του Μάκη Γεωργιάδη
Διανύουμε τον 36ο χρόνο διοργάνωσης επαγγελματικών ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων στην Ελλάδα, αλλά όπως όλα δείχνουν οι αρνητικές εκπλήξεις αυτού του… θαυμαστού κόσμου δεν έχουν τελειωμό. Στην πραγματικότητα, η έξαρση των φαινομένων βίας στα γήπεδα είναι μια ακόμη αντανάκλαση ενός διαρκούς και παρατεταμένου εκφυλισμού πολλών εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής, σε συνδυασμό με τη βαθιά και γενικευμένη κρίση σε όλα τα επίπεδα του καπιταλισμού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και το ποδόσφαιρο είναι ένα ακόμη πεδίο επιχειρηματικής δράσης και κερδοφορίας, σε συνδυασμό ωστόσο με τις ελληνικές ιδιομορφίες οι οποίες συγκλίνουν σε ένα ανεξέλεγκτο σύστημα διαπλοκής. Παρ’ όλα αυτά το ποδόσφαιρο ως ένα κατεξοχήν κοινωνικό φαινόμενο, δεν μπορεί να ενταχθεί σε μονοσήμαντη κριτική και ανάλυση ως μια ακόμη καπιταλιστική επιχείρηση. Παρά το γεγονός ότι οι ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν μετατραπεί και με νόμο από το 1979 σε ανώνυμες εταιρείες, εντούτοις οι οπαδοί και οι υποστηρικτές τους διόλου δεν αντιλαμβάνονται την αντιπαράθεση μεταξύ συλλόγων σαν μάχη πρωτίστως μεταξύ ανώνυμων εταιρειών. Ή τουλάχιστον δεν την αντιλαμβάνονται ως κυρίαρχη αντίθεση στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αυτό ισχύει τουλάχιστον φαινομενικά. Ωστόσο οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί την τελευταία εικοσαετία και στο χώρο του ποδοσφαίρου έχουν δημιουργήσει νέους τύπους οπαδών και έχουν δώσει κι άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά στα φαινόμενα βίας, όπου κι αν εμφανίζονται – διότι όπως είναι γνωστό δεν υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα κρούσματα βίας στα γήπεδα. Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί είναι βαθιά αντιδραστικές και στον πυρήνα τους νεοφιλελεύθερες – ακόμη και πολλές που με την πρώτη ματιά μπορεί να φαίνονται ελκυστικές και με προοδευτικό μανδύα. Η διαβρωτική δράση ενός ολόκληρου κυκλώματος το οποίο λειτουργεί μέσα και γύρω από το ποδόσφαιρο σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει τη διαμόρφωση των συνειδήσεων των φιλάθλων και ειδικότερα των νεότερων γενιών, οι οποίες είναι και οι πλέον ευάλωτες, θερμόαιμες και επιρρεπείς στη βία.
Συνείδηση των συντελεσμένων αλλαγών έχουν, και ίσως ακουστεί παράδοξο, τα «αφεντικά» των ΠΑΕ. Είτε από ταξικό ένστικτο είτε από διορατικότητα έχουν εναρμονίσει απολύτως τις πρακτικές τους στην όποια επιχειρηματική τους δραστηριότητα με αυτές των ποδοσφαιρικών τους επιχειρήσεων. Το ζήτημα είναι ότι για ποικίλους λόγους οι φίλαθλοι δεν διαθέτουν ξεκάθαρη εικόνα και απόλυτη συνείδηση του τι πραγματικά γίνεται. Το ακόμη χειρότερο ωστόσο είναι πως πολλοί –και στη νέα κυβέρνηση– πιστεύουν πως τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με συνδυασμό κρατικής πυγμής, μέτρων καταστολής θατσερικής έμπνευσης και με τη βοήθεια της «υγιούς επιχειρηματικότητας»! Όποιος καταφέρει να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό ίσως κάποτε να μετατρέψει και αυτή την αγέλη λύκων που διαφεντεύουν το ποδόσφαιρο σε κοπάδι άσπιλων αμνών…
