του Διονύση Ελευθεράτου
Μια ματιά σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Τσεχία, με αφορμή την επιστολή ενός αναγνώστη
Από τον αναγνώστη Ορέστη Πασχαλινά λάβαμε ένα σχόλιο για το άρθρο Βουλγαρία «γιοκ», φάρος η Ιρλανδία (Πριν, 22/3/15). Το σχόλιο δίνει έναυσμα να επανέλθουμε στο θέμα των επενδύσεων και δη των ξένων. Ακόμη ειδικότερα, στο κλισέ σύμφωνα με το οποίο μια χώρα θα γίνει «Μέκκα» ξένων επενδύσεων, εάν εφαρμόσει τη βουλγαρική συνταγή, της χαμηλότατης φορολογίας και των χαμηλότατων μισθών.
Ο Ορ. Πασχαλινάς παραθέτει το εξής απόσπασμα από το άρθρο μας: «Τι κι αν οι ξένες επενδύσεις μειώνονταν διαρκώς στη Βουλγαρία; Η αρλουμπολογία απτόητη, επί των επάλξεων! “Ας διδαχθούμε από τους βόρειους γείτονες: έλληνες επιχειρηματίες καταλάμβαναν την πρώτη (σ.σ.: ενίοτε δεύτερη ή τρίτη) θέση των επενδύσεων στη χώρα τους”. Η σκέψη ότι αυτό συνέβαινε επειδή, απλούστατα, ήταν πενιχρότατος ή πλήρως αποκαρδιωτικός ο συνολικός όγκος των ξένων επενδύσεων στη Βουλγαρία δεν περνούσε από τα μυαλά των “παπαγάλων”. Κι αν περνούσε, εκεί θα σταματούσε. Δεν θα έφθανε μέχρι το στόμα ή το πληκτρολόγιο».
Γράφει ο αναγνώστης μας ως απάντηση:
«Βάσει στοιχείων της Παγκόσμιας Τράπεζας (σ.σ.: επισυνάπτει τον σχετικό πίνακα) από το 1999 μέχρι το 2013 (για 15 χρονιές δηλαδή) η Βουλγαρία των 7 εκατ. κατοίκων έναντι των 10 εκατ. της Ελλάδας είχε ως μέγεθος εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων μεγαλύτερο στις 11 από τις 15 χρονιές. Το ίδιο επιβεβαιώνουν και στοιχεία από βουλγαρική πηγή». (Ο αναγνώστης παραθέτει κι εδώ σχετικό πίνακα με στοιχεία της περιόδου 2006-2013).
Κάπως έτσι ο Ορ. Πασχαλινάς απάντησε σε κάτι που ουδέποτε ισχυριστήκαμε, τα δε στοιχεία που παραθέτει επιβεβαιώνουν αυτό το οποίο θα έπρεπε να γνωρίζουν οι πάντες: Ότι κατά τα τελευταία χρόνια οι ξένες επενδύσεις στη Βουλγαρία συρρικνώνονται κατά τρόπο εντυπωσιακό.
