του Θανάση Σκαμνάκη
Το παραμύθι είναι ανάγκη. Όχι μονάχα παιδική. Είναι ο τόπος όπου διευρύνεται η πραγματικότητα. Δεν είναι ρεαλισμός αλλά ούτε και ψέμα. Είναι η προέκταση των γεγονότων. Είναι τα γεγονότα που δεν γίνονται αντιληπτά, στη ροή τους. Ίσως είναι η ουσιαστική εκδοχή της πραγματικότητας.
Οι παραμυθάδες δεν είναι οι μακρινοί μας άνθρωποι αλλά οι πιο κοντινοί. Φυσικά, όπως σε όλα τα πράγματα που αφορούν την επικοινωνία, υπάρχουν δύο σ’ αυτή τη σχέση, αυτός που μεταδίδει κι αυτός που εισπράττει. Και το δύο δεν είναι περιοριστικό. Ο προικισμένος που εκπέμπει μπορεί να είναι ένας, αλλά συμπυκνώνει πολλούς. Γιατί τα παραμύθια είναι οι προσπάθειες πολλών ανθρώπων. Ιδιαίτερα στις δικές μας περιπτώσεις. Κι εκείνος που αφηγείται κάνει παραμύθι κάθε επιθυμία και συμβολή των πολλών αυτών ανθρώπων. Βρίσκεται στις παρέες, τις ταβέρνες, τις δουλειές, τις συνεδριάσεις, τις πορείες, σε όλα όσα συγκροτούν τη σύγχρονη ζωή μας, και παίρνει μέρος, αλλά ταυτόχρονα συλλέγει και αναπλάθει. Και ξαναπροσφέρει σ’ εκείνους από τους οποίους παίρνει τη δική τους ζωή, κατ’ αρχάς. Αλλά σε συμπύκνωση και ουσία και τις ζωές των άλλων. Όχι όπως τις υποβαθμίζει η καθημερινότητα αλλά όπως είναι στ’ αλήθεια, όπως τις πλάθει ο χρόνος, μεγάλες ή μικρές ανάλογα, αλλά με την αίσθηση του μεγαλείου και της αναγκαιότητάς τους. Δεν λέει, συνήθως, θυμάσαι το τάδε ή το δείνα περιστατικό, ως νοσταλγία. Αποφεύγει αυτού του είδους τους ρεαλισμούς. Δεν αφηγείται καν το περιστατικό όπως ακριβώς συνέβη. Λέει μονάχα πως προέβλεψε ο Γιώργος, ας πούμε, τα επερχόμενα στη διάρκεια μιας παρτίδας πρέφας. Μπορεί κανείς άλλος να μη δώσει σημασία στις λέξεις. Ή να μην δώσει σημασία σε μια κουβέντα που αφορά την παρτίδα. Τόσα πολλά λέγονται στη διάρκεια μιας παρτίδας!
Αλλά εκείνος την κάνει ιστορία. Γιατί είναι η αποστολή και ο ρόλος του. Συλλέκτης λέξεων και εικόνων και καταγραφέας της ουσιαστικής πραγματικότητας.
Αυτό είναι το παραμύθι.
Η άλλη πλευρά είναι αυτοί που ακούνε. Καθένας ακούει με τον τρόπο που ξέρει. Είναι κι αυτό ένα ταλέντο. Ακούει ένας και λέει, τι παραμύθια μας πουλάει αυτός, κι ένας άλλος λέει, να κάποιος που δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα. Κι ακούει κι ο τρίτος που νιώθει πως έχει ακούσει την πραγματική πραγματικότητα. Δεν ακούει ψέματα αλλά τη βαθύτερη αλήθεια. Κι αυτό τον κάνει ικανό να τη ζήσει και να παλέψει γι’ αυτήν.
Ευγνωμονώντας τους παραμυθάδες που ευτύχησα να συναντήσω στη ζωή μου –κι αν δεν ήταν πολλοί ήταν ωστόσο σπουδαίοι– ξέρω τώρα πως καμιά δυσκολία δεν θα είχε ξεπεραστεί όσο ξεπεράστηκε χωρίς αυτούς. Αλλά, πολύ περισσότερο, όλο το σχέδιο για έναν άλλο κόσμο δεν θα είχε ευδοκιμήσει.
Κι αν τα λέω όλα αυτά δεν είναι για να ανακαλέσω μνήμες, όσο για να ξαναπώ, μήπως κι ακουστώ, πως δεν πρέπει να πετροβολήσουμε το παραμύθι. Τη μεγάλη σύλληψη του κόσμου, με όλα τα δύσκολα, μερικές φορές αποκρουστικά αλλά εντέλει συναρπαστικά, μικρά.