του Θανάση Σκαμνάκη
Με τις εκλογές είμαι πάντα αισιόδοξος προτού γίνουν. Με ρωτούν «Πώς πάει;» κι απαντώ καλά, όχι από συνήθεια και αμηχανία αλλά από πεποίθηση. Φυσικά δεν ίπταμαι. Το «καλά», ανταποκρίνεται στο κάθε φορά επιδιωκόμενο ποσοστό, το οποίο ορίζεται από έναν σχετικά ψύχραιμο υπολογισμό των πραγματικών δυνατοτήτων, προσθέτοντας και λίγο από ό,τι θέλει η ψυχή μου και μου λέει: Αν κάτι παραπάνω γίνει; Αν μας εκπλήξουν οι ψηφοφόροι θετικά; Γιατί να μη βρεθούμε κι εμείς μπροστά σε κάτι πιο δυναμικό από τους υπολογισμούς μας; Αν προσθέσουμε λίγη επιθυμία στην εκτίμηση; Κι είμαι έτοιμος να αποδεχτώ με ευκολία κάθε πληροφορία, είδηση ή φήμη που μεταδίδει πως κάποιο ρεύμα ανακαλύφθηκε, κάποια δύναμη μάς ενισχύει… Κι αντίστοιχα ν’ αμφισβητήσω κάθε ενάντιο. Το ξέρω πως δεν ακούγεται πολύ επαναστατικό, αλλά έτσι κάνω, και προχωρώ στην αυτοκριτική μου γι’ αυτό!
Συνήθως η αισιόδοξη εκτίμησή μου διαψεύδεται. Πάντα κάτι λιγότερο από εκείνο που θα ήθελα προκύπτει. Μερικές φορές και πολύ λιγότερο. Απογοητεύομαι για λίγο κι ύστερα ψάχνω να βρω πειστικές απαντήσεις για την αιτία, πιστεύοντας και πάλι χωρίς μεγάλη βασιμότητα πως την επόμενη φορά, αφού διορθώσουμε μερικά πράγματα, θα πάμε καλύτερα. Επιπλέον, επιστρατεύω με ιδιαίτερη έμφαση και ένταση και την αρχή πως οι εκλογές στις συνθήκες αυτές είναι αυταπάτη και δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, οπότε επανέρχομαι στα επαναστατικά μου σχέδια ή όνειρα, τα οποία δεν έχουν κανένα πεδίο δοκιμασίας, προς το παρόν, οπότε και δεν απειλούνται από καμία ρεαλιστική ανακοπή. Δεν γίνομαι αιθεροβάμων. Ή έτσι λέω. Απλώς παραμένω ένας βαθύτερα αισιόδοξος άνθρωπος, που θέλει να ανακαλύπτει κάθε φορά μια φωτεινότερη όψη στα πράγματα, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.
Αυτά μου εκμυστηρευόταν τις προάλλες ένας πολύ παλιός φίλος ή ίσως να άκουγα τον εαυτό μου –οι φωνές μερικές φορές συμπλέκονται μέσα μου– αντί άλλης απάντησης σχετικά με τις αυριανές εκλογές.
Αυτή τη φορά δεν κρατάω μεγάλο καλάθι. Δεν ξέρω να πω πόσο είναι, τι διάσταση έχει σε ποσοστό, αλλά ακόμα κι αν κάτι του προσθέτω δεν μεγαλώνει αισθητά, έλεγε. Ωστόσο ξέρω πλέον πως δεν είναι μια φορά σαν όλες τις άλλες. Τη Δευτέρα το πρωί, είναι σχεδόν βέβαιο πως αρχίζει κάτι άλλο. Όπου τα ποσοστά θα αναμετρηθούν με την πραγματικότητα. Οι υποσχέσεις που δόθηκαν και δώσαμε, θα ζητήσουν μερίδιο. Κι η άλλη μέρα θα ξημερώσει διεκδικώντας προσανατολισμό. Οπότε εκεί δεν είναι οι ραβδοσκόποι που αναμένονται ούτε ερευνητές της σπάλας των θυσιασμένων εριφίων ή λαϊκές αναγνώστριες του ντελβέ και της ανθρώπινης αφέλειας ή επιθυμίας. Είναι ποιητές, δηλαδή δημιουργοί, που προμαντεύουν:
«Δεν μπορούμε να περιμένουμε αιώνια εδώ/ Κοιτώντας πάνω το βαθύ χάσμα / Σκεφτόμενοι ποιοι ήμασταν / Και τι απογίναμε. / Η ομίχλη ξεκαθαρίζει,/ Κάτι αστράφτει πίσω από του λόφους. / Τι το τρομερότερο κρύβεται εκεί / Πού δεν φαίνεται ακόμα; / Η Λύκαινα ανυπομονεί να γεννήσει τα νέα παιδιά της- / Το καινούργιο μέλλον έλεος περισσότερο δε θα δείξει» (Νίκος Σταμάτης, Μορφογενέσεις, εκδ. Τόπος)
Γι’ αυτό έχω κάθε λόγο, μου έλεγε ο σύντροφός κι ο εαυτός μου, να οραματίζομαι, να επιθυμώ και να οργανώνω αυτή τη νέα εποχή.