Βούρκος το ελληνικό ποδόσφαιρο
Ισως η φράση η οποία θα μπορούσε να περιγράψει την «επιχειρηματική» τάξη που απομυζά εδώ και δεκαετίες το ελληνικό ποδόσφαιρο να είναι αυτή του Ηλία Πετρόπουλου. Ο συγγραφέας διαπίστωνε πως «η ελληνική μπουρζουαζία είναι αγράμματη και εκδικητική». Διαπίστωση η οποία φυσικά δεν έγινε με αφορμή το ποδόσφαιρο και δεν ισχύει αποκλειστικά για μία δραστηριότητα αυτής της «επιχειρηματικής» τάξης. Τα όσα πρωτοφανή έγιναν στο ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στις 22 Φεβρουαρίου, αλλά και στο διοικητικό συμβούλιο της διοργανώτριας αρχής στις 24 Φεβρουαρίου, όπου οι μεγαλοπαράγοντες των ομάδων ήρθαν στα χέρια, είναι ενδεικτικά μιας νέας ποιότητας των φαινομένων βαθιάς σήψης στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν και τα ζητήματα της βίας είναι διαχρονικά και ταλανίζουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο εδώ και τέσσερεις δεκαετίες –μάλιστα ανά περιόδους υπήρξαν κα νεκροί– φαίνεται πως η κατάσταση φτάνει πλέον στο απροχώρητο. Σχήμα κάπως οξύμωρο, αν κανείς υπολογίσει ότι η ένταση τω φαινομένων γηπεδικής βίας είναι αντιστρόφως ανάλογη της καταρρέουσας μαζικότητας της συμμετοχής των φιλάθλων στην παρακολούθηση αγώνων ή αν επιπλέον υπολογίσει πως εδώ και χρόνια έχουν απαγορευτεί οι μετακινήσεις οπαδών, ώστε να αποφεύγονται οι μοιραίες φονικές συναντήσεις οπαδικών στρατών όλων των αποχρώσεων. Το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι πολύ βαθύ και με πολλές παραμέτρους. Έπειτα από 36 χρόνια επαγγελματικών πρωταθλημάτων η διαρκώς υποβαθμιζόμενη ποιότητα, η έλλειψη υποδομών και η σαθρότητα του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο έχει καταστήσει μια επαγγελματική λίγκα σε κράτος εν κράτει, αφήνουν τεράστιο περιθώριο δράσης και ατιμωρησίας σε παράγοντες-επιχειρηματίες οι οποίοι λίγο διαφέρουν από τη μαφία. Η εικόνα του παραγοντικού κόσμου των ΠΑΕ πραγματικά δημιουργεί αποστροφή σε τέτοιο βαθμό που στα μάτια των φιλάθλων οι παράγοντες της δεκαετίας του 1980 και των αρχών του 1990 μοιάζουν αγγελούδια, ενώ κάποιοι νοσταλγούν τις εποχές τους. Το σκηνικό ζόφου συμπληρώνεται από την ανάπτυξη οπαδικών στρατών βασισμένων στα πλέον λούμπεν, περιθωριοποιημένα κα ευάλωτα στρώματα της νεολαίας τα οποία στο όνομα της «ιδέας» μιας ομάδας είναι έτοιμα να σκοτώσουν. Αυτή την εξέλιξη επιβεβαίωσαν τα γεγονότα εντός του γηπέδου της λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου σημαντικός αριθμός οπαδών σημάδευε με φωτοβολίδες παίχτες και παράγοντες της άλλης ομάδας, χωρίς να υπάρχει καν «εχθρός οπαδός» απέναντι. Το γεγονός μπορεί να προκαλεί ανατριχίλα, αλλά αν σκεφτούμε καλύτερα ίσως είναι στο επίπεδο του ποδοσφαίρου ο γενικευμένα εμπεδωμένος «κοινωνικός αυτοματισμός», ο οποίος εδώ και δεκαετίες καλλιεργείται από ΜΜΕ και κυβερνήσεις.
