του Διονύση Ελευθεράτου
Οι «αναγνώσεις» της λαϊκής εντολής, το εθνικό ταμπού και το αριστερό… ταμπούρωμα
Εύστοχα έχει πει ο Πολ Κρούγκμαν ότι τα «επιχειρήματα» του Βερολίνου, όπως και των λοιπών ιερατείων της λιτότητας στην Ευρώπη, αντιπαραθέτουν στην πραγματικότητα μια αποστεωμένη εκδοχή ηθικολογίας (οι «δεσμεύσεις», η τιμωρία των παραβατών του δημοσιονομικού κώδικα κ.λπ.). Κάτι ανάλογο όμως επιστρατεύουν εντός Ελλάδας όσοι πιέζουν την κυβέρνηση να υπογράψει τρίτο Μνημόνιο αλλά και όσοι εντός ΣΥΡΙΖΑ πιέζουν το κόμμα τους να ενδώσει στις έξωθεν πιέσεις.
«Ο λαός δεν σας [σ.σ.: ή «μας, στη δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων] έδωσε εντολή για ρήξη ούτε για να επανεξεταστεί ή να τεθεί εν αμφιβόλω η θέση της χώρας στην ευρωζώνη». Συγκινητικό! Όταν οι δανειστές γράφουν τη λαϊκή εντολή στα παλαιότερα των υποδημάτων τους, έχουμε μια εξέλιξη περίπου φυσιολογική. Αφύσικο κι απαράδεκτο θα ήταν να ερμηνεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη λαϊκή εντολή με τρόπο «μη ηθικό»…
Μα εάν αληθεύει ότι με το προεκλογικό σλόγκαν «ούτε ρήξη ούτε υποταγή» δεν εξασφαλίστηκε η λαϊκή έγκριση για ρήξη, άλλο τόσο είναι πασιφανές πως ούτε το δεύτερο σκέλος τη διαθέτει. Όταν υπόσχεσαι σε μια κοινωνία ότι θα την οδηγήσεις σε άλλη όχθη χωρίς να χρειαστεί να βραχεί και αποδεικνύεται άτοπο το κατά τα άλλα «βολικό» σου σχέδιο, τότε μόνο σαν σόφισμα μπορεί να εκληφθεί η επίκληση της λαϊκής εντολής προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιλογή σου για παραμονή «επί τα αυτά».
Στο κάτω κάτω το πλέον ισχυρό στοιχείο της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που κατά κόρον επαναλαμβανόταν, ήταν η κατάργηση των Μνημονίων. Το «ούτε ρήξη» θα μπορούσε να νοηθεί και ως διακήρυξη καλής θέλησης στην εκκίνηση των διαπραγματεύσεων ή και αισιόδοξη πρόβλεψη, βασισμένη φυσικά (όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται, ολοκάθαρα) σε εσφαλμένες αναλύσεις για τη σημερινή ΕΕ και τη διεθνή σκακιέρα.
Οι «εταίροι» αποδείχθηκαν κοινοί, κυνικοί εκβιαστές. Ουδόλως εντυπωσιάστηκαν από τη θέα μιας νέας, αδιάφθορης κυβέρνησης που δεν είχε «πάρε-δώσε»… με τη Ζίμενς. Ουδόλως τρομοκρατήθηκαν στο άκουσμα της προειδοποίησης ότι, αν δεν σεβαστούν τους Τσίπρες, θα «αναγκαστούν» να συνομιλούν με τις Λεπέν της Ευρώπης. Οι διαπραγματεύσεις με τον άξονα Βερολίνου – ΕΚΤ περισσότερο έμοιαζαν με λογοδοσία προς ένα τσούρμο γκάνγκστερ παρά με γενική συνέλευση δύστροπων ενοίκων πολυκατοικίας, όπως ίσως ανέμεναν -αφελώς- ορισμένοι. Ο δε Ομπάμα άρχισε τις παρεμβάσεις του για το «ελληνικό ζήτημα» με ένα ενδιαφέρον «διάγγελμα» στο CNN που περιλάμβανε τη διαπίστωση ότι, «δεν μπορείς να συνεχίσεις να στύβεις χώρες οι οποίες βρίσκονται σε ύφεση», φθάνοντας ωστόσο να αξιώνει από την Αθήνα -αλά ΔΝΤ- να μιμηθεί τον οίστρο των «μεταρρυθμίσεων» του Ρέντσι, στα εργασιακά…
Τούτων δοθέντων, η εμμονή στο «όχι ρήξη» συνεπάγεται υποταγή και μετεξέλιξη της «δημιουργικής ασάφειας» του περασμένου Φεβρουαρίου σε σαφέστατη «αναδημιουργία» των Μνημονίων. Επαναλαμβάνουμε: Αν το «όχι ρήξη» μπορούσε να εκληφθεί ως δήλωση προτίμησης «δρόμου» και «τρόπου», συγχωρητέα ίσως έως τη στιγμή που η πραγματικότητα διέλυσε (;) τις αυταπάτες, το «τρίτο Μνημόνιο» ισοδυναμεί με στρατηγική, τελική άνευ όρων παράδοση. Τι από τα δυο άραγε βαραίνει περισσότερο στην «ηθικολογική» ζυγαριά των «αναλυτών» της λαϊκής εντολής;
«Μα η ρήξη θα προϋπέθετε συγκεκριμένο σχέδιο με τη στάθμιση όλων των παραμέτρων, οικονομικών, τραπεζικών, κοινωνικών, γεωπολιτικών» θα πει κάποιος και θα έχει απόλυτο δίκιο. Μόνο που, αν λείπει σήμερα τέτοιο σχέδιο, αυτό δεν οφείλεται σε αντικειμενική αδυναμία εξύφανσής του ούτε σε «ρεαλιστική» εκτίμηση ότι θα το απέρριπτε ο κόσμος, ο οποίος προ της 20ής Φεβρουαρίου έσπευδε κατά χιλιάδες στην πλατεία Συντάγματος, για να στηρίξει τη γραμμή τής «μη υποταγής». Οφείλεται στην πολιτική απροθυμία της κατάστρωσής του, έστω και ως «δεύτερης επιλογής», εάν υποτεθεί ότι η πρώτη είχε (που δεν…) πιθανότητες να τελεσφορήσει.
