του Θανάση Σκαμνάκη
Καθώς η φάκα έκλεινε από πάνω του και η γάτα παραµόνευε εκεί κοντά, ο ποντικός, στο διήγηµα του Φρ. Κάφκα, είπε: «Αλλοίµονο, ο κόσµος γίνεται ολοένα και πιο στενός». Ίσως θα έπρεπε µε αυτό το ελάχιστο να ολοκληρωθεί το σηµερινό σχόλιο, και να ακολουθούσε λευκό, ως ένδειξη σιωπής (η σιωπή µερικές φορές -ή τις περισσότερες- είναι πιο εύγλωττη από τις λέξεις). Αλλά µια εφηµερίδα κυκλοφορεί χωρίς λευκά. Κι άρα τη σιωπή θα πρέπει να τη φανταστούµε. Οι πιο ευφάνταστοι αναγνώστες ας µη συνεχίσουν την ανάγνωση. Οι πιο περίεργοι µπορούν να συνεχίσουν. ∆εν θα ανακαλύψουν διαβάζοντας ως το τέλος ποιος πράγµατι έκανε το έγκληµα. Η ιστορία δεν έχει σασπένς, το έγκληµα συντελείται από την πρώτη γραµµή µε γνωστούς δράστες, οι εκπλήξεις δεν γίνονται στα κείµενα αλλά στην πραγµατικότητα.
Εν πάση περιπτώσει, το εν γένει κλίµα έχει πολλές δυσκολίες. Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση και οι χειρότεροι είναι γεµάτοι από την ένταση του πάθους, όπως λέει ο Ουίλιαµ Γέιτς σε ένα του ποίηµα.
Και εν τω µεταξύ, για να προστατευθούµε από τον απειλητικό κόσµο, για να αντέξουµε στις στενωπούς των καιρών µας, δίνουµε ερµηνείες που χάνουν την αντικειµενικότητά τους, δηµιουργούµε µικρόκοσµους που είναι καλοί σαν καταφύγια κατατρεγµένων ανθρώπων, αλλά γίνονται επικίνδυνοι όταν µεγαλώνουν οι διαστάσεις. Φοβάµαι, κι όσο φοβάµαι τόσο τείνω να πιστεύω σε θεότητες, κάθε είδους, τόσο κάνω σχέδια που δεν επαρκούν, χωρίς όµως να έχω άλλα, τόσο υποκύπτω σε παρορµήσεις της στιγµής και σε εξάρσεις µεγαλείου… τόσο υποκύπτω και τόσο φωνάζω για να µη φανεί πως υποκύπτω.
Σε διάφορες παρατάξεις της Αριστεράς ισχύουν αυτά. Μακάρι όχι και στη δική µας. Αλλά αυτά δεν είναι ζητήµατα προθέσεων, θέλησης µόνο ή ενεργής αυτοπεποίθησης. Ο φόβος είναι το πιο υπόγειο και διαβρωτικό συναίσθηµα. Και µετατρέπει την αίσθηση της πραγµατικότητας!
Συνάντησα κάποιον κάποτε που στάθηκε παλικάρι στα βασανιστήρια. Όσο ένιωθε ότι εκείνος φόβιζε αυτούς κι όχι αυτοί εκείνον, νικούσε. Τον τσάκιζαν χτυπώντας τον, τον εκµηδένιζαν στα λόγια, τον έβαζαν σε φάλαγγα, τον πολεµούσαν ψυχολογικά, αλλά αυτός τους είχε πάρει τον αέρα. Του είχαν αναγνωρίσει την ύπαρξη και τη σηµασία του. Στα µάτια του γινόταν σπουδαίος όσο αντιστεκόταν. Τους νίκησε. Κάποια φορά, σε άλλη εποχή, σε άλλο µέτωπο, έκαναν πως δεν τον αναγνώριζαν, πως δεν είχε καµία σηµασία, πως δεν τον φοβούνται. Τότε φοβήθηκε εκείνος. Και υπέκυψε.