Τα γεγονότα της 22ας Φεβρουαρίου οδήγησαν την κυβέρνηση διά του αρμόδιου υφυπουργού Αθλητισμού Στ. Κοντωνή να διακόψει προσωρινά το πρωτάθλημα της Σούπερ Λιγκ το τριήμερο 28/2, 1/3 και 2/3. Ο υπουργός δήλωσε σε όλους τους τόνους πως η κυβέρνηση δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με τα συμφέροντα τα οποία λυμαίνονται το χώρο του ποδοσφαίρου χωρίς να υπολογίσει κανένα κόστος, ακόμη και αν αναγκαστεί η πολιτεία να λάβει μέτρα μονομερώς, τα οποία θα οδηγούν τις ελληνικές ομάδες εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Στο διά ταύτα ο οδικός χάρτης αντιμετώπισης της βίας βασίζεται σε ήδη υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για το ηλεκτρονικό εισιτήριο και τη διασύνδεσή του με κεντρική μονάδα συλλογής δεδομένων, τη χρήση των καμερών ασφαλείας εντός των γηπέδων, τη διάλυση των συνδέσμων οργανωμένων οπαδών και τη δημιουργία λεσχών φιλάθλων. Ως προς το τελευταίο, το ζήτημα που προκύπτει είναι πως ακόμη και σύνδεσμοι οι οποίοι δεν ελέγχονται και δεν κάνουν τα χατήρια των προέδρων των ΠΑΕ θα διαλυθούν ή θα αναγκαστούν να περάσουν άμεσα στη δικαιοδοσία τους. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι πως ο Στ. Κοντωνής εξήγγειλε νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες στο εξής θα επιτρέπουν τη άμεση παρέμβαση της πολιτείας στα τεκταινόμενα στο ποδόσφαιρο και σαρωτικές αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο, την απονομή αθλητικής δικαιοσύνης και τη διαιτησία. Έπειτα από νέα συνάντησή του με τους αρμόδιους φορείς, δηλαδή τους προέδρους της ΕΠΟ Γ. Γιρτζίκη, της Σούπερ Λιγκ Γ. Μποροβήλο και της Φούτμπολ Λιγκ Σπ. Καλογιάννη στις 4 Μαρτίου, οπότε και ανακοινώθηκε πως το πρωτάθλημα ξεκινάει και πάλι κανονικά αλλά τα παιχνίδια θα διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών, η κυβέρνηση απέσπασε τη διαβεβαίωση των παραγόντων του ποδοσφαίρου πως θα επισπεύσουν τις διαδικασίες για τα μέτρα του περιβόητου οδικού χάρτη αντιμετώπισης της βίας. Δήλωσε επίσης πως δεν θα ξεκινήσει κανένα πρωτάθλημα τη νέα σεζόν, εάν δεν εφαρμοστούν όσα προβλέπει το νομοθετικό πλαίσιο περί ηλεκτρονικού εισιτήριου, καμερών, λεσχών φιλάθλων κ.λπ.
Μήπως όμως αυτή η λογική είναι λάθος; Μια λογική δηλαδή η οποία αναγνωρίζει ως μέρος της λύσης τους προέδρους και παράγοντες των ομάδων και εν γένει του ποδοσφαίρου σίγουρα δεν μπορεί να σταθεί. Αυτοί είναι βασικό κομμάτι του προβλήματος. Φυσικά θα πρέπει να περιμένουμε τις νομοθετικές πρωτοβουλίες προτού καταλήξουμε σε οριστικό συμπέρασμα. Ωστόσο αξίζει να υπενθυμίσουμε πως μόλις τέσσερεις μήνες νωρίτερα και η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διακόψει τα πρωταθλήματα με αφορμή τη δολοφονική επίθεση εναντίον του διαιτητή Χριστόφορου Ζωγράφου. Τότε ο πρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός είχε επιρρίψει τις ευθύνες για την επίθεση αυτή στον ισχυρό άντρα της ΠΑΕ ΑΕΚ Δ. Μελισσανίδη. Είχε ξεσπάσει τότε ένας πόλεμος δηλώσεων και συνεντεύξεων Τύπου, όπου ο ένας επιχειρηματίας κάρφωνε τον άλλον για κάθε είδους λαθρεμπόρια. Από κοντά ο πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός προέβαινε σε καταγγελίες για «εγκληματική οργάνωση» η οποία δραστηριοποιείται στο ποδόσφαιρο φωτογραφίζοντας τον Β. Μαρινάκη. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να μην ενεργοποιηθεί καμία διαδικασία αλλά να καταλήξουμε σε εκ νέου διακοπή του πρωταθλήματος με αφορμή τα γεγονότα της 22ας και 24ης Φεβρουαρίου.