Κάπου εδώ καταφθάνει και το «επιχείρημα» πως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο κόσμος δεν θέλει με τίποτα να ρισκάρει τυχόν έξοδο από την Ευρωζώνη. Έπονται τρεις παρατηρήσεις.
Παρατήρηση πρώτη: Είναι πολύ εύκολο αλλά ελάχιστα σοφό να αλιεύεις μόνο ό,τι «συμφέρει», μέσα από το όλο αντιφατικό φάσμα των αντιλήψεων και τοποθετήσεων που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Παράδειγμα: Σε σχετικά πρόσφατη δημοσκόπηση της MARC για την Εφημερίδα των Συντακτών, το 65,9% των ερωτηθέντων απάντησε πως προτιμά «συμβιβασμό με λύση κοινής αποδοχής» προκειμένου να μη γυρίσουμε στη δραχμή. Στον αντίποδα το 30,7% δήλωσε ότι προτιμά ρήξη, έστω κι αν αυτή (έτσι ήταν διατυπωμένο το ερώτημα) θα μπορούσε να σημάνει επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Άραγε στο νου όσων απαντούν η διατύπωση «λύση κοινής αποδοχής» ταυτίζεται με το «κάνουμε οτιδήποτε κι αν μας ζητήσουν»; Προφανώς όχι, αλλά εν τοις πράγμασι άλλες ερμηνείες δίνονται…
Αφήστε που από τα ευρήματα της συγκεκριμένης δημοσκόπησης πολλά ΜΜΕ προτίμησαν να αποσιωπήσουν το 56,7% (έναντι 39,3%) που τάχθηκε υπέρ του απαράβατου των «κόκκινων γραμμών» για τα εργασιακά, «έστω κι αν η διαπραγμάτευση οδηγηθεί σε οριστική ρήξη»…
Παρατήρηση δεύτερη: Υπό τις σημερινές συνθήκες, καθώς δεν διεξάγεται σχεδόν καμία ουσιαστική συζήτηση για τα «αν», τα «γιατί» και τα «πώς» μιας καλά σχεδιασμένης απεμπλοκής της χώρας από «το ζουρλομανδύα του ευρώ» (κι αν διεξάγεται, την «τρώει η μαρμάγκα» της αποσιώπησης), η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα νοείται σχεδόν αποκλειστικά σαν αποτέλεσμα εκδίωξης. Μια τιμωρία που θα διεκπεραιωθεί με τους όρους των τιμωρών. Και μόνον αυτό το στοιχείο εν πολλοίς προδιαγράφει τα «πορίσματα» των δημοσκοπήσεων.
Παρατήρηση τρίτη: Τα σχετικά ευρήματα των δημοσκοπήσεων ανέκαθεν κινούνταν σαν «λάστιχο», αντανακλώντας επί της ουσίας -και με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο- το βαθμό κοινωνικής αισιοδοξίας για μια «κανονική» σωτηρία από την κτηνώδη λιτότητα. Στο ανώτατο σημείο της απόγνωσης που προκαλούσε η κυβέρνηση Σαμαρά τα ποσοστά όσων «καλόβλεπαν» (τουλάχιστον) την έξοδο από την ευρωζώνη έφθασαν κάποια στιγμή κοντά στην περιοχή του 40%. Κατρακύλησαν στο 18-22% την πρώιμη περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προφανώς επειδή τότε πολύς κόσμος άρχισε να πιστεύει πως «κάτι καλό θα έφερναν» οι διαπραγματεύσεις (με την υπόθεση εργασίας πως τα γκάλοπ δεν μετέτρεπαν το «επιθυμητό» σε «εύρημα»).
Έκτοτε η προτίμηση προς το ευρώ εμφανίζεται λιγότερο ενθουσιώδης, ιδίως όταν το ερώτημα τίθεται με τον τρόπο που το διατύπωσε η έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας: «Στην παραμονή στο ευρώ με την εφαρμογή νέου Μνημονίου και στην επιστροφή στη δραχμή με ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική τι θα επιλέγατε;». Παραμονή στο ευρώ επέλεξε το 55,5%, το 35% την επιστροφή στη δραχμή και το 9,5% δεν απάντησε.
Ε, μόνο μικρό δεν φαντάζει αυτό το 35% μέσα στην τρέχουσα τρομολαγνεία, την περί Grexit… εσχατολογία, υπό τις συνθήκες της πλήρους εγκατάλειψης (εδώ και χρόνια) της αρχής «το ευρώ δεν είναι φετίχ» εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και της αναγωγής κάθε σχετικής δημόσιας συζήτησης σε «αντεθνικό» ταμπού. Ένα ταμπού κατάλληλο (μεταξύ άλλων) για να… ταμπουρώνεται η υποκειμενική αριστερή ατολμία, αλλά καθόλου επαρκές για να προστατέψει όλη την Αριστερά από τη μελλοντική καταρράκωση και το πολιτικό δράμα διαρκείας που την περιμένει, εάν τυχόν θέσει, έστω κι ανόρεχτα, τη σφραγίδα της στη συνέχιση του εξελισσόμενου οικονομικού-κοινωνικού δράματος στη χώρα.