του Διονύση Ελευθεράτου
Όσα έκαναν τον ανεκτίμητο συγγραφέα σοφό μα και προσιτό «θείο» όλων μας
Μοιάζει αλλόκοτο, αλλά τα απανταχού αφιερώματα για τον εκλιπόντα Εντουάρντο Γκαλεάνο έγιναν ο λόγος για τον οποίο πολύς κόσμος συνειδητοποίησε ότι η Ουρουγουάη ήταν η πατρίδα του ανεκτίμητου συγγραφέα. Προσέξτε: Πολύς κόσμος που κατά τα άλλα γνώριζε κάποια ή και αρκετά πράγματα γι’ αυτόν…
Κατά βάθος το φαινόμενο είναι εξηγήσιμο. Ο Γκαλεάνο αποδείχθηκε φωνή, μυαλό και σαρκασμός ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής. Κι απ’ αυτή την πολλαπλή ιδιότητα έως την αναγωγή του σε «πνευματικό θησαυρό» παγκόσμιας εμβέλειας, η απόσταση φάνηκε ελάχιστη. Ευκολότατα διαβατή.
Οι Ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής – Πέντε αιώνες της λεηλασίας μιας ηπείρου (1971) απαγορεύτηκαν κατά καιρούς από τις δικτατορίες διαφόρων χωρών της περιοχής. Ήταν δε ο Ούγο Τσάβες, ο ηγέτης της Βενεζουέλας, εκείνος που δώρισε (2009) το εν λόγω βιβλίο στον Μπαράκ Ομπάμα, στη Σύνοδο των Κρατών της Λ. Αμερικής, προκαλώντας τη «διακριτική» αμηχανία του προέδρου των ΗΠΑ.
Τον Γκαλεάνο όμως δεν τον διαβάζαμε απλώς – τον βλέπαμε κιόλας. Τον βλέπαμε σε ντοκιμαντέρ για τη χρεοκοπία της Αργεντινής, να εξηγεί με ευφυή απλότητα τι σήμαινε ΔΝΤ, μονεταρισμός, κοινωνική και οικονομική καταστροφή. Τι σήμαιναν όλα αυτά, πώς κατέφθαναν, από πού αντλούσαν «άλλοθι» και «νομιμοποίηση».
Κάποτε οι πολιτικές, ανατρεπτικές πεποιθήσεις και η τόλμη του τον έστειλαν στη φυλακή και την εξορία. Ο ίδιος όμως έγινε ο πλέον αποτελεσματικός κατήγορος και «δεσμοφύλακας» αξιών, ιδεών και δογμάτων του κόσμου της εκμετάλλευσης, της βαρβαρότητας. Τα δικά του «κελιά» ήταν κατασκευασμένα από «υλικά» που είχαν αναμειχθεί ιδιοφυώς. Η αναλυτική δεινότητα πλάι στην εκφραστική ευθύτητα. Η εμβάθυνση μαζί με την αέναη σκωπτική διάθεση. Η παρατηρητικότητα δίπλα την ιστορία. Από τέτοιον «εγκλεισμό» ήταν αδύνατο να ξεφύγουν οι καταδικασμένες συστημικές αξίες.
«Το χρήμα είναι το μοναδικό είδος που αναπαράγεται κάνοντας έρωτα με τον εαυτό του» έγραψε πριν από κάμποσα χρόνια. Δύσκολα θα υπάρξει περισσότερο διαυγής και περιεκτικός ορισμός γι’ αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «καπιταλισμός – καζίνο», «παρασιτικός καπιταλισμός». Στην επόμενη δεκαετία ίσως να γραφτούν άρτιες, αριστουργηματικές αναλύσεις για τις οικονομικές και χρηματιστηριακές «φούσκες», αλλά θα μοιάζουν με «παράγωγα» (χρησιμότατα ίσως) αυτής της φράσης των 14 λέξεων του Εντουάρντο.