Μπορεί η πολιτεία να συνδιαλλέγεται και να συνυπάρχει με όσους διαβιούν σε αυτόν το βούρκο του ποδοσφαίρου; Μπορούν οι άνθρωποι οι οποίοι ελέγχουν και εξαπολύουν κατά το δοκούν τους οπαδικούς στρατούς εναντίον όποιου εναντιώνεται στα συμφέροντά τους να αποτελούν συνομιλητές του υπουργού και της κυβέρνησης για την περιβόητη «κάθαρση» στο χώρο του ποδοσφαίρου; Τα επεισόδια στη Λεωφόρο, οι τραμπουκισμοί στη Νέα Φιλαδέλφεια ή παλιότερα στη Νέα Σμύρνη και τη Ριζούπολη είναι ενδείξεις ενθαρρυντικές και εχέγγυα ανθρώπων οι οποίοι προάγουν την «υγιή επιχειρηματικότητα» την οποία αποθεώνει και προκρίνει ως λύση ο ΣΥΡΙΖΑ; Σίγουρα όχι. Στο ποδόσφαιρο υπάρχει γόρδιος δεσμός ο οποίος δεν λύνεται, αλλά πρέπει να κοπεί. Αρκεί να θυμίσουμε πως από τη δικαστική έρευνα για τα στημένα και άλλες κακουργηματικές πράξεις στο χώρο του ποδοσφαίρου, οι οποίες άρχισαν να διερευνούνται το 2010 –μάλιστα είχαν γίνει και θριαμβευτικές αναφορές από τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου στη Βουλή–, στη φυλακή βρίσκεται μόνο ο Μ. Ψωμιάδης. Άλλοι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση όπως ο Αχ. Μπέος επιβραβεύτηκαν για την προσφορά τους στο ποδόσφαιρο με τη δημαρχιακή εκλογή τους, όπως και οι έμμισθοι υπάλληλοι επιχειρηματιών οι οποίοι με πολιορκητικό κριό τον Ολυμπιακό κατέλαβαν τη δημαρχία του Πειραιά. Το σύστημα αυτό είναι σάπιο από την κορυφή ως τα νύχια και μαζί του παρασέρνει και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, η οποία μπορεί να αποστρέφεται και να καταδικάζει τα κρούσματα οπαδικής βίας, αλλά με τη στάση της και την πολιτική της συμπεριφορά οπλίζει από την άλλη μεριά τα χέρια λαοπρόβλητων μαφιόζων που απολαμβάνουν ευρύτατη αποδοχή και είναι οι νέοι κρίκοι μιας μορφής πελατειακού κράτους, καθώς τα πολυποίκιλα συμφέροντά τους είναι σε στενή κα άμεση διαπλοκή με αυτό. Το απόστημα αυτό δεν μπορεί να σπάσει με την πεπατημένη οδό η οποία ευνοείται και από το περιβόητο αυτοδιοίκητο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου που ως συνθήκη το έχει μετατρέψει σε πραγματικό θηριοτροφείο όπου κουμάντο κάνουν οι πιο ισχυροί.
Για να σπάσει αυτό το απόστημα πρέπει να σπάσει η λογική του επαγγελματισμού στον αθλητισμό. Να απεμπλακεί η πολιτεία από τη χρηματοδότηση και τις θωπείες σε ανώνυμες ποδοσφαιρικές εταιρείες και να διαλυθεί το εγκληματικό σύμπλεγμα της μαφίας του ποδοσφαίρου. Δυστυχώς τα θατσερικής έμπνευσης μέτρα και η καταστολή σε ό,τι φαίνεται και είναι η βιτρίνα μέσα στα γήπεδα δεν είναι μόνιμη και βιώσιμη λύση. Άλλωστε και εκεί που εφαρμόστηκαν με απόλυτη επιτυχία δεν εξαλείφθηκε η βία αλλά μετακόμισε στους χώρους πέριξ των γηπέδων. Συνεπώς το πραγματικό ερώτημα είναι να φτιάξουμε τη βιτρίνα απωθώντας τα ενοχλητικά στοιχεία έξω από τα γήπεδα ή να λύσουμε σε βάθος και με στέρεες βάσεις το πρόβλημα; Οι ενδείξεις δείχνουν πως και η σημερινή κυβέρνηση επιδιώκει και βολεύεται με την πρώτη εκδοχή συστρατευόμενη με μια αδιόρατη «υγιή επιχειρηματικότητα» η οποία είναι και η μεγάλη χίμαιρα της εποχής μας.
