του Κώστα Μάρκου
Ποιες είναι οι βασικές εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη νέα κατάσταση που προέκυψε μετά τις εκλογές; Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι «παρά τη θετική τάση συσπείρωσης υπέρ του ΚΚΕ, ο συνολικός συσχετισμός δυνάμεων παραμένει αρνητικός, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν εκφράζει τάση χειραφέτησης εργατικών λαϊκών δυνάμεων από την ΕΕ, το δρόμο του κεφαλαίου και τα συμφέροντα των μονοπωλίων».
Η ΚΕ του ΚΚΕ εκτιμά ότι η αλλαγή κυβέρνησης «δεν συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού». Ότι πρόκειται για μια απλή «κυβερνητική εναλλαγή στην Ελλάδα» που «αξιοποιείται από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις εντός της χώρας, της Ευρωζώνης αλλά και διεθνώς, που θέλουν μια χαλαρότερη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική σαν εργαλείο εξόδου από την παραγωγική στασιμότητα». Επίσης, «συμβολίζει και υπηρετεί την πίεση των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ιταλίας προς τη γερμανική κυβέρνηση» (από την ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τις εκλογές). Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημ. Κουτσούμπας, μάλιστα, προχώρησε ακόμη παραπέρα, εκτιμώντας ότι «αντικαθιστούν τη σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ με τη σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ […] Τι είχες, Γιάννη μου, τι είχα πάντα […]» (ομιλία για τις προγραμματικές δηλώσεις της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Στην ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ διατυπώνεται η εκτίμηση ότι «Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι φιλεργατικό, φιλολαϊκό. Είναι ένα πρόγραμμα που, και στις στρατηγικές του κατευθύνσεις και στις συγκεκριμένες προτάσεις της τετραετίας, κινείται στις ράγες της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μονοπωλιακών ομίλων, της στρατηγικής της ΕΕ, που λέει στο λαό να ξεχάσει ότι μπορεί να πάρει πίσω όλα όσα έχασε και υπόσχεται μόνο ορισμένα ψίχουλα».
Η Αλέκα Παπαρήγα, στην ομιλία της για τις προγραμματικές δηλώσεις, κάνει ακόμη ένα βήμα: Χαρακτηρίζει το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης καθαρά «αντεργατικό, αντιλαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό», που «βεβαίως, το είχατε περιβάλει με ορισμένα συνθήματα εμπορίας ελπίδων, λαϊκής παραπλάνησης». «Δεν θα σας κατηγορήσουμε ότι κάνετε κωλοτούμπες» λέει σε αντίφαση, με τον Δημ. Κουτσούμπα, ο οποίος κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για «τη γνωστή κωλοτούμπα, που πρώτο το ΚΚΕ, αν θυμάστε καλά, χρησιμοποίησε πριν από δυο χρόνια».
Οι εκτιμήσεις αυτές, ενώ περιέχουν σωστά στοιχεία, στο σύνολό τους είναι λάθος. Η εργατική και λαϊκή καταδίκη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ εμπεριέχει ένα ξεκάθαρο και βαθύ μήνυμα και απαίτηση για απεμπλοκή από την εξουθενωτική πολιτική λιτότητας, για ξήλωμα του αντιδραστικού μνημονιακού κεκτημένου, για φιλεργατική και φιλολαϊκή αλλαγή πολιτικής και μάλιστα προς τα αριστερά. Αυτό αναδεικνύει και το γεγονός της πτώσης ακόμη και καταβαράθρωσης όλων των κομμάτων που διαχειρίστηκαν αυτή την πολιτική. Πτώση η οποία στράφηκε προς τα αριστερά.