Ας αρχίσουμε από το πρώτο: Είμαστε οι τελευταίοι που θα υποστήριζαν ότι η Ελλάδα αποτελεί… φωτεινό παράδειγμα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Αντιθέτως, έχουμε επανειλημμένως επισημάνει πως ουδόλως δικαιώθηκαν οι «προβλέψεις» για τις ευεργετικές συνέπειες που θα είχε η μείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου στην Ελλάδα στη συνολική επενδυτική δραστηριότητα, της εγχώριας συμπεριλαμβανομένης. Υπενθυμίζουμε: Επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, τον Σεπτέμβριο του 2004, οι συντελεστές φορολόγησης μειώθηκαν κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (από το 35% στο 25%) κι επί Γ. Παπανδρέου το 2010, δηλαδή στο αποκορύφωμα της κρίσης, ακολούθησε νέα μείωση, από 25% στο 20%, για τα αδιανέμητα κέρδη. Όλα αυτά μπορεί να συνέβαλαν στη μείωση των κρατικών εσόδων και στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αλλά σε κάποιον επενδυτικό «οργασμό» δεν είδαμε να οδηγούν. Είδε άραγε κανείς;
Επιπροσθέτως, η περίοδος της καταβαράθρωσης των μισθών στην Ελλάδα ήταν ταυτόχρονα και εποχή κατακόρυφης μείωσης στην εισροή ξένων επενδύσεων. Οι ίδιοι οι χρησιμότατοι πίνακες, τους οποίους παραθέτει ο αναγνώστης, πιστοποιούν το εξής: Η αξία των άμεσων ξένων επενδύσεων στην τετραετία 2010- 2013 ήταν 2,3 (βάσει του ενός πίνακα) έως 2,5 φορές (βάσει του άλλου) μικρότερη της αντίστοιχης στην τετραετία 2006-2009. Ανεξήγητο; Κάθε άλλο. Όσες εταιρείες προσέβλεπαν σε επαρκή τραπεζική ρευστότητα και σε «ζωντανές» αγορές, δεν είχαν λόγους να «ρίξουν χρήμα» στη «στεγνή» Ελλάδα. Είχαν δε λόγους να «ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους» γνωστές ελληνικές εταιρείες, που αποφάσισαν να μεταφερθούν σε χώρες (π.χ. η Βιοχάλκο στο Βέλγιο), όπου οι φορολογικοί συντελεστές και οι μισθοί κινούνται σε επίπεδα υψηλότερα των ελληνικών.
Ήταν Οκτώβριος του 2012, όταν ο Αντ. Σαμαράς έλεγε στη Μέρκελ: «Η πτώση του εργατικού κόστους είναι τόσο μεγάλη, ώστε κανείς δεν τη φανταζόταν πριν από λίγα χρόνια. Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Σε κάποιους τομείς έχουμε γίνει Βουλγαρία» (από ρεπορτάζ στον Τύπο).
Ναι, η -ομολογημένη και από τον Σαμαρά- μερική «βουλγαροποίηση» στην Ελλάδα συνέπεσε με τη (διαλαλημένη από τα στοιχεία) πτώση της εισροής ξένων επενδύσεων (2010-2013). Πού να δει κανείς τι συνέβη στην ίδια τη Βουλγαρία, αυτό τον επενδυτικό… φάρο, με τον μέχρι πρότινος βασικό μισθό των μόλις 158,5 ευρώ, την παραμυθένια για τους επιχειρηματίες φορολογία (10%), τα ζηλευτά δημοσιονομικά και τη γενική έλλειψη «εχθρικού κλίματος για τους επενδυτές»…
Από τα άφθονα σχετικά στοιχεία, παραθέτουμε ένα έγγραφο της Β2 Διεύθυνσης Οικονομικών Σχέσεων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που δημοσιεύθηκε τέτοιες ημέρες (4 Μαΐου, συγκεκριμένα) του 2012. Το επιλέγουμε, έτσι, για να δούμε τι διαπίστωνε μια ελληνική κρατική υπηρεσία σε εποχές, κατά τις οποίες κάποιοι νεοφιλελεύθεροι εκθείαζαν το βουλγαρικό «μοντέλο» σαν… μαγνήτη επενδύσεων:
«Συνεχίστηκε και το 2011 η φθίνουσα πορεία των τελευταίων ετών, με πτώση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες ανήλθαν σε ετήσια βάση στα 1,06 δισ. ευρώ, με μείωση της τάξεως του 40% έναντι του 2010 (1,638 δισ. ευρώ και 4,5% του ΑΕΠ το 2010, 3,2 δισ. ευρώ και 7,5% του ΑΕΠ το 2009, 6 δισ. ευρώ και 19,8% του ΑΕΠ το 2008 και 9 δισ. ευρώ το 2007), στις οποίες, ο τομέας της αγοράς γης (real estate) συνεχίζει να κατέχει σημαντικότατο μερίδιο (20%) των επενδύσεων αυτών». Για την ιστορία: Προς το τέλος του 2012 καταγράφηκε δραματική πτώση και στο real estate, περίπου 60% κάτω σε σχέση με το προηγούμενο έτος (ενδεικτικό δημοσίευμα του Λ. Λιάμη στην Ημερησία, 5/11/2012).