Ο «βασιλιάς των σπόρ» είναι γυμνός αλλά ακόμη κραταιός
Αυτοί οι οποίοι κινούν τα νήματα του ποδοσφαίρου –όπως και σε κάθε επαγγελματικό σπορ άλλωστε– ξέρουν να κρύβουν καλά τα μικρά ή τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που εκτυλίσσονται στο παρασκήνιο. Χρηματισμοί παραγόντων, δωροδοκίες διαιτητών, «στημένα παιχνίδια», ντόπινγκ… Όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, επιστρατεύονται για τη διαφύλαξη ή την επαύξηση κερδών. Ωστόσο, πέρα από το παρασκήνιο το οποίο λίγο ως πολύ υπήρχε και πριν από την πλήρη εμπορευματοποίηση του αθλήματος, μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι αλλαγές στο προσκήνιο. Στο οικοδόμημα του ελληνικού ποδοσφαίρου με τις ιδιομορφίες μιας μικρής αγοράς εδώ και δύο δεκαετίες σχεδόν έχει γίνει μια στρατηγική επιλογή: οι ΠΑΕ περισσότερο από ποτέ άλλοτε δεν συνδέουν την οικονομική τους ευρωστία ή επιβίωση στους φιλάθλους. Η απομάκρυνση του κόσμου από τα γήπεδα εξαιτίας συνεχιζόμενων κρουσμάτων βίας είναι μια πλευρά αλλά ίσως όχι και η σημαντικότερη. Οι βασικοί αιμοδότες των ΠΑΕ είναι τα τηλεοπτικά δίκτυα, οι χορηγοί και οι αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών. Το πρόβλημα ωστόσο είναι συνολικότερο και μάλιστα, παρά το γεγονός ότι δεν ακούγεται και πολύ, αυτουργοί ηθικοί και φυσικοί της αλλοίωσης του χαρακτήρα του παιχνιδιού είναι η ΦΙΦΑ και η ΟΥΕΦΑ. Οι βάσεις του νέου μοντέλου πλήρους εμπορευματοποίησης του αθλήματος μπήκαν με την καθιέρωση των ομίλων του Τσάμπιονς Λίγκ ήδη από το 1994. Πρακτικά η ΟΥΕΦΑ επιχείρησε να συμβιβάσει τα συμφέροντα των μεγαλύτερων και πιο εμπορικών κλαμπ στην Ευρώπη με μια επίφαση δημοκρατικότητας με τη συμμετοχή συλλόγων από πρωταθλήματα δεύτερης κατηγορίας όπως το ελληνικό. Για να γίνει αυτό καταργήθηκε σχεδόν κάθε είδους κλήρωση στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και το μοντέλο υιοθετήθηκε σιγά σιγά και από τις εθνικές ομοσπονδίες. Χάθηκε δηλαδή το στοιχείο της έκπληξης. Οι πακτωλοί εκατομμυρίων από την τηλεοπτική και εμπορική εκμετάλλευση των αγώνων στο πέρασμα των χρόνων ενίσχυσαν τη θέση των ισχυρών συλλόγων και φυσικά ενίσχυσαν και τα οικονομικά τους. Το χάσμα μεταξύ μεγάλων και μικρών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο συνεχώς διευρύνεται. Ένα ακόμη στοιχείο το οποίο συνετέλεσε καταλυτικά στην αλλαγή των ισορροπιών ήταν η απελευθέρωση των μεταγραφών κοινοτικών και ξένων παικτών ειδικότερα μετά την περιβόητη απόφαση Μποσμάν επίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Σε συνδυασμό με ένα στοιχείο το οποίο ίσως φανεί αμελητέο, δηλαδή την κατάργηση της κλασικής αρίθμησης στις φανέλες των ομάδων, η απόφαση Μποσμάν λειτούργησε καταλυτικά στην απώλεια των εθνικών, ταξικών ή οποιωνδήποτε χαρακτηριστικών προσδιόριζαν τις ομάδες. Μέσα σε μια εικοσαετία τις μετέτρεψε στην κυριολεξία σε περιοδεύοντες θιάσους παροχής ποδοσφαιρικού θεάματος προς κατανάλωση στο