Η μαζική εκλογική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τις αυταπάτες για το ρόλο του, για την ΕΕ και την αστική πολιτική, εμπεριέχει και τη στήριξη στο πρόγραμμά του, το οποίο είχε θέσεις για τη διαγραφή του χρέους, για εθνικοποιήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, για κατάργηση όλων των μνημονιακών μέτρων, της λιτότητας κ.λπ. Η λαϊκή ψήφος αφορούσε φυσικά και το ψαλιδισμένο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που ωστόσο είχε ορισμένα στοιχεία ανακοπής της λιτότητας και οριακών συγκρούσεων με την κυρίαρχη πολιτική του κεφαλαίου και της ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι κορυφαίοι παράγοντες της ΕΕ, της ΕΚΤ και της ευρωζώνης, όσο και η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι επέκριναν ακόμη και αυτό το πρόγραμμα, ούτε κι ότι χαίρονται και αβαντάρουν τις αντίστοιχες υποχωρήσεις. Αυτές οι θέσεις περιλαμβάνουν τους κοινωνικούς αγώνες της προηγούμενης πενταετίας, τα αποτελέσματά τους, όσο και τα όρια και τις αυταπάτες τους.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «μέσα στην κυβέρνηση» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρίσκονται και αυτοί οι αγώνες, οι αγώνες της Χαλυβουργικής, της ΕΡΤ, οι εργατικές και λαϊκές εκρήξεις του 2010-2012, το αντιφασιστικό κίνημα κ.ά. Βρίσκονται όμως δεσμευμένοι από τον βασικά μικροαστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος, προγράμματος, στρατηγικής, τακτικής και ταξικής σύνθεσης. Μόνον έτσι μπορούν να ερμηνευθούν οι κραυγαλέες αντιθέσεις και αντιφάσεις του (σοσιαλισμός αλλά και αποδοχή της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας κ.ά.).
Αλλά ούτε κι αυτό φτάνει. Γιατί ένα μικροαστικό κόμμα και πρόγραμμα μπορεί να εκφράζει (όχι απόλυτα ούτε ισόμετρα) διαφορετικά μικροαστικά στρώματα, ειδικά στη χώρα μας που είναι (ή ήταν) πολυπληθή. Μπορεί αυτό το μικροαστικό κόμμα να προέρχεται από τα αριστερά ή από τα δεξιά. Μπορεί, επίσης να βρίσκεται υπό αστική ή εργατική ηγεμονία. Και πάλι αυτό δεν φτάνει. Διότι έχει κρίσιμη πολιτική σημασία από ποια αστική ή από ποια εργατική ιδεολογία ηγεμονεύεται. Διότι υπάρχει η νεοφιλελεύθερη και η σοσιαλδημοκρατική αστική ιδεολογία. Υπάρχει η εργατική ρεφορμιστική και η εργατική επαναστατική ιδεολογία. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα αριστερής καταγωγής που ηγεμονεύεται από την αστική ιδεολογία. Και μάλιστα, σε τελική ανάλυση, ελλείψει ζωτικής ανάπτυξης της σοσιαλδημοκρατικής, ηγεμονεύεται σταδιακά από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Αυτό αποδεικνύεται από την ευκολία μεταπήδησης σε σκληρές θέσεις της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής πολιτικής: ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, πρωτογενές πλεόνασμα κ.ά. Οδηγείται σε έναν ιδιόμορφο «αριστεροφιλελευθερισμό» (όπως ο «σοσιαλφιλελευθερισμός»). Αυτή η μεταπήδηση ασφαλώς συνδέεται με τη σωστή διαπίστωση της ηγεσίας του ΚΚΕ για την αναζήτηση μιας αλλαγής του μείγματος διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης και των εργατολαϊκών ξεσπασμάτων (ΗΠΑ και Ομπάμα, Ιαπωνία και Άμπε, μέτρα Ντράγκι), που ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μείγμα σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής αλλά μείγμα νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Από αυτή τη σκοπιά, ορισμένες συγκρίσεις της νέας κυβέρνησης με την κυβέρνηση Τσάβες ή, ακόμη χειρότερα, με μικροαστικές κυβερνήσεις σε συνθήκες επαναστατικών καταστάσεων, από ριζοσπαστικές δυνάμεις που κινούνται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι εντελώς ανιστόρητες. Ταυτόχρονα, ένα κόμμα πάντοτε μετασχηματίζεται όταν συμμετέχει σε μια κυβέρνηση σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας. Και, στο βαθμό που δεν παρεμβαίνει το εργατικό κίνημα, η επαναστατική ιδεολογία και πολιτική μετασχηματίζεται κατά κανόνα προς τα δεξιά. Από αυτή τη σκοπιά, είναι πολύ πιθανόν ο ΣΥΡΙΖΑ να μετασχηματισθεί πλήρως και ολοκληρωτικά σε ένα αστικό κόμμα στο πλαίσιο ενός νέου δικομματισμού.
