Η αποµυθοποίηση της οµάδας-Μέριλιν Μονρόε (έτσι την έκαναν)
του Διονύση Ελευθεράτου
‘Ισως ποτέ άλλοτε σε Μουντιάλ ένας αγώνας που να προηγήθηκε του µεγάλου τελικού δεν αναγορεύθηκε εκ των προτέρων σε µέγιστο συµβάν της διοργάνωσης, προορισµένο να καταγραφεί στα µπροστινά κεφάλαια της ποδοσφαιρικής ιστορίας. Έγινε όµως φέτος.
Αν η Γερµανία θα κατακτήσει το τρόπαιο για πρώτη φορά από το 1990 (ουδόλως απίθανο, δυστυχώς – ναι, «δυστυχώς», τι να κάνουµε, ο γράφων έχει τις προτιµήσεις του), αν θα το χαρεί η Αργεντινή «αναβιώνοντας» το 1986 (βάµος!), είναι πλέον µια απλή, λογική εκκρεµότητα… Ό,τι κι αν συµβεί όµως, φαντάζει ήδη δεδοµένη η διπλή ταυτότητα µε την οποία η φήµη του Μουντιάλ αυτού θα ταξιδέψει στο µέλλον. Είναι, πρώτον, το Μουντιάλ της εξοργιστικής σπατάλης, η οποία προκάλεσε την οργή εκατοµµυρίων ανθρώπων, που αγαπούν το ποδόσφαιρο αλλά αηδιάζουν µε τους ποικίλους «νταβατζήδες» του. Είναι, δεύτερον, το Μουντιάλ, κατά το οποίο η βραζιλιάνικη εθνική οµάδα, η «Σελεσάο», διαλύθηκε µε 1-7 µέσα «στο σπίτι της».
Στη Βραζιλία αµφισβητήθηκε κάτι «διεθνές» και αποµυθοποιήθηκε κάτι εγχώριο. Αµφισβητήθηκε επί ενάµισι χρόνο, στους δρόµους, ένα κανιβαλικό «µοντέλο ανάπτυξης» και κερδοφορίας. Αποµυθοποιήθηκε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Για σταθείτε όµως… Αλήθεια, «υποβιβάστηκε» – και µάλιστα µε τρόπο τόσο καταλυτικό και οδυνηρό- κάποια ποδοσφαιρική κληρονοµιά του Γκαρίντσα, του Πελέ, του Σόκρατες; Μήπως «τσαλακώθηκε» η µετάλλαξή της;
Τροφή για σκέψη δίνουν οι πρόσφατες δηλώσεις του παλιού άσου της «Σελεσάο», του Ροµάριο, µολονότι εν µέρει ηχούν σαν κοινότοπα κλισέ. «Η οµοσπονδία (σ.σ.: ποδοσφαίρου της χώρας) διοικείται από κλέφτες και διεφθαρµένους» είπε ο Ροµάριο. Ο κόσµος το ’χει τούµπανο, αλλά το τούµπανο ηχεί εδώ και πολλά χρόνια.
Η διαφθορά στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είναι υπόθεση παλιά και «ζόρικη». Το γνωρίζουν πολύ καλά π.χ. οι αναγνώστες του εξαιρετικού βιβλίου Futebol (Φούτεµπολ) που έγραψε ο Άλεξ Μπέλος, ανταποκριτής των εφηµερίδων Γκάρντιαν και Οµπσέρβερ στο Ρίο ντε Ζανέιρο, όταν ολοκλήρωσε µεγάλη σχετική έρευνα (την άρχισε στα µέσα του 2000). Το ξέρουν καλά, επίσης, όσοι έτυχε να παρακολουθήσουν πώς και γιατί εκείνος ο αιώνιος µανδαρίνος Πελέ, την εποχή που ήταν υπουργός Αθλητισµού, υποχώρησε στις αξιώσεις του προέδρου της οµοσπονδίας Ρικάρντο Τεϊσέιρα και του πεθερού του, του -επίσης Βραζιλιάνου- (τότε) προέδρου της ΦΙΦΑ, του Χαβελάνζε.
