του Θανάση Σκαμνάκη
Την προηγούµενη Κυριακή λέγαµε για το πάθος και τη γνώση στην Αριστερά. Και εν τω µεταξύ ∆ευτέρα βράδυ ο νέος γραµµατέας του ΚΚΕ απαντούσε από τηλεόρασης σε ερωτήσεις, ενώ παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωνε τα ψηφοδέλτια περιφερειακών και δηµοτικών εκλογών (και τώρα απολογείται για την αµετροέπειά του).
∆εν είναι πρόθεσή µου να αξιολογήσω πολιτικά ούτε τον µεν ούτε τους δε επί του περιεχοµένου. Θέλω µόνο να πω ότι και οι δυο εµφανίσεις πιστοποιούν πως κάτι έχει λείψει από καιρό σ’ αυτή την περιπέτεια. Μια λάµψη, ένα πάθος, µια ορµή να προσπαθήσει να παρασύρει, να ανορθώσει συνειδήσεις, να προκαλέσει ενθουσιασµό και στράτευση. Πολλές ζυγαριές µετράνε και υπολογίζουν µε πολιτική µπακαλική πέντε δικά σου, δυο δικά µου, τα υπόλοιπα ρέστα και ούτω καθ’ εξής. Άλλοτε η συναλλαγή πετυχαίνει: βγαίνει ένας δήµαρχος, ένας περιφερειάρχης επιπλέον, θρίαµβος της πολιτικής γραµµής, τα κολοκύθια παραµένουν στα τελάρα για την επόµενη πώληση και οι ντοµάτες κρατάνε χαµηλή τιµή, ώστε να µπορούν να καταναλώνουν τα λαϊκά στρώµατα. Κι έπειτα; Καµιά νέα ιδέα, καµιά ανατροπή, καµιά έµπνευση. Μεσαίες επιδόσεις σε έναν καιρό που χρειάζεται µεγάλα µεγέθη. Από την άλλη, η ∆εξιά επανέρχεται δυναµικά και αλλοιώνει, δηλητηριάζει την ατµόσφαιρα. Αρκεί να κάνετε µια βόλτα στα σχετικά σάιτ, για να καταλάβετε πως επανέρχονται και διεκδικούν όχι απλώς πιστοποίηση σοβαρότητας αλλά και επιρροή, αναχρονιστικές ιδέες – ένας σχεδόν µεσαιωνικός συντηρητισµός που µόνο πως ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη δεν λέει. Έτσι αποδεικνύεται πως, αν δεν λάµπει ένας ήλιος της Αριστεράς, δεν σκοτεινιάζουν µόνο τα µονοπάτια της Αριστεράς και τα περίχωρα αλλά ολόκληρη η κοινωνική επικράτεια. Πώς µπορεί όµως να λάµπει µια Αριστερά µε δεδοµένες, παγιωµένες και παγωµένες ιδέες;
Το πλεονέκτηµα της επιστήµης είναι ότι αµφισβητεί διαρκώς όσα η ίδια έχει κατακτήσει, ακόµα και τον εαυτό της τον ίδιο. Ό,τι κατακτά δεν είναι επαρκές. Αν σταµατήσει η έρευνα και η αµφισβήτηση, θα πέσει όλο το οικοδόµηµά της. Μονάχα ο σκοταδισµός της εκκλησίας µπορεί να ωφελείται από αυτή τη στασιµότητα. Ωστόσο ακόµα κι αν ο Γαλιλαίος συµβιβάζεται µε το παπικό κατεστηµένο, η γη εξακολουθεί να γυρίζει. Και η Αριστερά; Πώς µπορεί να ανανεώνει το ενδιαφέρον της, να ερευνά και να ανακαλύπτει, να διεγείρει για νέες ιδέες, αν δεν πιστεύει κι αν δεν αµφιβάλλει ταυτοχρόνως; Να ξέρει πως αυτό που έγινε θα πρέπει να ανατραπεί, γιατί όπως και στη φύση έτσι και στην κοινωνία η κίνηση είναι συνεχής και οι αλλαγές αδιάκοπες; Κι όπως στη φύση έτσι και στην κοινωνία κάθε φορά κατακτάται ένα µέρος της αλήθειας και µόνο αν αµφισβητήσεις ό,τι κατέκτησες θα ανοίξεις δρόµο για παρακάτω. Γιατί η γη µπορεί να γυρίζει παρ’ όλους τους συµβιβασµούς του Γαλιλαίου, αλλά εντέλει αν οι γαλιλαίοι εγκαταλείπουν την αναζήτηση το σκοτάδι εγκαθίσταται µε διάθεση µονιµότητας, και τότε θα έχουµε µια γη που γυρίζει στο σκοτάδι.
Επιτέλους δεν διεκδικούµε µια Αριστερά για µισά µεγέθη και µικροµεσαίες καταστάσεις, στο ηµίφως αλλά στη λάµψη του πάθους, της πίστης και της αµφιβολίας.