Αυτή η γενική τάση ωστόσο δεν σημαίνει ότι έχει ήδη επιτευχθεί και ότι δεν θα είναι επίσης γεμάτη με πρωτότυπες αντιθέσεις. Φυσικά, ο μαρξιστικός και μαχόμενος εντοπισμός όλων των αντιθέσεων που αναφέρθηκαν δεν έχει τίποτα να κάνει με τις σολομώντειες κρίσεις του τύπου «είναι και δεν είναι αστικό», όπως για το χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980, από την τότε ηγεσία του ΚΚΕ. Ωστόσο η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δεν αναμετριέται καν με αυτές τις αντιφάσεις, δεν τις ανιχνεύει, δεν τις κατανοεί και άρα δεν μπορεί να τις αξιοποιήσει ούτε σε όφελος του εργατικού κινήματος ούτε σε όφελος του εαυτού του.
Έτσι, οι εκτιμήσεις του υποβαθμίζουν την ήττα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, υποβαθμίζουν το χαρακτήρα, τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες της λαϊκής ψήφου από αυτή την καταδίκη, η οποία έχει πολύ βαθύτερα χαρακτηριστικά απ’ όσα τους προσδίδει η ηγεσία του ΚΚΕ. Υποβαθμίζουν το ρήγμα που έχει υποστεί η κυρίαρχη πολιτική, ρήγμα που επιχειρείται να μπαζωθεί γρήγορα και συστηματικά από τους αστικούς, ευρωπαϊκούς και υπερατλαντικούς κύκλους. Υποβαθμίζουν τις νέες δυνατότητες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, για την αντικαπιταλιστική, επαναστατική και κομμουνιστική Αριστερά, που προκύπτουν από τη νέα κατάσταση, από μια πιο ευάλωτη κυβέρνηση με αντιμνημονιακές, φιλολαϊκές και δημοκρατικές διακηρύξεις στα λόγια και με αντίστοιχους δεσμούς και πιέσεις από τα λαϊκά στρώματα. Συνεπώς δεν μπορούν να προσανατολίσουν σωστά το μαζικό κίνημα σε μια νέα διεκδικητικότητα, σε μια αντεπίθεση «για να πάρει πίσω τα κλεμμένα» και για να κατακτήσει «όσα του ανήκουν» στη νέα εποχή, για να βαθύνει το ρήγμα, για να ανοίξει ο δρόμος για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την επαναστατική προοπτική. Οι εκτιμήσεις αυτές περιορίζουν την ανατρεπτική Αριστερά στην περιχαράκωση και το μαζικό κίνημα, σε διαρκές κατενάτσιο.
Αυτή η γραμμή φαίνεται ανάγλυφα στην αμηχανία, ακόμη και στην εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η ηγεσία του ΚΚΕ τις τωρινές κινητοποιήσεις, όπως ακριβώς και τις «πλατείες» του 2011. Ταυτόχρονα, οι εκτιμήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ και η αντίστοιχη γραμμή του δεν μπορούν ούτε να αντιμετωπίσουν τους νέους κινδύνους μόνιμης ηγεμόνευσης, πειθαναγκασμού, μοιρολατρίας και παραίτησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Από τους νέους κινδύνους για μια μνημονιακή πολιτική χωρίς Μνημόνιο, για μια λιτότητα με αριστερό πρόσημο, για μια αλλαγή του ρυθμού εξαθλίωσης αντί για ανατροπή της. Αυτές οι εκτιμήσεις και η αντίστοιχη πολιτική περιχαράκωσης δεν μπορούν να μεταδώσουν, να επιδράσουν, να μετασχηματίσουν επαναστατικά τις αντιφατικές διαθέσεις και επιδιώξεις των μαζών που ακολουθούν πρόσκαιρα τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορούν να ανατρέψουν τους συσχετισμούς, να οικοδομήσουν ρωμαλέο μαζικό κίνημα. Αυτή η γραμμή που προέρχεται από μια μη διαλεκτική, υλιστική και επαναστατική μέθοδο ανάλυσης ευθύνεται για το γεγονός ότι εκλογικά, το ΚΚΕ από 7,54%, το 2009, υποχώρησε στο 5,47% (-2%), από 517.249 σε 338.138 (-180.000), από 21 βουλευτές στους 15 και από τρίτο κόμμα σε πέμπτο, σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, βάρβαρης αστικής επίθεσης και γιγαντιαίων μετατοπίσεων μαζών προς τα αριστερά.