γήπεδο ή κυρίως στην τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο από κοινωνική συναναστροφή και ζύμωση μετατράπηκε σε διασκέδαση οικόσιτων άνευρων καταναλωτών των οποίων το όνειρο περιστρέφεται γύρω από τη φανέλα με τον αριθμό του χρυσοπληρωμένου αστέρα μιας ομάδας που παρεμπιπτόντως κουβαλάει ένα έμβλημα και μια ιστορία. Ακόμη και η παρακολούθηση ενός αγώνα διά ζώσης στο γήπεδο είναι πλέον περισσότερο μια ατομική υπόθεση παρά ένα συλλογικό κεκτημένο όπως υπήρξε για δεκαετίες. Με βάση αυτό το σκεπτικό η τιμολογιακή πολιτική των ομάδων στα εισιτήρια άλλαξε και αυτά ακρίβυναν τόσο ώστε να είναι απλησίαστα για τις λαϊκές και φτωχότερες τάξεις οι οποίες βολεύονται πλέον από μια τηλεοπτική κάλυψη συνεχούς ροής όπου αυτό είναι εφικτό. Αλλιώς απομακρύνονται τελείως. Η τιμολογιακή πολιτική και η αύξηση των τιμών των εισιτηρίων ήταν και το κομβικό σημείο της θατσερικής πολιτικής μετά την πολύνεκρη τραγωδία του σταδίου Χέιζελ το 1985, με στόχο να εξοβελιστούν από τα γήπεδα οι φτωχοδιάβολοι των εργατικών συνοικιών του Λονδίνου, του Λίβερπουλ ή του Μάντσεστερ. Τριάντα χρόνια μετά η θατσερική πολιτική έχει κυριαρχήσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Δίπλα σε όλα αυτά, αν προσθέσει κανείς ότι αυτού του τύπου το άνοιγμα της ποδοσφαιρικής αγοράς εξέθρεψε και γιγάντωσε το ρόλο των μάνατζερ και των αγοραπωλησιών αντιλαμβάνεται και τη χρηματιστηριακή διάσταση των ενεργών υποκειμένων του ποδοσφαίρου, δηλαδή των ποδοσφαιριστών. Παράλληλα με όλα αυτά η απελευθέρωση της αγοράς στοιχημάτων και παιγνίων γύρω από το ποδόσφαιρο δίνει και την απαραίτητη απόχρωση «λαϊκού καπιταλισμού» στον οποίο οι μάζες ποντάρουν και εκμεταλλεύονται την ομάδα προκειμένου να αποκομίσουν ίδιον όφελος. Λίγο ως πολύ όλα αυτά τα στοιχεία έχουν ενσωματωθεί και στην κουλτούρα των φιλάθλων στην Ελλάδα και τελικά τείνουν να δημιουργήσουν έναν νέο τύπο οπαδού, τον «οπαδό λογιστή», ο οποίος συνδέει τη δυνατότητα της επιτυχίας της ομάδας του με την οικονομική επιτυχία. Πρακτικά, συνειδητά ή ασυνείδητα ταυτίζεται περισσότερο με τις επιδιώξεις των ιδιοκτητών των ΠΑΕ οι οποίοι επίσης με θεμιτά και κυρίως αθέμιτα μέσα επιδιώκουν να επιβληθούν στον εσωτερικό κατά κύριο λόγο ανταγωνισμό. Δεν απέχει τότε και πολύ η κατάληξη στο επαχθές δόγμα «η ζωή σου ο θάνατός μου» και τελικά η προσφυγή σε οργανωμένες πράξεις βίας με την ψευδαίσθηση της αντιμετώπισης ορατών και αόρατων εχθρών οι οποίοι επιβουλεύονται την ομάδα, εν προκειμένω μια ΠΑΕ, αν και στις συνειδήσεις πολλών πλέον τα δυο αυτά ανόμοια μεγέθη ταυτίζονται. Τα αποτελέσματα δυστυχώς είναι γνωστά.
Το πρώτιστης σημασίας θέμα που τίθεται λοιπόν είναι πώς το ποδόσφαιρο θα γίνει ξανά κτήμα των μαζών, αθλητισμός και παιχνίδι για τους πολλούς και όχι μια αποξενωμένη επιχειρηματική δραστηριότητα. Ένα ακόμη προϊόν για κατανάλωση το οποίο θα το ελέγχει μια παγκόσμια και πολλές τοπικές και εθνικές παραγοντικές μαφίες.