Όταν ο Γκαλεάνο αποφάσισε να γράψει βιβλίο για το πολυαγαπημένο του ποδόσφαιρο, μας προσέφερε μια επική αλληλουχία αφήγησης, πληροφόρησης, ευαισθησίας. Κάτι παραπάνω από 300 σελίδες αποδείχθηκαν αρκετές για ένα συναρπαστικό ταξίδι (στο χρόνο) από τις «ποδοσφαιρικές» ατάκες του Σαίξπηρ έως τον Ζιντάν και (στο χώρο) από τις βραζιλιάνικες φαβέλες μέχρι την έδρα του διευθυντηρίου του αθλήματος, στην Ελβετία. Μια διεισδυτική, αριστερή ματιά στο λαοφιλέστερο άθλημα, μια πένα που δεν εξωράιζε ούτε έκρυβε τίποτε. Θα μπορούσε όμως να αναγκάσει τους ελιτιστές όλου του κόσμου να κρυφτούν, εκείνους που συνηθίζουν να χρεώνουν στην μπάλα τα πάντα (από τη βία έως τον εθνικισμό), μόνο με τον απλό του παραλληλισμό: «Τα δάκρυα δεν βγαίνουν από το μαντίλι…».
Δεν έλεγε να βγει όμως και η περιπαικτική διάθεση από την ψυχή και το μυαλό του Εντουάρντο… Στο ίδιο βιβλίο (Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου), τις αναφορές του στα Παγκόσμια Κύπελλα τις «προανήγγειλε» μια συνοπτική επισκόπηση πολιτικών, κοινωνικών, καλλιτεχνικών ή κοσμικών γεγονότων των αντίστοιχων εποχών. Από το 1962 και εντεύθεν, σε έναν κόσμο που άλλαζε με ρυθμούς γρήγορους κι ενίοτε κατακλυσμιαίους, μια φράση παρέμενε ακλόνητη: «Καλά πληροφορημένες πηγές του Μαϊάμι ανακοίνωναν την επικείμενη ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο, η οποία ήταν θέμα ωρών…».
Ναι, ήταν «θέμα ωρών» η ανατροπή του Φιντέλ από το 1962 έως το 1998… Το χιούμορ που τσακίζει κόκαλα ήταν ανέκαθεν ευεργετικό για τον κόσμο, που νιώθει ότι απειλείται να τσακιστεί από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Ο Γκαλεάνο το ήξερε καλά αυτό. Το υπηρετούσε και μάλλον το απολάμβανε. Όχι μόνο σαν τιμωρός που «τσάκιζε κόκαλα», αλλά και σαν σύντροφος όσων τρέμουν το άνωθεν επιδιωκόμενο τσάκισμα της εργασίας, της φύσης, της ανθρώπινης υπόστασης των ανθρώπων.
«Είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να ταυτίζουμε την ελευθερία της έκφρασης με την ελευθερία της αγοράς» είχε γράψει πριν από 17 χρόνια (Ένας κόσμος ανάποδα). Στη συνέχεια είδε την «ελευθερία της αγοράς» να αναβαθμίζεται σε τυραννία των αγορών. Το είδε, το ανέλυσε, το χλεύασε.
Ήταν 2009, όταν είπε στη Μαδρίτη, όπου βρέθηκε: «Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τη Σεχραζάντ. Δεν έμαθα την τέχνη της αφήγησης στο ανάκτορο της Βαγδάτης. Τα δικά μου πανεπιστήμια ήταν τα παλιά καφέ του Μοντεβίδεο». Ευτυχώς! Κάπως έτσι ο Γκαλεάνο έγινε ο σοφός μα και απολύτως προσιτός «θείος» όλων μας. Έτοιμος να μας διδάξει για όλα (από απλά οικονομικά μέχρι ηθογραφία της μπάλας), κάνοντας κάθε μάθημα ευχάριστο, σαν παιχνίδι μεταξύ φίλων – και συναγωνιστών.
Καλό ταξίδι, Εντουάρντο. Κάποτε, πού θα πάει, θα τον «φέρουμε τούμπα» τον ήδη βάναυσα αναποδογυρισμένο κόσμο. Και τότε, ναι, «οι απελπισμένοι θα ξαναβρούν την ελπίδα τους και οι χαμένοι τη ζωή τους, αφού απελπίστηκαν επειδή ήλπισαν πολύ και χάθηκαν επειδή έψαξαν πολύ»…