«Rouba mas faz» λένε στη Βραζιλία. «Κλέβε, αλλά βγάζε και δουλειά». ∆ιαφθορά διαφόρων «κυβικών» κυριαρχούσε κι όταν η «Σελεσάο» θριάµβευε ή απλώς έπαιζε ποδόσφαιρο που συντηρούσε την αίγλη της και διατηρούσε την ίδια κάπου κοντά στην κορυφή. ∆ιότι συχνά το πόσο ψηλά στέκεσαι το ορίζουν οι εµφανίσεις σου, πειστικότερα από όσο το κρίνει αν έφθασες στον τελικό, στα ηµιτελικά ή στα προηµιτελικά ενός Μουντιάλ.
Η διαφθορά, λοιπόν, µπορεί να µαρτυρά πολλά και να φταίει για περισσότερα, όχι όµως για την τωρινή νίλα της «Σελεσάο». Ποτέ, άλλωστε, η µπόχα διαφόρων ποδοσφαιρικών στερεωµάτων δεν εµπόδισε τις αντίστοιχες εθνικές οµάδες να πάνε καλά, εάν οι συνθήκες και οι συγκυρίες ευνοούσαν. Οι αλλοτινοί θρίαµβοι της Βραζιλίας δεν αποτελούν τη µόνη απόδειξη. Η Ιταλία έγινε παγκόσµια πρωταθλήτρια το 2006, δηλαδή όταν το ποδόσφαιρο της χώρας ταλανιζόταν στη δίνη του τεράστιου σκανδάλου «Καλτσιόπολι». Η καλύτερη εθνική Γερµανίας όλων των εποχών, η πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1972 και του κόσµου το 1974, «γεννήθηκε» στον απόηχο ενός εκ των µεγαλύτερων ποδοσφαιρικών σκανδάλων στη Γηραιά Ήπειρο: το 1971 διαπιστώθηκε ότι περίπου οι µισοί σύλλογοι της «Μπουντεσλίγκα» ήταν µπλεγµένοι σε υπόθεση δωροδοκιών και δωροληψιών, από τις οποίες θα εξαρτιόταν ποιοι θα υποβιβάζονταν και ποιοι όχι.
Ούτε ισχύει και το στερεότυπο πως οι επιδόσεις των εθνικών οµάδων «είναι καθρέφτης της ποιότητας» των αντίστοιχων πρωταθληµάτων (είθισται, µάλιστα, να αναφέρεται το δικό µας αντιπροσωπευτικό συγκρότηµα σαν… αιώνια εξαίρεση του υποτιθέµενου κανόνα!). Εάν ίσχυε, η Αγγλία εδώ και πολλά χρόνια θα διακρινόταν στα Μουντιάλ, η δε Βραζιλία θα αποτύγχανε πάντοτε…
Πολύ περισσότερο πλησιάζει την αλήθεια ο Ροµάριο, όταν συνδέει την ασήκωτη «εφτάρα» -και όλα όσα αυτή ανέδειξε, ξεγύµνωσε ή και επιβεβαίωσε- µε τις «µπίζνες και τους ποταµούς χρηµάτων». Όλα αυτά δεν παραπέµπουν κατ’ ανάγκη σε τυπική διαφθορά. Παραπέµπουν όµως σε κάτι που γράφαµε στο Πριν στις πρώτες ηµέρες του Μουντιάλ του 2006, όταν διαπιστώναµε ότι η αποστολή της βραζιλιάνικης οµάδας στη Γερµανία γινόταν ένα ατελείωτο σόου: δήµαρχοι οργάνωναν γιορτές, είχαν πουληθεί δεκάδες χιλιάδες εισιτήρια για µία… προπόνηση (!) της οµάδας, κ.λπ. «Έκαναν τη“Σελεσάο”… Μέριλιν Μονρόε της µπάλας!» γράφαµε τότε. Ε, κάποια στιγµή θα κατέφθανε, παρέα µε τα χαµόγελα του τερατώδους µάρκετινγκ, η καταστροφή.
