέλιξη. Από την άλλη, ο Λένιν δεχόταν την αναγκαιότητα του πρώτου σταδίου, αλλά υπό την ηγεμονία των εργατών και αγροτών. Αυτή η διευκρίνιση δεν υποκρύπτει μια φαντασίωση για επανάληψη της ρωσικής επανάστασης στα ελληνικά δεδομένα. Ωστόσο η άρνηση μεταβατικών φάσεων στην επανάσταση παραβλέπει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και την πληθώρα των δρόμων μέσω των οποίων μπορεί να κερδηθεί ο στρατηγικός στόχος, οδηγώντας στην καταστροφική αντίληψη πως μόνο η βασική αντίθεση έχει σημασία.
Βεβαίως, υπάρχουν ορισμένοι που με το 7ο Συνέδριο και τη λενινιστική τακτική και στρατηγική επιχειρούν να ωραιοποιήσουν και να νομιμοποιήσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό όμως δεν κάνει και τίμιο το επιχείρημα βάσει του οποίου όσοι υποστηρίζουν το α΄ γράμμα του Ζαχαριάδη, το 7ο συνέδριο, την τακτική του ΕΑΜ κ.λπ. πάνε να μπούνε από την πίσω πόρτα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αποτυχία του 7ου, κατά τους επικριτές του, επιβεβαιώνεται από την περίπτωση της Ελλάδας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Κατ’ αρχάς αυτή η «αποτυχημένη» γραμμή έφτασε το ΚΚΕ να έχει 400.000 μέλη και το ΕΑΜ 1.500.000. Έπειτα οδήγησε το λαϊκό κίνημα ένα βήμα πριν από τη μεγάλη έφοδο στον ουρανό. Όσον αφορά τη Γαλλία και την Ιταλία, ασφαλώς και υπήρξε οπορτουνιστική εκτροπή. Αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα διαστρέβλωσης της γραμμής (και αυτό το ενδεχόμενο είναι μέσα στη ζωή).
Επιπλέον, πώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι σε σειρά χωρών με οδηγό τη γραμμή του 7ου κερδήθηκε η εξουσία; Όπως έγινε, για παράδειγμα, στη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την Κίνα; Και πώς ερμηνεύεται ότι η άλλη η γραμμή, η «πούρα» αντικαπιταλιστική, απέτυχε παταγωδώς μη μπορώντας να συνεγείρει το λαό, παρά μόνο ολιγομελείς σέχτες που έμειναν στην ιστορική αφάνεια και σε κάποιες περιπτώσεις συμπορεύτηκαν αντικειμενικά με τους Γερμανούς;
Ελπίζω ο προβληματισμός να «ανοίξει» κάποια στιγμή και να συμπεριλάβει και ερωτήματα όπως τα παραπάνω, αν δεν θέλουμε να είμαστε μονομερείς.