Η ίδια, ακριβώς, εικόνα προκύπτει και από τα στοιχεία της βουλγαρικής πηγής, την οποία παραθέτει ο Ορ. Πασχαλινάς: Ανάμεσα στο 2007 και το 2013 η καθίζηση των άμεσων ξένων επενδύσεων στη Βουλγαρία έφθασε στα επίπεδα του 88,3%! Τι άλλο μένει να συζητήσουμε ή να εξακριβώσουμε;
Παρατηρεί ο αναγνώστης μας ότι περισσότερες ξένες επενδύσεις από την Ελλάδα είχε στην περίοδο 1995-2013 η Τσεχία, χώρα «με τον ίδιο πάνω-κάτω πληθυσμό, με flat tax 15% και επιχειρηματικό φόρο 19% και βασικό μισθό 335 ευρώ».
Ενδιαφέρουσα παρατήρηση, η οποία θα μπορούσε να μας εισάγει σε μια ουσιαστική συζήτηση για το ειδικό βάρος κριτηρίων όπως η γεωγραφική θέση, ο βαθμός κατάρτισης – εξειδίκευσης των εργαζόμενων, κ.λπ. Προφανώς οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης πλεονεκτούν, εκτός εάν κανείς νομίζει ότι όλες οι επιχειρήσεις αποσκοπούν σε τύπο «επενδύσεων» αλά «COSCO στο λιμάνι». Διότι εάν δεν ήταν η γεωγραφική θέση σημαντικός παράγοντας, τότε στα περισσότερα από τα προαναφερόμενα χρόνια δεν θα παρουσίαζαν σημαντικότατη υστέρηση οι ξένες επενδύσεις στη Βουλγαρία έναντι εκείνων στην Τσεχία, που είχε ελαφρώς υψηλότερο φορολογικό συντελεστή και υπερδιπλάσιο βασικό μισθό.
Πέρα από απλουστεύσεις, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι συνάρτηση πολλών κριτηρίων – από τις υποδομές μέχρι το μέγεθος και τη «ζωντάνια» της εσωτερικής αγοράς και από τη γεωγραφική θέση έως την τραπεζική ρευστότητα. Η μερίδα του διεθνούς κεφαλαίου που αναζητά τα φθηνότερα μεροκάματα απανταχού της γης θα τα βρει πέρα κι από τα Βαλκάνια – πιθανότατα σε χώρες που λόγω μεγάλου πληθυσμού διαθέτουν και πολυάριθμες (σε απόλυτα μεγέθη) εύπορες ελίτ. Όσο κι αν δεν αρέσει στους νεοφιλελεύθερους, χώρες όπως η Ελλάδα, δηλαδή μικρές αγορές και σε μεγάλη απόσταση από την Κ. Ευρώπη, έχουν ιδιαίτερους λόγους να μεριμνούν για τις δημόσιες επενδύσεις τους.
Εξυπακούεται πως η προμετωπίδα «ξένες επενδύσεις» ενοποιεί ανομοιογενείς καταστάσεις, που επιδέχονται διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα «τελικά τι, πώς και προς όφελος ποιών έμεινε στη χώρα;». Εν πάση περιπτώσει ελπίζουμε ειλικρινά ότι δεν βρέθηκε στατιστική πρόθυμη να καταγράψει ως «επενδυτή στη Βουλγαρία» εκείνο τον πονηρό ιδιοκτήτη θεσσαλικής επιχείρησης, ο οποίος απακαλύφθηκε ότι είχε γράψει το προσωπικό του στο βουλγαρικό ΙΚΑ, για να καταβάλλει μικρότερες εισφορές!