Εδώ και πολλά χρόνια η «Σελεσάο» διαδραµατίζει το ρόλο του πιο φανταχτερού εµπορικού αντιπροσώπου της Νάικ. Κάποτε το περιοδικό Γουόρλντ Σόκερ αποκάλυψε ότι, βάσει συµβολαίου µε τη βραζιλιάνικη οµοσπονδία, η Νάικ είχε το δικαίωµα να επιλέγει τους οκτώ από τους έντεκα παίκτες! Αναστατώθηκε η Βραζιλία το 1998, όταν κυριάρχησε η φήµη πως ο Ρονάλντο αγωνίστηκε στον τελικό του Μουντιάλ της Γαλλίας µολονότι ήταν άρρωστος, σε µαύρα χάλια, επειδή η Νάικ δεν επέτρεπε να λείψει από τέτοιο µατς ο πιο διάσηµος παίκτης της οµάδας. ∆ιότι σηµασία δεν είχε τι ήταν προτιµότερο από πλευράς αγωνιστικής αλλά από πλευράς εµπορικής… ∆ίκες έγιναν στη Βραζιλία για το θέµα, ο ίδιος ο Ρονάλντο «έβγαλε λάδι» τη Νάικ – και τη… λιβάνισε για τα καλά. Ελάχιστοι πείσθηκαν.
Το ποδόσφαιρο έχει την ουσία του, έχει και την περιουσία του. Όταν η δεύτερη επιβάλλει τόσα πολλά «θέλω» στην πρώτη, αρχίζουν και οι παίκτες να µη νιώθουν… ακριβώς παίκτες. Όποιος δυσκολεύεται να κατανοήσει πώς σχετίζονται όλα αυτά µε το 1-7, ας φέρει πάλι στο νου του το µατς. «Υπεύθυνο» γι’ αυτό το σκορ ήταν ένα δεκάλεπτο, κατά το οποίο κάµποσοι παίκτες της «Σελεσάο» λειτουργούσαν σαν να ήταν «διασκεδαστές» σε τσίρκο ή µπόµπιρες σε παιδική χαρά. Ε, αυτό σε µια «κανονική» οµάδα δεν γίνεται, όσες κι αν είναι οι αδυναµίες της.
Ενδεικτική ήταν η συµπεριφορά του αµυντικού Νταβίντ Λουίζ: όταν η οµάδα χρειαζόταν επειγόντως ανασυγκρότηση στα µετόπισθεν, εκείνος εγκατέλειπε τη θέση του κι έτρεχε στην επίθεση, παριστάνοντας τον Νεϊµάρ… Θα έκανε ποτέ κάτι τόσο ανορθολογικό, αγωνιζόµενος σε οποιονδήποτε ευρωπαϊκό σύλλογο; Πιθανότατα όχι. Το έκανε όµως στη «Σελεσάο». Γιατί; Μήπως επειδή εκεί, στη «Σελεσάο», η φιγούρα και το φαίνεσθαι έχουν την πρώτιστη σηµασία; Είπαµε, κάποτε το 1998 ο Ρονάλντο έπρεπε να «φαίνεται» στον αγωνιστικό χώρο του Σταντ Ντε Φρανς, κι ας µην µπορούσε να πάρει τα πόδια του…
Η ποδοσφαιρική Βραζιλία θα ξαναγίνει Βραζιλία, εάν πάψει να είναι Μέριλιν Μονρόε της µπάλας. ∆ιαφορετικά, το µόνο ερώτηµα που θα εγείρεται θα θυµίζει όντως τη Μέριλιν: σκοτώθηκε µόνη της η «Σελεσάο», ή την «τελείωσαν» οι ατελείωτες ουρές χορηγών κι εµπόρων; Στην περίπτωση της Μονρόε το ερώτηµα παρουσιάζει ενδιαφέρον, ιστορικό τουλάχιστον. Στην περίπτωση της «Σελεσάο» το πολύ πολύ να το πεις ακαδηµαϊκό…